«Στοίχημά μας είναι να μετατρέψουμε αυτήν τη δεκαετία σε περίοδο επιτυχημένου παραγωγικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας, με ισχυροποίηση της βιομηχανίας και αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων», έλεγε από το βήμα πρόσφατης εκδήλωσης ο υπουργός Ανάπτυξης, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι «κάθε Περιφέρεια πρέπει να έχει το δικό της σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση».
Η εκδήλωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και καρικατούρα των «περιφερειακών αναπτυξιακών συνεδρίων» που οργανώθηκαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τα οποία, σύμφωνα με στελέχη του, άφησαν «παρακαταθήκη» στη ΝΔ ένα «ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο». Με το σχέδιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν μια «πιο δίκαιη ανάπτυξη», η οποία αποδείχθηκε ανέκδοτο – και μάλιστα κρύο – για τον λαό.
Τώρα η ΝΔ επανέρχεται και δεσμεύεται για «σύγκλιση των εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής των Ελλήνων με τον μέσο όρο των Ευρωπαίων», αλλά και για «μείωση στο εσωτερικό των περιφερειακών, ενδοπεριφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων». Με λίγα λόγια, υποδύεται τον αλχημιστή που βρήκε το …ελιξήριο για να συγκεράσει τα κέρδη με τη λαϊκή ευημερία και να λύσει ταυτόχρονα όλες τις αντιθέσεις και ανισομετρίες του καπιταλισμού.
Το παραμύθι, όμως, ούτε και τώρα έχει δράκο… Μια ματιά στα υλικά με τα οποία χτίζει η κυβέρνηση το «νέο παραγωγικό μοντέλο» – και μάλιστα σε συνθήκες που κλιμακώνεται η πολεμική προπαρασκευή και η οικονομία της ΕΕ οδεύει προς νέα κρίση – επιβεβαιώνει ότι τίποτα καλό δεν έχει να περιμένει ο λαός. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: Τον περιμένουν νέες μεγάλες φουρτούνες και θυσίες, για να αυγαταίνουν τα κέρδη μιας χούφτας επιχειρηματικών ομίλων.
Η προίκα για τον παραγωγικό μετασχηματισμό – δίπλα στα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης – είναι 3 δισ. ευρώ «σε χρηματοδοτικά εργαλεία και κίνητρα για στρατηγικές και μεγάλες επενδύσεις», 300 εκατ. ευρώ «σε κίνητρα για την έρευνα και την καινοτομία» και 350 εκατ. ευρώ «για την αναβάθμιση των ερευνητικών και τεχνολογικών ινστιτούτων».
Δηλαδή πάνω από 3,5 δισ. κρατική στήριξη, που θα τα πληρώσει μέχρι τελευταίας δεκάρας από την τσέπη του ο λαός, θα καταλήξουν την επόμενη δεκαετία στην …επενδυτική χοάνη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, για να εκσυγχρονίσουν υποδομές, να κάνουν συγχωνεύσεις και εξαγορές, να ενσωματώσουν τα αποτελέσματα της τεχνολογίας και της έρευνας προς όφελος της κερδοφορίας τους.
Ορισμένα «υποκεφάλαια» αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού είναι επίσης αποκαλυπτικά: Ο υφιστάμενος «αναπτυξιακός» νόμος «εμπλουτίζεται» με επιπλέον 1 δισ. ευρώ για να στηρίξει «επενδυτικές προτάσεις στον Τουρισμό, στη Μεταποίηση, στην Αγροδιατροφή και στη γενική επιχειρηματικότητα». Οι κλάδοι – χρυσωρυχεία για το κεφάλαιο, με τις χειρότερες εργασιακές γαλέρες, «ακονίζουν μαχαίρια» για έναν νέο κύκλο προνομίων και επιδοτήσεων.
Προκηρύσσεται επίσης «καθεστώς μεγάλων επενδύσεων 150 εκατ. ευρώ σε φοροαπαλλαγές για το καθεστώς των μεγάλων επενδύσεων άνω των 10 εκατ. ευρώ». Ετσι «πιάνουν τόπο» τα πλεονάσματα που καταγράφει ο προϋπολογισμός από εξάμηνο σε εξάμηνο, από το σάπισμα του λαού στους φόρους! Κατά τ’ άλλα «συνεχίζεται με 200 εκατ. ευρώ η στήριξη της φαρμακοβιομηχανίας», που έκλεψε άλλα 30 εκατ. ευρώ από τους ασθενείς με τον τελευταίο κύκλο αυξήσεων στα φάρμακα.
Το μόνο που «μετασχηματίζεται», λοιπόν, είναι οι χίλιοι τρόποι που αξιοποιούν το κράτος, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις της για να στηρίζουν τα κέρδη των ομίλων, στέλνοντας τον λογαριασμό στον λαό. Ολα τα «μοντέλα» τους έχουν κοινό παρονομαστή την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, την καταλήστευση του λαϊκού εισοδήματος, τη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση ζωτικών λαϊκών αναγκών, την κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οδηγούν σε πολεμική ανάφλεξη.
Ο λαός δεν έχει χρόνο για άλλες αυταπάτες και αναμονές. Είναι η ώρα για την ανασυγκρότηση των δικών του δυνάμεων, με ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και βάθεμα της κοινωνικής συμμαχίας. Ωρα μαχητικής διεκδίκησης και σύγκρουσης για σύγχρονα δικαιώματα, με σχέδιο για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, της κοινωνικοποιημένης παραγωγής με εργατικό έλεγχο και κεντρικό σχεδιασμό, τον μόνο δρόμο που μπορεί να εξασφαλίσει την πραγματική λαϊκή ευημερία.
Αναδημοσίευση από τη στήλη «Η Άποψή μας» του «Ριζοσπάστη», Παρασκευή 1 Νοέμβρη 2024