Την εφ’ όλης της ύλης ατζέντα στις διαπραγματεύσεις για τα Ελληνοτουρκικά σκιαγράφησε έμμεσα ο Κυρ. Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον «Alpha» το βράδυ της Τετάρτης.
Οπως είπε, «είμαστε μακριά» από το «ενδεχόμενο» προσφυγής στη Χάγη, όμως στο ενδιάμεσο «προχωράμε σε αμοιβαία ωφέλιμες συμφωνίες» και «διερευνούμε αν μπορούμε να προσδιορίσουμε το πλαίσιο για να συζητήσουμε τη μία και μόνη διαφορά την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι έχει με την Τουρκία, η οποία είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Στην επισήμανση του δημοσιογράφου ότι «ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα χωρίς χωρικά ύδατα είναι πολύ δύσκολο να συζητηθεί», ο πρωθυπουργός απάντησε ως εξής: «Αν η Τουρκία προσερχόταν – που δεν το κάνει αυτή τη στιγμή – με σκοπό να συζητήσει πράγματι το ζήτημα της οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας και να μην βάλει στο τραπέζι ζητήματα “γκρίζων ζωνών”, ζητήματα αποστρατικοποίησης, ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, προφανώς και η ελληνική κυβέρνηση θα συζητούσε (…) προφανώς και θα ήμασταν ανοιχτοί να κάνουμε συζήτηση».
Επιβεβαιώνει δηλαδή ότι στο τραπέζι του παζαριού βρίσκεται και το εύρος των χωρικών υδάτων και πρόσθεσε πως «αυτή είναι μία συζήτηση την οποία δεν θα την κάνω δημόσια», ενώ ισχυριζόταν λίγο πριν ότι δεν κάνει «μυστική διπλωματία».
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αποκάλυψε ότι «οι συναντήσεις κορυφής (σ.σ. σαν αυτή που βρέθηκε με τον Ερντογάν) έχουν κι αυτή τη χρησιμότητα, δεν είναι μόνο αυτά τα οποία συζητιούνται μέσα και επίσημα. Κατεξοχήν θα σας έλεγα ότι οι ανεπίσημες συζητήσεις είναι αυτές που έχουν τη μεγαλύτερη αξία».
Εξοπλισμοί για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ
Παραπέρα, επανέλαβε ότι «η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία επενδύει 3% του ΑΕΠ της στην άμυνα» και «αυτό μας φέρνει και σε μια πολύ σημαντική θέση συγκριτικού πλεονεκτήματος σε σχέση και με τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους μας, σε μια εποχή όπου η συζήτηση για την ενίσχυση της άμυνας αποκτά νέα δυναμική στην ΕΕ».
Εστιάζοντας π.χ. στα σχέδια αντιαεροπορικής κάλυψης (κι αφού και ο ίδιος παραδέχτηκε δημόσια ότι στην κυβέρνηση δέχτηκαν «πίεση να μεταφέρουμε συστοιχίες Patriot στην Ουκρανία»), είπε ότι «αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Γι’ αυτό και είναι λάθος να βλέπουμε κατ’ ανάγκη αυτές τις επενδύσεις μονίμως και μόνο μέσα από το πρίσμα τού τι γίνεται στην Τουρκία. Η συζήτηση για τη θωράκιση του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου έχει ξεκινήσει για τα καλά».
Είπε ακόμα ότι τα νέα αεροσκάφη της ΠΑ «προφανώς είναι ενταγμένα στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις, είναι όμως δυνητικά μέρος της ισχυρότερης συμμαχίας, η οποία δεσμεύεται από το άρθρο 5, το οποίο τι λέει; Οτι μία επίθεση κατά ενός μέλους του ΝΑΤΟ είναι επίθεση κατά όλων. Αυτή είναι η ουσιαστική αποτρεπτική δύναμη μιας τέτοιας συμμαχίας» τόνισε, επιβεβαιώνοντας ότι αυτά τα όπλα, πιλότοι, τεχνικοί, αεροσκάφη θα κληθούν να πολεμήσουν ακόμα και χιλιάδες μίλια από την πατρίδα στο πλαίσιο των δεσμεύσεων στη λυκοσυμμαχία.
Τέλος, εμφανίστηκε ως απολογητής του Τραμπ και όσων έχει πει για αύξηση των πολεμικών δαπανών των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ, προεξοφλώντας μάλιστα ότι «η συζήτηση πια δεν θα περιοριστεί στο 2%», η νόρμα του ΝΑΤΟ κάθε κράτος – μέλος να δαπανά ετησίως τουλάχιστον αυτό το ποσοστό του ΑΕΠ του για στρατιωτικές ανάγκες και σχεδιασμούς.
«Με τις ανάγκες τις οποίες έχουμε θα αυξηθεί και το όριο, είμαι σίγουρος, το οποίο θα ζητά το ΝΑΤΟ από όλα του τα μέλη, σε επίπεδο αμυντικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ», πρόσθεσε, προαναγγέλλοντας νέο ξεζούμισμα του λαού.
Με ψευτοδιλήμματα «αδράνεια ή σύγκρουση» στρώνεται ο δρόμος
«Στρατηγική επιλογή» της κυβέρνησης χαρακτήρισε την επιχειρούμενη «προσέγγιση» με την Τουρκία και ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης, σε χτεσινή ραδιοφωνική συνέντευξη. Ταυτόχρονα, έστειλε μήνυμα ότι «εάν η Τουρκία θελήσει να προχωρήσουμε σε μία συζήτηση (σ.σ. για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ), η Ελλάδα δεν έχει κανένα φοβικό σύνδρομο», αποκλείοντας τον δρόμο «της αδράνειας».
Επέμεινε ότι έτσι (με την «αδράνεια») «το μόνο που κάνουμε είναι να αναμένουμε την επόμενη ένταση και κρίση, η οποία νομοτελειακά θα έρθει», βάζοντας το ψευτοδίλημμα «συμβιβασμός ή σύγκρουση», όπου και τα δυο οδηγούν σε επικίνδυνες διευθετήσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Αλλωστε, μόνο «αδράνεια» δεν υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια, όπως φαίνεται από το Συμφωνητικό της Βέρνης, το Μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ, τους δεκάδες γύρους διερευνητικών επαφών, τις Συμφωνίες Μαδρίτης και Ελσίνκι, τις διμερείς συναντήσεις κορυφής στις συνόδους του ΝΑΤΟ, όπου κάθε φορά επιβεβαιώθηκε ότι η προκλητικότητα και οι διεκδικήσεις της τουρκικής αστικής τάξης «θρέφονται» εντός ευρωατλαντικού πλαισίου.
Παραπέρα, για τις οριοθετήσεις με την Τουρκία παρέπεμψε στη σχετική συμφωνία με την Αίγυπτο, όταν αναγνωρίζει μειωμένη επήρεια ακόμα και στο μεγαλύτερο ελληνικό νησί, την Κρήτη, ενώ γκριζάρει όλη την περιοχή ανατολικά της Ρόδου μέχρι και Καστελόριζο, και την αντίστοιχη με την Ιταλία που αναγνωρίζει αλιευτικά δικαιώματα στη Ρώμη εντός ελληνικών θαλασσών, επομένως μόνο καλό προηγούμενο δεν αποτελούν.
Ερωτηθείς, εξάλλου, γιατί η κυβέρνηση δεν προχωρά σε καθορισμό ΑΟΖ με την Κύπρο, από τη μια χαρακτήρισε το τουρκολιβυκό μνημόνιο «ανυπόστατο», κι από την άλλη είπε ότι «δημιουργεί αυτές τις αξιώσεις, τις οποίες επικαλείται η Τουρκία».
Επιπλέον, παρέπεμψε στην περιλάλητη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, λέγοντας πως «ρητώς αναφέρει ότι ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα είναι αντικείμενο συζήτησης και συμφωνίας ή παραπομπής σε διεθνή δικαιοδοσία από τα γειτονικά κράτη που έχουν παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Το ίδιο ισχύει και για την Αίγυπτο. Το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία. Πρόθεση της Ελλάδας θα ήταν βεβαίως να φτάσουμε σε μία συνολική συμφωνία (…) Ολα αυτά θα πρέπει να τεθούν στο τραπέζι και να προχωρήσουμε όταν ο χρόνος το επιβάλει».