Την πρεμούρα της κυβέρνησης να «τρέξει» αμερικανοΝΑΤΟικής κοπής συνεννοήσεις στα Ελληνοτουρκικά και «διευθετήσεις» σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο σκιαγράφησε ο υπουργός Εξωτερικών, Γ. Γεραπετρίτης, μιλώντας χτες στον τ/σ ΣΚΑΪ, την ώρα που η τουρκική αστική τάξη, ενθαρρυμένη από τον ευρωατλαντικό παράγοντα, απλώνει σε κάθε ευκαιρία τις απαράδεκτες διεκδικήσεις της επί του πεδίου.
Ενδεικτικά, ο υπουργός, αποσιωπώντας τα σχέδια των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ και πώς αυτά δρομολόγησαν εξελίξεις, απέδωσε τα προβλήματα στο πέρασμα του …χρόνου και στην έλλειψη πολιτικού θάρρους να παρθούν επώδυνες αποφάσεις. Είπε συγκεκριμένα ότι «η αδράνεια ουδέποτε έχει ωφελήσει στα εθνικά θέματα και έχει οδηγήσει σε περαιτέρω εκτράχυνση. Το είδαμε, δυστυχώς, στο κομμάτι της Κύπρου, στο οποίο έχουμε ήδη 50 χρόνια μιας διαίρεσης η οποία είναι αντίθετη σε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και είναι μία χαίνουσα εθνική πληγή. Το είδαμε στα Ελληνοτουρκικά, όπου, ξέρετε, κάθε φορά που συζητούσαμε με την Τουρκία βρισκόμασταν και σε πιο ακραίες θέσεις. Εχουν υπάρξει 64 κύκλοι διερευνητικών επαφών με σκοπό οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών. Και κάθε φορά βρισκόμασταν σε ένα σημείο χειρότερο από το προηγούμενο».
Σε αυτό το πλαίσιο και ενόψει της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν τον Σεπτέμβρη στη Νέα Υόρκη, όπως και μιας ενδεχόμενης προηγουμένως των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, επέμεινε ότι «οφείλουμε να συζητούμε με τους γείτονές μας. Οφείλουμε να συζητούμε για τα εύκολα, αλλά οφείλουμε να συζητούμε και για τα δύσκολα. Οι ανοιχτοί δίαυλοι οι οποίοι υπάρχουν, προλαμβάνουν τις εντάσεις από το να καταστούν κρίσεις», πρόσθεσε, αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα που λέει ότι ιμπεριαλιστικά παζάρια και εντάσεις είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Παρουσίασε έτσι περίπου ως κατόρθωμα το γεγονός ότι π.χ. στο πιο πρόσφατο περιστατικό, την προηγούμενη βδομάδα, στην περιοχή μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, λίγο έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και σε ζώνη που η Αγκυρα ισχυρίζεται πως αποτελεί «τουρκική υφαλοκρηπίδα», η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε, στέλνοντας πολεμικά της πλοία, στην παρουσία του ιταλικού πλοίου «Ievoli Relume» για έρευνες στο πλαίσιο του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου, αλλά τελικά η κατάσταση «αποκλιμακώθηκε» μετά από έντονο διπλωματικό παρασκήνιο και την αποχώρηση του ιταλικού πλοίου.
Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, ο Γεραπετρίτης είπε χτες σχετικά ότι «δεν πρόκειται ούτε η Ελλάδα ούτε η Τουρκία να αποστούν από θεμελιώδεις θέσεις». «Εκείνο το οποίο όμως προσπαθούμε να κάνουμε είναι αφενός να κρατάμε ένα επίπεδο νηνεμίας στις σχέσεις μας και, από την άλλη πλευρά, να αγγίζουμε σταδιακώς θέματα υψηλής δυσκολίας για να έχουμε και μία μακρά ειρήνη στην περιοχή», πρόσθεσε, επιμένοντας μάλιστα ότι «για το θέμα της Κάσου» υπήρξε «παραπληροφόρηση», αφού, όπως ισχυρίστηκε, το ιταλικό πλοίο «ολοκλήρωσε την έρευνά του και μάλιστα όχι μόνο με βάση τον προγραμματισμό τον οποίο είχε, αλλά ακόμη περισσότερο. Σάρωσε την περιοχή για περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι είχε αρχικώς προβλεφθεί», και επιπλέον «δεν υπήρξε κανένας κίνδυνος επεισοδίου με την Τουρκία» αφού «από την πρώτη στιγμή λειτούργησαν οι δίαυλοι επικοινωνίας, οι οποίοι υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να αποσυμπιεστεί η ένταση, να αποχωρήσουν τα τουρκικά πλοία και να ολοκληρωθεί η έρευνα».
Βέβαια, σε αυτό το πλαίσιο …αποσυμπίεσης, η κυβέρνηση ακύρωσε προγραμματισμένη ναυτική άσκηση (την «ΤΡΙΑΙΝΑ») χωρίς πυρά στα ανατολικά της Ρόδου, ενώ ερώτημα παραμένει αν το «Ievoli Relume» θα βγει, όπως έχει σχεδιαστεί, στις αρχές Σεπτέμβρη για έρευνες ανατολικά της Καρπάθου, σε περιοχή η οποία από ένα σημείο και έπειτα βρίσκεται εκτός οριοθετημένης ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου.
Εξελίξεις λόγω του ότι «η πολιτική βούληση της ελληνικής κυβέρνησης είναι με θάρρος, με παρρησία, αναλαμβάνοντας ενδεχομένως το πολιτικό τίμημα, να συζητήσουμε για το θέμα της οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας», όπως είπε χτες ο Γεραπετρίτης προετοιμάζοντας για τα χειρότερα σε ό,τι αφορά τα ελληνικά και κυπριακά δικαιώματα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο για τη «νηνεμία» στη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.