Eπιστημονική διημερίδα με θέμα «Η μάχη της ιστορίας: Ταξική χειραφέτηση ή αστική οπισθοδρόμηση;» διεξάγεται σήμερα και αύριο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, (αίθουσα «Σάκης Καράγιωργας Ι»), με πρωτοβουλία της ΚΟ Αττικής και του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, φοιτητές, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί, από τις κοινωνικές και όχι μόνο επιστήμες, καθώς και πολλοί ακόμα που έχουν έντονο ενδιαφέρον για την Ιστορία, παρακολουθούν και αναγνωρίζουν τις επεξεργασίες του ΚΚΕ, έδωσαν το «παρών» και γέμισαν την αίθουσα που φιλοξενεί τη διημερίδα, όπως και τον χώρο έξω από αυτή.
Στην έναρξη της ημερίδας παραβρέθηκε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας ο οποίος έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία η παραχάραξη της ιστορίας, οι κάθε είδους αναθεωρητισμοί χρησιμοποιούνται για πολύ επικίνδυνους σκοπούς, κυρίως για την πολεμική προπαγάνδα. Γι’ αυτό τέτοιες ημερίδες, σαν αυτή τη σημερινή του ΚΚΕ, είναι απαραίτητες, πολύ χρήσιμες, ακριβώς γιατί υπερασπίζονται την ιστορική αλήθεια και η υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας αφορά και το παρόν και το μέλλον».
Αναλυτικά, το πρόγραμμα της διημερίδας για σήμερα έχει ως εξής:
- Κεντρική Εισήγηση του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ από την Ελένη Μπέλλου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
- Η γέννηση, η ακμή και η παρακμή της αστικής ιστοριογραφίας. Γιώργος Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
- Ο κατακερματισμός του αντικειμένου της Ιστορίας. Ράνια Νταρλαντάνη, Eκπαιδευτικός.
- Αστική ιστοριογραφία: Η παρουσίαση της καπιταλιστικής κυριαρχίας ως Εδέμ των «ανθρώπινων δικαιωμάτων». Γιάννης Πράνταλος, Διδάκτορας Φιλοσοφίας – Βαγγέλης Μπάδας, Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας.
- Αντιεπιστημονικές μέθοδοι μελέτης της Ιστορίας. Κώστας Σκολαρίκος, υπεύθυνος Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Η εισηγητική ομιλία της Ελένης Μπέλλου
Η κεντρική εισήγηση του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ η Ελένη Μπέλλου, είπε:
«Κυρίες και κύριοι καθηγητές,
Φίλοι και σύντροφοι.
Σας ευχαριστούμε που ανταποκριθήκατε στο κάλεσμα του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ και της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ στη διημερίδα μας με θέμα: «Η μάχη της Ιστορίας: ταξική χειραφέτηση ή αστική οπισθοδρόμηση;»
Όσοι και όσες παρακολουθείτε τις εργασίες του ΚΚΕ, τουλάχιστον στο πεδίο της Ιστορίας, θα λέγαμε και ανεξάρτητα από την πολιτική σας προσέγγιση ή διαφοροποίηση, πιστεύουμε να γνωρίζετε ότι το ΚΚΕ ασχολείται διαχρονικά με την Ιστορία, όχι μόνο με τη δική του, αλλά και με την ιστορία της Ελλάδας. Ειδικότερα μελετά το εργατικό κίνημα από την εμφάνισή του στην Ελλάδα, στις βαλκανικές χώρες, την εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, καθώς και την ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, προκειμένου να είμαστε συνεπείς προς τις θεωρητικές αρχές της κομμουνιστικής ιδεολογίας και συγκρότησής μας, στο βάθρο της οποίας είναι η διαλεκτική υλιστική διερεύνηση της ιστορίας της κοινωνικής εξέλιξης και η διαμόρφωση πολιτικής από τη σκοπιά της συνειδητής επαναστατικής δράσης για την κοινωνική πρόοδο και ευημερία.
Από τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξης του ΚΚΕ έγιναν σημαντικές απόπειρες ιστορικής διερεύνησης των εγχώριων, περιφερειακών και διεθνών παραγόντων εμφάνισης και ιδεολογικής – πολιτικής συγκρότησης της ελληνικής αστικής τάξης που αγωνίστηκε για την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για τη συγκρότηση ελληνικού αστικού κράτους.
Μελετητές του ΚΚΕ έχουν καταγραφεί στην ιστορική βιβλιογραφία, όπως η καινοτόμα για την εποχή της προσέγγιση της Ιστορίας της Αρχαίας Ελλάδας του Γιάνη Κορδάτου, τα πολύ πρωτοποριακά για την εποχή τους έργα του Σεραφείμ Μάξιμου «Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον 18ο αιώνα» που εκδόθηκε το 1940 και «Η Αυγή του ελληνικού καπιταλισμού. Τουρκοκρατία 1685-1789», η δίτομη Σύντομη Επισκόπηση της Βυζαντινής Ιστορίας του Τηλέμαχου Λουγγή, ο οποίος μας αντιπροσωπεύει και στη διημερίδα μαζί με τον καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας Γιώργο Μαργαρίτη.
Είναι ενδεικτικές οι αναφορές μας, αφού μέλη, στελέχη του ΚΚΕ επέλεξαν την Ιστορία ως επιστήμη στα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και στη μετέπειτα περίοδο της νόμιμης δράσης του Κόμματος, την επιλέγουν και σήμερα, από την αρχαιολογία έως το πεδίο της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας.
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ΚΕ του ΚΚΕ πάντα έδινε ιδιαίτερο βάρος στη συγκρότηση και λειτουργία του Τμήματος Ιστορίας συνδυάζοντας την εξειδικευμένη ιστορική γνώση με την ευρύτερη μαρξιστική μόρφωση.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες αποκτήσαμε καλύτερες προϋποθέσεις με αποτέλεσμα το 6τομο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, για την περίοδο 1918 –έτος ίδρυσής του– έως το 1974.
Επίσης στα πονήματα και στις δημοσιεύσεις μας, συλλογικές και μονογραφίες, καταλαμβάνουν σημαντική θέση η αστική επανάσταση του 1821, οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο ιμπεριαλιστικός Α’ και κυρίως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Εκστρατεία, το Κυπριακό ζήτημα, πρόσφατα το Παλαιστινιακό.
Κι απευθυνόμενοι στους καθηγητές της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, θα θέλαμε να ζητήσουμε τη συμβολή τους, ώστε αυτά τα Δοκίμια, οι μελέτες – εκδόσεις, να περιληφθούν στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, στην πανεπιστημιακή βιβλιογραφία.
Αυτή η έκκληση ας μη φανεί ως παραδοξολογία ή ως προτροπή σε πολιτική, κομματική ταύτιση.
Αν και πολύ καλά γνωρίζουμε ότι το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να είναι υπερταξικό, ουδέτερο ως προς τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους στο οποίο ανήκει, πιστεύουμε ότι οι λειτουργίες του, για να υπηρετούν αντικειμενικά την παραγωγή και τη μετάδοση της γνώσης, της επιστήμης, πρέπει να είναι συνεπείς με αυτή τους την αποστολή. Επομένως δεν μπορούν να παραβιάζουν την αντικειμενικότητα, έστω κι αν ταξικά στρατεύονται με το αστικό κράτος ή έστω κι αν πιο ριζοσπάστες πανεπιστημιακοί κινούνται ιδεολογικά – πολιτικά από τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι τον αναρχισμό.
Πιστεύουμε ότι αυτό αφορά και τις κοινωνικές επιστήμες, αλλιώς δεν μπορούν να είναι επιστήμες, παρά μόνο φιλοσοφικά ρεύματα ή ιδεολογικές θεωρήσεις πολιτικών επιλογών και κατευθύνσεων.
Η πάλη μεταξύ αστικής τάξης και εργατικής μέσα σε μια χώρα αλλά και σ’ ένα σύνολο χωρών είναι αμείλικτη
Αγαπητοί φίλοι,
αν ανατρέξετε στη βιβλιογραφία των Τόμων της Ιστορίας του ΚΚΕ, θα διαπιστώσετε ότι χρησιμοποιούμε πλούσια, αστικής προέλευσης βιβλιογραφία, βεβαίως αστικά αρχεία, εγχώρια και ξένα. Θα το διαπιστώσετε π.χ. στον 1ο τόμο που αφορά τη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, την ανάλυση παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων ιδιοκτησίας αλλά και δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις της ελληνικής αστικής επανάστασης. Το ίδιο στη βιβλιογραφία του 6ου τόμου που αφορά την 7ετή στρατιωτική δικτατορία 1967-1974, αναφορικά με τις ενέργειες Ην. Βασιλείου, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ – ΕΟΚ.
Σε τελευταία ανάλυση, οι κοινωνικές επιστήμες, κι ανεξάρτητα από τα ταξικά πολιτικά συμπεράσματα, δεν μπορούν να διερευνούν ένα σημαντικό μέρος των κοινωνικών δυνάμεων, όπως της εργατικής τάξης –ανεξάρτητα πώς την προσδιορίζουν ή πως την χαρακτηρίζουν– χωρίς ν’ αντλούν δεδομένα από τις αυθεντικές πηγές δράσης αυτής της τάξης, σημαντικό μέρος της οποίας αναμφίβολα είναι το ΚΚΕ, τα υλικά του, οι καταγραφές του, οι μελέτες του, είναι έργα των Κ. Μαρξ, Φρ. Ένγκελς και άλλων που περιλαμβάνονται στις εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής.
Μια προσέγγιση κοινωνικής επιστήμης, όπως κι αν ερμηνεύει τις διαφορές μεταξύ των τάξεων –εμείς τις λέμε αντιθέσεις– όπως κι αν επιχειρεί πολιτικά να τις τιθασεύσει, π.χ. στη λογική της λεγόμενης «συνεργασίας των τάξεων» ή της «εθνικής ομοψυχίας», δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί την ύπαρξη αντίπαλων τάξεων, καθώς και οξυμμένων διαφορών ανάμεσα σε τμήματα της ίδιας της τάξης των καπιταλιστών, που αντανακλώνται σε πολιτικές διαφοροποιήσεις, όχι μόνο μεταξύ αστικών κομμάτων, αλλά και στους κόλπους του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος, όπως σήμερα εντός της ΝΔ.
Άλλωστε ο λεγόμενος «εθνικός διχασμός» ήταν κυρίως διχασμός ως προς την επιλογή των ξένων συμμάχων, που αφορούσε την ίδια την αστική τάξη και την πολιτική εκπροσώπησή της.
Αλλά και σε κρίσιμες στιγμές της καπιταλιστικής εξουσίας, όπως το φθινόπωρο 1944, την πάλη των τάξεων την έβλεπαν αστοί πολιτικοί όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, οι Βρετανοί σύμμαχοί τους, κι ας είχαν πολιτικές συμφωνίες με τα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ, όπως για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής το 1943, το 1944 τη Συμφωνία του Λιβάνου για τη συγκρότηση «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», τη Συμφωνία της Καζέρτας για αναγνώριση του Βρετανού στρατηγού ως επικεφαλής όλων των ενόπλων δυνάμεων και του ΕΛΑΣ.
Την πάλη των τάξεων αναδεικνύει συχνά και η πολιτική έρευνα αστικών επιτελικών κέντρων, όπως η μελέτη από τον Κ. Καψάσκη για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα της περιόδου 1940-1947, στηριγμένη στα βρετανικά αρχεία. Βέβαια είχε προηγηθεί το βιβλίο του καθηγητή Προκόπη Παπαστράτη, που μας τιμά με τη συμμετοχή του, για τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα την περίοδο 1940-1944.
Επιβεβαιώνεται περίτρανα ότι η πάλη μεταξύ αστικής τάξης και εργατικής μέσα σε μια χώρα αλλά και σ’ ένα σύνολο χωρών είναι αμείλικτη, είτε συνειδητοποιείται ως τέτοια από τους πολιτικούς φορείς της εργατικής τάξης και των κοινωνικών συμμάχων της είτε όχι. Και φυσικά ως τέτοια αμείλικτη πάλη για το «ποιος στην εξουσία» συνειδητοποιείται σε κάθε φάση και στιγμή από την πολιτικά έμπειρη αστική τάξη, ακόμα κι όταν κάνει ελιγμούς, όταν μιλά για «κοινωνική συνοχή», για «αντιφασιστικά μέτωπα» δυνάμεων από την αστική έως την εργατική τάξη αποκλείοντας «ακραίες» φασιστικές ή αναρχικές δυνάμεις ή όταν ωμά μιλά για «μαύρο και κόκκινο φασισμό» ή «ολοκληρωτισμό».
Το ίδιο καμιά αυταπάτη δεν έτρεφε π.χ. η αστική τάξη του Ην. Βασιλείου, των ΗΠΑ, όταν συμμετείχαν μαζί με τη Σοβιετική Ένωση σε συμμαχία ενάντια στον Άξονα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή όταν σε μεταπολεμικά χρόνια υιοθετούσαν το δόγμα και τις συμφωνίες για το συγκυριακό έλεγχο των πυρηνικών όπλων.
Διαχρονικά το αστικό πανεπιστήμιο συγκάλυπτε την ύπαρξη ταξικής πάλης
Η αστική διδασκαλία της Ιστορίας σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, αλλά ιδιαίτερα στην Κατώτερη και Μέση, πάντα έπασχε από την τάση παράκαμψης της σχέσης αιτίου – αιτιατού σε βάση υλική, πάντα αποσιωπούσε ή παραγνώριζε τη διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομίας – πολιτικής, κοινωνικής ομάδας – τάξης και προσωπικότητας. Σε αυτές τις βαθμίδες εκπαίδευσης πέρναγε πιο αβίαστα η εξήγηση γεγονότων συμπύκνωσης της κοινωνικής κίνησης αποδίδοντάς τα στο ρόλο της προσωπικότητας, π.χ. ο Χίτλερ κύριος υπεύθυνος της επιθετικότητας του Γ’ Ράιχ, της άγριας εγκληματικότητας απέναντι στους Εβραίους, στους Σλάβους κ.ά., ο Ελευθ. Βενιζέλος θετικά για τους αστικούς εκσυγχρονισμούς στην Ελλάδα, αρνητικά για την έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ή αποσιωπώντας πλέον την επαναστατική πλευρά του Μεγάλου Ναπολέοντα ως προς την επίδραση των πολέμων του στην Ευρώπη και όχι μόνο τη πλευρά της καταλήστευσής της, όπως εντόπιζε ο Φρ. Ένγκελς. Αποδίδουν το τέλος της «Ρωμαϊκής Δημοκρατίας» –όπως το χαρακτηρίζουν– σ’ ένα δικτάτορα, τον Ιούλιο Καίσαρα, κάνοντας προβολή στο σήμερα για να κρύψουν τις οικονομικές – κοινωνικές αντιφάσεις του καπιταλισμού στις ΗΠΑ και αλλού, με χαρακτηρισμούς όπως «Απολυταρχία Α.Ε.».
Η διδασκαλία της Ιστορίας στην εκπαίδευση πάντα έπασχε στην εξήγηση πολέμων, όχι με οικονομική – κοινωνική – ταξική ανάλυση και ανάδειξη ανάλογων αντιθέσεων στις επιδιώξεις, αλλά με «θρησκευτικές» αντιθέσεις, π.χ. Σταυροφορίες, θρησκευτικά σχίσματα, δολοπλοκίες στενά ηγετικού κινήτρου κ.ά.
Βέβαια στην πορεία, και με την ανάπτυξη της ιστορικής έρευνας και επιστήμης από τα σοσιαλιστικά κράτη, από τη Σοβιετική Ένωση, μέσα σ’ ένα μεταπολεμικό συσχετισμό που έφερε στα πανεπιστήμια και καθηγητές μαρξιστικής μόρφωσης, η πανεπιστημιακή ιστοριογραφία καπιταλιστικών κρατών γινόταν πιο αντικειμενική, τουλάχιστον για το βαθύτερο παρελθόν, το προγενέστερο του καπιταλισμού. Διορθώθηκαν ορισμένες χοντράδες π.χ. για το χαρακτηρισμό του Μεσαίωνα ως απόλυτη ακινησία ή για το χαρακτήρα των αστικών επαναστάσεων.
Ταυτόχρονα, ελάχιστα εγκαταλείφθηκε, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, η συνειδητή αδυναμία ανάδειξης της ζωής και δράσης των εκμεταλλευόμενων τάξεων σε μια ιστορική εποχή, π.χ. των δούλων σε σχέση με την προβολή της ιστορίας των δουλοκτητών που αφορά και το ποιοι συμμετείχαν στην περίφημη «Δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας». Αποσιωπά τις αντιθέσεις και μεταξύ των ταξικά διαφορετικών επαναστατημένων δυνάμεων, όπως αστικών αλλά και εργατικών – αγροτικών κατά τις αστικές επαναστάσεις, το χαρακτήρα των εμφυλίων πολέμων κατά την ελληνική αστική επανάσταση.
Ακόμα, περίοδοι έντονης ταξικής πάλης χαρακτηρίστηκαν «τρομοκρατία», π.χ. η Γιακωβίνικη περίοδος 1793-1794 στην επαναστατημένη Γαλλία ή η «Κόκκινη βία» στη Μακεδονία κατά την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και στη συνέχεια η «Λευκή τρομοκρατία» που εξαπολύθηκε ενάντια στο ΕΑΜ – ΚΚΕ μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Θα λέγαμε, πιο διαχρονικά το αστικό πανεπιστήμιο συγκάλυπτε την ύπαρξη ταξικής πάλης ή το πολύ-πολύ την εξαντλούσε ως τις αστικές επαναστάσεις. Κι αυτό γιατί η σύγχρονη συνειδητοποίηση της ταξικής πάλης από τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, από επιστήμονες εργατικής – λαϊκής καταγωγής μπορούσε να συμβάλλει στην ιδεολογική υπονόμευση της αστικής κυριαρχίας.
Ωστόσο, ακόμα και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν περιορισμένες οι δυνατότητες παιδιά της εργατικής τάξης να φτάσουν στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Τότε ήταν σχετικά πιο εύκολο να φτάσει κάποιο από τα πολλά παιδιά εκείνων των αγροτικών οικογενειών που τα κατάφερναν λίγο καλύτερα.
Έτσι, εκείνη την περίοδο μια ορισμένη αντικειμενικότητα ακόμα και στη μέθοδο των κοινωνικών επιστημών ήταν απαραίτητη και για τα παιδιά της αστικής τάξης, που έπρεπε να γνωρίζουν τον ταξικό τους αντίπαλο, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του.
Από την άλλη, υπήρχε αντικειμενικά μεγάλη δυνατότητα αφομοίωσης των αγροτικής (βέβαια και των πιο περιορισμένης εργατικής) καταγωγής επιστημόνων, η δυνατότητα «ν’ αλλάξουν» τάξη υπηρετώντας επιτελικά εκπαιδευτικούς κι άλλους μηχανισμούς του αστικού κράτους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν και κίνητρα μιας πιο αντικειμενικής υλικής προσέγγισης. Για παράδειγμα, το ελληνικό αστικό κράτος, προκειμένου ν’ αναβαθμίσει την περιφερειακή ή διεθνή θέση του, κατηύθυνε ιστορική έρευνα και μελέτη για την ανάδειξη της συσσώρευσης κεφαλαίου από εφοπλιστές με έδρα την Ελλάδα, συνέβαλε να ξεπεραστούν ιδεολογήματα περί ανύπαρκτης ή απόλυτα εξαρτημένης ελληνικής αστικής τάξης.
Ωστόσο, στις τελευταίες 10ετίες του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στον 21ο, η σχετικά πιο μαζική ένταξη παιδιών της εργατικής τάξης και λαϊκών μεσαίων στρωμάτων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση ακολουθούσε την τάση άμεσης και πολύπλευρης ένταξης της επιστήμης στην παραγωγή. Δηλαδή πολύ πιο μαζικά επιστήμονες εργάζονται ως μισθωτοί του κεφαλαίου, σ’ ερευνητικά κέντρα μονοπωλίων. Περιορίζεται όλο και περισσότερο ο επιτελικός τους ρόλος και αυξάνει ο επιστημονικός μεν αλλά σε μεγάλο βαθμό εκτελεστικός χαρακτήρας της εργασίας τους.
Όλες αυτές οι αντικειμενικές αλλαγές σ’ επίπεδο καπιταλιστικής παραγωγής, οικονομίας, όξυναν την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, ενίσχυσαν την πιο άμεση διασύνδεση έρευνας/χρηματοδότησης και λειτουργιών των πανεπιστημίων με τα μονοπώλια, με ιμπεριαλιστικές ενώσεις όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ. Απαιτούσαν την ανάλογη ιδεολογική κάλυψή τους κι επομένως επέφεραν αφάνταστη αντιδραστικοποίηση στη γνωστική, διδασκαλική, ακόμα και ερευνητική μέθοδο, αυτήν που απευθύνεται στις μάζες των επιστημόνων – εκτελεστών και όχι βέβαια στην ελίτ των επιστημόνων – επιτελικών.
Σημαντική μεθοδολογική οπισθοχώρηση προς τον άκρατο ιδεαλισμό και υποκειμενισμό
Σήμερα, σε σημαντικό μέρος των κοινωνικών επιστημών, μεταξύ αυτών και της Ιστορίας, υπάρχει σημαντική μεθοδολογική οπισθοχώρηση προς τον άκρατο ιδεαλισμό και υποκειμενισμό, προς τη λεγόμενη «μετανεωτερικότητα», ακόμα και τον ανορθολογισμό, τη συνειδητή στρέβλωση γεγονότων. Ωστόσο, επειδή το πανεπιστήμιο –όπως είπαμε– είναι παραγωγός νέας γνώσης, έρευνας, ανάπτυξης των επιστημών, είχε και τη σχετική αυτοτέλειά του σε αυτή την κατεύθυνση. Έχει ακόμα τους «περιορισμούς» του απέναντι σε τρέχουσες κυβερνητικές πολιτικές σκοπιμότητες, που βέβαια όσο το καπιταλιστικό σύστημα βυθίζεται στις αντιφάσεις και στ’ αδιέξοδά του, τόσο χάνεται αυτή η επιστημονική αυτοτέλεια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Σήμερα αντιμετωπίζουμε πολύ πιο οξυμένα προβλήματα, μέσα από νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις που ανάγουν σε κυρίαρχη την αποσπασματικότητα, το επιμέρους και υποκειμενικό ως κίνητρο της δράσης και κατ’ επέκταση το σπρώξιμο της έρευνας στο ατομικό περιστατικό, την επιφανειακή εξήγηση γεγονότων – κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων ως βεντέτες, την πλήρη αποσιώπηση ταξικών κινήτρων.
Αντιμετωπίζουμε νέα ρεύματα αναθεώρησης της Ιστορίας του 20ού αιώνα, που τολμούν να διαγράψουν αναγνωρισμένες ιστορικές καταστάσεις, όπως τον αποφασιστικό στρατιωτικό ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στην ήττα του Άξονα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή το ρόλο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΛΑΝ υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ, στον απελευθερωτικό ένοπλο αγώνα στην Ελλάδα. Εμφανίζουν την επίθεση του ΕΔΕΣ, των Ταγμάτων Ασφαλείας, Χιτών κλπ. σε τμήματα του ΕΛΑΣ, ως προϊόντα ατομικών – ομαδικών διαφορών κ.ά.
Στην αντιμετώπιση των αντιεπιστημονικών μεθόδων και του ιστορικού αναθεωρητισμού είναι σημαντική η συμβολή καθηγητών όπως ο Προκόπης Παπαστράτης, ο Περικλής Παυλίδης και η Ειρήνη Λαγάνη, που μας τιμούν με τη συμμετοχής τους στη διημερίδα. Παρά τις όποιες διαφορές μας στην αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων, κόντρα στο ρεύμα, επέμειναν με επιστημονική αρτιότητα να ασχολούνται με περιόδους και θεματολογίες σημαντικές για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις και τους αγώνες τους, ενώ συνέβαλαν και στο να εκπονηθούν πολλές έρευνες σε αυτή την κατεύθυνση.
Το Κόμμα μας αναγνωρίζει κάθε τέτοια ενέργεια, τη στηρίζει με την πολιτική του δράση.
Η επαναστατική δύναμη της κομμουνιστικής ιδεολογίας στηρίζεται στην έγκαιρη ενσωμάτωση των επιστημονικών επιτευγμάτων
Στην υπεραιωνόβια Ιστορία του, το ΚΚΕ πάντα επιδίωκε ουσιαστική επικοινωνία με τη ριζοσπαστική διανόηση. Το ΚΚΕ μελέτησε – αξιοποίησε το έργο της ριζοσπαστικής διανόησης αλλά και ταυτόχρονα την τροφοδότησε με τη δράση του ως μπροστάρης ταξικών αγώνων. Την τροφοδότησε με τη δουλειά του γι’ ανάπτυξη και διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, η οποία δεν αποτελεί ένα κλειστό δόγμα, όπως ισχυρίζονται οι πλέον συνειδητοί συκοφάντες ή οι αφελώς επηρεαζόμενοι. Αντίθετα η επαναστατική δύναμη της κομμουνιστικής ιδεολογίας στηρίζεται στην έγκαιρη ενσωμάτωση των επιστημονικών επιτευγμάτων, ώστε η επαναστατική πολιτική πράξη, το εργατικό – λαϊκό κίνημα συνειδητά ν’ αξιοποιούν όλες τις δυνατότητες της κοινωνικής ανατροπής και προόδου.
Αυτό πονά τους καπιταλιστές και τα κέντρα εξουσίας τους, ότι οι επιστήμες –φυσικές και κοινωνικές, σε μακρύ παρελθόν ή πρόσφατα συγκροτημένες– σε καμιά περίπτωση δεν τεκμηριώνουν το ανιστόρητο και αντιεπιστημονικό αφήγημα της αστικής ιδεολογίας για το διηνεκές, «αέναο» και αναντικατάστατο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, της αντίστοιχης οικονομικής λειτουργίας και δομής όλης της κοινωνίας, από την εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία, τη στέγαση και μετακίνηση έως το Δίκαιο, τον πολιτισμό.
Ο αμοραλισμός, ο υποκειμενισμός στην ανάλυση, η έλλειψη συνθετικής – κριτικής σκέψης, η αποκλειστική προσήλωση στο επιμέρους, η έλλειψη ελέγχου της προσβάσιμης ογκώδους πληροφόρησης κ.ά. είναι προϋποθέσεις για τη χειραγώγηση των συνειδήσεων σε συνθήκες υποτίθεται πιο γενικής μόρφωσης, πολύ συγκεντρωμένης παραγωγής, με πολύ πιο φανερό πλέον τον παρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλιστή – μετόχου χαρτιών απομακρυσμένου κι από την οργάνωση και διοίκηση της συγκεντρωμένης παραγωγής.
Τους τρομάζει η επιστημονική τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και δυνατότητας για το πέρασμα σ’ ένα ανώτερο κοινωνικό – οικονομικό – πολιτικό σχηματισμό, το σοσιαλισμό – κομμουνισμό που εμπνέει και εργάτες του πνεύματος, της τέχνης.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι ως κόμμα τα κάναμε όλα καλά, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε περιόδου, του αντικειμενικού συσχετισμού της ταξικής πάλης, των απαιτήσεων αλλά και των δυνατοτήτων της. Και σίγουρα οι όποιες αδυναμίες μας καθρεφτίστηκαν και στις ιστοριογραφικές μας προσεγγίσεις.
Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι συλλογικά ήμασταν αφοσιωμένοι στην εργατική – λαϊκή αλήθεια κι όταν παρεκκλίναμε δεν ήταν από προδοσία. Γι’ αυτό τολμήσαμε και τολμούμε να εντοπίζουμε τα λάθη μας, να τ’ αναγνωρίζουμε δημόσια με στόχο την προώθηση της ταξικής αλήθειας ως στοιχείο ανάπτυξης της επαναστατικής πολιτικής.
Η δεκαετία του 1940 συγκέντρωσε και συγκεντρώνει την προσοχή μας, γιατί συμπύκνωσε την κοινωνική εξέλιξη σε μεγάλα γεγονότα, ανοδικές και καθοδικές φάσεις: πόλεμο – κατοχή – αντίσταση – απελευθέρωση – επαναστατική κατάσταση – λάθη/απαράδεκτοι συμβιβασμοί με τον ταξικό αντίπαλο υπό το πρίσμα μιας γενικότερης συμβιβαστικής πολιτικής συνεργασίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος με μέρος των αστικών δυνάμεων – οργάνωση όμως του ταξικού αγώνα, έστω και καθυστερημένα, χωρίς υποταγή. Γι’ αυτό το ΚΚΕ κατόρθωσε να μείνει όρθιο σε νέα δύσκολη περίοδο, αυτή της αντεπαναστατικής ανατροπής του πρώτου ιστορικού κύκλου σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Κατόρθωσε εν τέλει να μη σπάσει την ιστορική του συνέχεια.
Ως ΚΚΕ τολμήσαμε μέσω της ιστορικής διερεύνησης να επανεκτιμήσουμε λαθεμένες θεωρήσεις, εκτιμήσεις, πολιτικές πράξεις, χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το Κόμμα μας ήταν οργανικά δεμένο τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και ως μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς αλλά και ακολουθώντας τη στρατηγική γραμμή της αυτοδιάλυσής της.
Θεωρούμε ότι η μελέτη της ιστορίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος με απόλυτο προσανατολισμό στη διαλεκτική σχέση επιστημονικότητας – ταξικότητας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη ενός νέου κύκλου εργατικών επαναστάσεων σε συνθήκες ταυτόχρονης οικονομικής και πολιτικής κρίσης της αστικής εξουσίας.
Σε αυτή την κατεύθυνση είναι ανοιχτό, ανεξάντλητο το πεδίο της ιστορικής έρευνας, μελέτης, πηγαίνοντας και πιο πίσω, στην πρώτη περίοδο συγκρότησης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, στον 19ο αιώνα. Για παράδειγμα, οι γενικές αλλά και ειδικές συνθήκες στην εξέλιξη εθνοτήτων, λαοτήτων σε αστικά έθνη – κράτη σε σχέση με τη διαμόρφωση επαναστατικής στρατηγικής του εργατικού κινήματος μετά τις ευρωπαϊκές επαναστατικές συνθήκες του 1848-1850, αποδείχθηκε ένα πιο σύνθετο θεωρητικό και σε τελευταία ανάλυση πολιτικό ζήτημα, που μπορεί καλύτερα να φωτιστεί από την ιστορική έρευνα.
Ο εμπλουτισμός της επαναστατικής θεωρίας είναι προϋπόθεση για την ανεπίστρεπτη νίκη του σοσιαλισμού
Ο εμπλουτισμός της επαναστατικής θεωρίας είναι προϋπόθεση για την ανεπίστρεπτη νίκη του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό κατά τον 21ό αιώνα.
Παράλληλα θεωρούμε ως απαραίτητη προϋπόθεση και τη γρήγορη –σε βάθος κι έκταση– αφομοίωση των συμπερασμάτων από το συνολικό κομματικό και ΚΝίτικο δυναμικό, θα λέγαμε και από ευρύτερες δυνάμεις εργαζομένων, σπουδαστών – φοιτητών, νέων επιστημόνων, μισθωτών ή αυτοαπασχολούμενων.
Οι σημερινές συνθήκες των αρκετά γενικευμένων και κλιμακούμενων ιμπεριαλιστικών πολέμων δεν αφήνουν περιθώρια καθυστερήσεων.
Το σημερινό ΚΝίτικο και ευρύτερα ριζοσπαστικό φοιτητικό δυναμικό, το νεώτερων ηλικιών εργατικό δυναμικό, πολύ γρήγορα θα πρέπει ν’ αφομοιώσει όλη την πείρα από την εργατική – λαϊκή οργάνωση σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου, είτε λόγω συμμετοχής του αστικού κράτους στην εξαπόλυσή του είτε υφιστάμενου κατοχή.
Το πολιτικό συμπέρασμα – γραμμή ταξικής πάλης είναι ένα: οργάνωση της πάλης ενάντια στον εγχώριο και στον ξένο ταξικό αντίπαλο, ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία, γιατί αυτή ευθύνεται σε όλες τις παραλλαγές του πολέμου, σήμερα κι από τις δυο μεριές του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και σε έδαφος της Ρωσίας. Ευθύνεται για το Παλαιστινιακό ζήτημα και τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις του Ισραήλ με στήριξη ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ και Ελλάδας μέσα σ’ αυτές τις συμμαχίες. Ευθύνεται για τη συμβιβαστική διαπραγματευτική γραμμή απέναντι στις διεκδικήσεις της Τουρκίας επί ελληνικής επικράτειας, χερσαίας και θαλάσσιας. Ευθύνεται για το άλυτο Κυπριακό ζήτημα, επίσης προϊόν των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, για τις πολιτικές επιλογές της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλο και πιο ενεργητική στήριξη των ιμπεριαλιστικών σχεδίωνΙσραήλ – ΝΑΤΟ – ΗΠΑ.
Τα συμφέροντα όλων των λαών, δηλαδή τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων –βιοτεχνών, αυτοαπασχολούμενων, αγροτών, ριζοσπαστικής διανόησης– Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου, Ισραήλ, Παλαιστίνης, Λιβάνου, Ιράν, βαλκανικών χωρών κλπ., τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών δυνάμεων βρίσκονται από τη μια πλευρά της Ιστορίας, ενάντια στα συμφέροντα της άλλης πλευράς που δεν είναι οι διαφορετικές εθνότητες και πολιτισμοί, αλλά είναι το κεφάλαιο, τα μονοπώλια χρωματισμένα με εθνική χροιά, που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, που θυσιάζουν εργατικές – λαϊκές δυνάμεις – ζωές για τα κέρδη τους.
Ευελιξία, δηλαδή τακτική στον ταξικό αγώνα σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να οδηγεί σε πολιτικές συμμαχίες με τον ταξικό αντίπαλο ή μέρος του, σε ιδεολογικοποίηση κάποιας αναγκαίας συγκυριακής «συμφωνίας» ως ρήγμα στις διεθνικές αστικές συμμαχίες, ως «κέρδισμα χρόνου» ή άλλο θεμιτό τρέχον μέσο στην υπηρεσία του ταξικού αγώνα για κατάκτηση ή και διατήρηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.
Αυτές οι μέρες, ακόμα περισσότερο η επερχόμενη χρονιά, δίνουν μια συμβολική επέτειο, τα 80 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, που είχε καθιερωθεί και ως νίκη των λαών επί του ναζισμού – φασισμού, που η ΕΕ φρόντισε να την αναθεωρήσει ως νίκη απέναντι στους δήθεν ολοκληρωτισμούς, μαύρου και «κόκκινου», όπως χαρακτήριζε το σοσιαλιστικό κράτος.
Λόγω της επιδείνωσης του παγκόσμιου συσχετισμού της ταξικής πάλης, η αστική ιδεολογία έγινε πιο ωμή και πιο απροκάλυπτα ειλικρινής, αλλά και από την πλευρά της καπιταλιστικής πλέον Ρωσίας δημοσιεύεται αρχειακό υλικό από τις διαπραγματεύσεις των ηγετών των μερών της τότε αντιφασιστικής συμμαχίας ΗΠΑ – Ην. Βασιλείου – Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, απ’ όλες τις μεριές αποκτούμε μεγαλύτερη προσβασιμότητα στο πώς ταξικά αντίπαλα κράτη διαπραγματεύονταν για την «κοινωνική – πολιτική τύχη – το μέλλον» χωρών που είχαν υποστεί την ξένη εισβολή – κατοχή, ή και για το μέλλον χωρών, όπως της Γερμανίας, που η καπιταλιστική εξουσία τους είχε ξεκινήσει τον πόλεμο – την κατοχή – προσάρτηση άλλων χωρών.
Είναι πεδίον δόξης λαμπρόν η ιστορική διερεύνηση, η σε βάθος διερεύνηση – εξήγηση όλων των παραμέτρων, όλων των δεδομένων, η αντικειμενική εκτίμηση όλων των παραγόντων που διαμόρφωναν το συσχετισμό μεταξύ αντίπαλων ταξικών δυνάμεων, αλλά και η αντικειμενική εκτίμηση του υποκειμενικού παράγοντα, των λαθών του, η εξαγωγή συμπερασμάτων, έργο με το οποίο το ΚΚΕ ασχολείται συστηματικά. Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί από τη Σύγχρονη Εποχή η ανανεωμένη – συμπληρωμένη έκδοση Ντοκουμέντα των Συμμαχικών Διασκέψεων του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου. Γιάλτα – Μόσχα – Τεχεράνη – Πότσδαμ, με εκτεταμένη εισαγωγή του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ απέρριψε και απορρίπτει, πολεμά την αστική και οπορτουνιστική στρέβλωση/παρερμηνεία λαθών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά τόλμησε και τολμά την επανεξέταση εφαρμοσμένων πολιτικών γραμμών, όπως της «ειρηνικής συνύπαρξης καπιταλιστικών – σοσιαλιστικών κρατών» ή της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ για γενικευμένη διαπραγμάτευση με ΗΠΑ – Ην. Βασίλειο για τη λεγόμενη «διαμόρφωση σταθερών ειρηνικών καθεστώτων» με τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η ζωή είναι αμείλικτος κριτής, αλλά εκ των υστέρων, όταν έχει ολοκληρωθεί μια πορεία, όταν έχει κλείσει ένας ιστορικός κύκλος. Όχι μόνο ουτοπία ήταν η «ειρηνική συνύπαρξη καπιταλιστικών – σοσιαλιστικών κρατών», αλλά ούτε «σταθερή συνύπαρξη καπιταλιστικών κρατών» δεν μπορεί να υπάρχει.
Σχεδόν 35 χρόνια μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών κρατών, και χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, πυκνώνουν και γενικεύονται οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, οι αλλαγές συνόρων, οι αποσχίσεις – προσαρτήσεις εδαφών, ο αριθμός σκοτωμένων, μάχιμων και αμάχων, προσφύγων, οι καταστροφές στοιχειωδών κοινωνικών υποδομών, όπως σχολείων, νοσοκομείων, ύδρευσης κ.ά.
Η ιστορία του 20ού αιώνα μπορεί πιο αποφασιστικά να γίνει πηγή ταξικής πολιτικής αφύπνισης, χωρίς θολές αριστερές ή σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές παραπλανήσεις, που δεν πρέπει να τις υποτιμάμε παρά την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.
Για την ΚΕ του ΚΚΕ και πιο ειδικά για το Τμήμα Ιστορίας της, κατόπιν Απόφασης του 21ου Συνεδρίου του, σ’ εξέλιξη βρίσκεται η μελέτη – συγγραφή της Ιστορίας του για την περίοδο 1974-1991, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τις ανατροπές των κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Έχει όμως τη δική της σημασία για την εξαγωγή χρήσιμων, διαχρονικών συμπερασμάτων για τη σημασία της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα λαϊκά μεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και όχι οι πολιτικές συνεργασίες όπως του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες, η ρεφορμιστική γραμμή στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στο φοιτητικό κ.ά.
Η αντεπανάσταση, όπως πρόβλεψε το ΚΚΕ, δεν έφερε μόνο πολύ πόνο, αλλά πολύ σύγχρονο σκοταδισμό, γενική ιδεολογική οπισθοδρόμηση, μια έκφραση της οποίας είναι και η αμφισβήτηση ακόμα και βιολογικών καταστάσεων με θεωρίες – ιδεολογήματα που διοχετεύονται από πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Δεν αμφισβητούμε τη νέα πολύ μεγάλη πρόοδο των φυσικών επιστημών και των εφαρμογών τους, τη νέα βιομηχανική επανάσταση, την Τεχνητή Νοημοσύνη.
Είναι στοιχεία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που στα χέρια του κεφαλαίου, του μονοπωλιακού ανταγωνισμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο σε βάρος της κοινωνικής ευημερίας, αλλά και για καταστροφή μέρους των παραγωγικών δυνάμεων, προκειμένου να διατηρηθεί το ιστορικά παρωχημένο σύστημα στη βάση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, που οι νέες επιστημονικές – τεχνολογικές δυνατότητες του δίνουν σύγχρονα μέσα χειραγώγησης των μαζών.
Σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο αυτό το πολύ μεγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον υπερώριμο υλικό παράγοντα για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και στην αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα να συγκροτηθεί σε επαναστατική κατεύθυνση, φαινόμενο που ως τέτοιο δεν προβλέφθηκε από τους Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, παρά μόνο από τον Λένιν, προβλέποντας και χαράσσοντας επαναστατική στρατηγική για τη συγκριτικά πιο καθυστερημένη Ρωσία.
Η καλλιέργεια διαλεκτικής – υλιστικής ερευνητικής σκέψης είναι προϋπόθεση διάσωσης της κοινωνικής έρευνας
Φίλες και φίλοι,
συντρόφισσες και σύντροφοι.
Εδώ και χρόνια το ΚΚΕ χρησιμοποιεί το σύνθημα «Η γνώση είναι δύναμη», χωρίς να κρύβουμε και τις δικές μας αδυναμίες στη συστηματική δράση με βάση τη νομοτελειακή διαλεκτική σχέση μεταξύ «επαναστατικής θεωρίας – επαναστατικής πράξης».
Η καλλιέργεια διαλεκτικής – υλιστικής ερευνητικής σκέψης είναι προϋπόθεση διάσωσης της κοινωνικής έρευνας, της διαμόρφωσης – ανάπτυξης και νέων αλλά πραγματικών πεδίων κοινωνικών επιστημών και όχι ιδεολογημάτων διάσωσης της αστικής ιδεολογίας από τις συνέπειες της κρίσης του συστήματος, ζήτημα στο οποίο θα υπάρξουν εξειδικευμένες εισηγήσεις.
Φιλοδοξούμε η διημερίδα μας να φωτίσει τη διαπάλη στο έδαφος της ιστορικής επιστήμης, να ενισχύσει την αντικειμενικότητα στη διδασκαλία, μελέτη, έρευνα, να αναζωογονήσει – ανατροφοδοτήσει τη σχέση του ΚΚΕ με μαρξιστές ιστορικούς ή γενικότερα με ιστορικούς που δεν προδίδουν την επιστημονικότητα.