Τη κρίσιμη θέση που τα Δυτικά Βαλκάνια αποκτούν όλο και περισσότερο στην αναμέτρηση ΕΕ και ΝΑΤΟ με τη Ρωσία ανέδειξε η προχτεσινή Σύνοδος ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων, της οποίας η διακήρυξη κάνει ρητή αναφορά στους δύο πολέμους που καταγράφουν την όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, μεγαλώνοντας και την ανάγκη για διασφάλιση γεωπολιτικής επιρροής ειδικά σε κρίσιμα σταυροδρόμια, όπως αυτό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
«Στο πλαίσιο της ριζικής αλλαγής της παγκόσμιας γεωπολιτικής κατάστασης, του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, καθώς και της έναρξης του νέου κύκλου ηγεσίας της ΕΕ, η στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Δυτικών Βαλκανίων είναι σημαντικότερη από ποτέ», σημειώνει η διακήρυξη, υποστηρίζοντας ότι «η διεύρυνση αποτελεί γεωστρατηγική επένδυση στην ειρήνη, στην ασφάλεια, στη σταθερότητα και στην ευημερία». Υποστηρίζει, δε, ότι «το γεωπολιτικό πλαίσιο στην Ευρώπη απαιτεί ενότητα και αλληλεγγύη από όλους μας, προς αταλάντευτη στήριξη της Ουκρανίας και προς υπεράσπιση της βασισμένης σε κανόνες διεθνούς τάξης (σ.σ. δηλαδή του ενδοϊμπεριαλιστικού συσχετισμού δυνάμεων έτσι όπως αποτυπώνεται σήμερα στους διεθνείς οργανισμούς)». Προσθέτει όλο νόημα ότι «η συμπαράταξη με την ΕΕ παραμένει σαφής ένδειξη του στρατηγικού προσανατολισμού των εταίρων μας των Δυτικών Βαλκανίων».
Την ίδια στιγμή και με δεδομένες καθυστερήσεις που παραμένουν στη διευθέτηση διμερών τριβών, επισημαίνεται ότι «εξακολουθούν να απαιτούνται περαιτέρω αποφασιστικές προσπάθειες για την προώθηση της συμφιλίωσης και της περιφερειακής σταθερότητας, καθώς και για να εξευρεθούν και να υλοποιηθούν οριστικές, συμπεριληπτικές και δεσμευτικές λύσεις σε περιφερειακές διμερείς διαφορές». Ειδική μνεία γίνεται στην ανάγκη για εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Πρίστινας και Βελιγραδίου, με τις Βρυξέλλες να υπενθυμίζουν ότι «προϋπόθεση για τη στήριξη στο πλαίσιο της διευκόλυνσης μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης για τα Δυτικά Βαλκάνια είναι τα μέρη να συνεργάζονται εποικοδομητικά με μετρήσιμη πρόοδο και απτά αποτελέσματα για την εξομάλυνση των σχέσεών τους».
Φυσικά, η διακήρυξη δεν παρέλειψε να καλέσει τους εταίρους «των Δυτικών Βαλκανίων που δεν το έχουν πράξει ακόμη, να σημειώσουν ταχεία και σταθερή πρόοδο προς την πλήρη ευθυγράμμισή τους με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ και την εφαρμογή της, μεταξύ άλλων με τα περιοριστικά μέτρα της ΕΕ και την επιβολή τους.
Από τη μεριά του, ο νέος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, διαφήμισε ιδιαίτερα το «Αναπτυξιακό σχέδιο για τα Δυτικά Βαλκάνια» ως «πραγματικό κρίκο αλλαγής του παιχνιδιού» (βλ. προσδοκίες για προβάδισμα ευρωενωσιακών μονοπωλίων σε κρίσιμα πεδία και κλάδους), υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι «δεν υπάρχει άλλη περιοχή στον κόσμο στην οποία η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει επενδύσει τόσο πολλούς πόρους – οικονομικούς πόρους, ανθρώπινους πόρους και εμπειρογνωμοσύνη.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η περισσότερη ολοκλήρωση χτίζει πραγματική στρατηγική εταιρική σχέση». Δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι «ορισμένες προκλήσεις επιμένουν» και «διμερείς διαφορές και διλήμματα γειτόνων πρέπει ακόμη να αντιμετωπιστούν».
Από τη μεριά της, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με φόντο διάφορες «επιφυλάξεις» για τον βαθμό ετοιμότητας των βαλκανικών κρατών να ενταχθούν στην ΕΕ, είπε ότι «τα μελλοντικά κράτη – μέλη πρέπει να προετοιμαστούν για τις ευθύνες της ιδιότητας μέλους. Αλλά, ταυτόχρονα, η ΕΕ πρέπει να προσαρμοστεί για να φιλοξενήσει μια μεγαλύτερη οικογένεια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στις αρχές αυτής της εντολής, η Επιτροπή θα επανεξετάσει τις κύριες πολιτικές της ανά τομέα».
Περιμένει εφαρμογή όσων συμφωνήθηκαν η Σόφια
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανακοινώθηκε ότι μέσα στο 2025 η περιοχή θα φιλοξενήσει για πρώτη φορά Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, που συγκεκριμένα θα γίνει στα Τίρανα.
Πάντως, δυσκολίες στη διεύρυνση θα παραμείνουν, όπως υπονόησε και η τοποθέτηση του Βούλγαρου πρωθυπουργού, Ντιμίταρ Γκλάβτσεφ, ο οποίος είπε ότι η Σόφια δεν θα υποχωρήσει από τους όρους της αναφορικά με την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην ΕΕ και θα επιμείνει στην υλοποίηση της συμφωνίας του 2022. Σύμφωνα με αυτή, τα Σκόπια πρέπει να κάνουν αλλαγές στο Σύνταγμά τους, ώστε π.χ. να αναγνωρίσουν την ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας στη Βόρεια Μακεδονία.