Ενέργεια: Σφοδρές αντιθέσεις και «σημαντικές ευκαιρίες» στην Ευρώπη

Σταθμός φυσικού αερίου στη Γερμανία
Σταθμός φυσικού αερίου στη Γερμανία

Τον Σεπτέμβρη του 2021, αρκετούς μήνες πριν ξεκινήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και πριν αρχίσει το τρέχον μπαράζ ευρωατλαντικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ο Αμερικανός υφυπουργός Οικονομικής Διπλωματίας στο υπουργείο Εξωτερικών, Κερτ Ντόνελι, μιλώντας στο 5ο Ενεργειακό Φόρουμ Νοτιοανατολικής Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη είχε προσδιορίσει χαρακτηριστικά ως «ζήτημα εθνικής ασφάλειας» των ΗΠΑ την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.

«Το μονοπώλιο της “Gazprom”, δηλαδή του Κρεμλίνου», είχε τονίσει, «είναι ένα ξίφος στον λαιμό των συμμάχων και των συνεργατών των ΗΠΑ» στην περιοχή, και σκοπός της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι «να κόψουν το νήμα» που συνδέει τη ρωσική εταιρεία με τα κράτη της περιοχής, προωθώντας εναλλακτικές, όπως το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) μέσα από πλωτές μονάδες φυσικού αερίου (FSRU) σε Αλεξανδρούπολη και Κροατία, τις ΑΠΕ και το υδρογόνο.

Η «κοπή» αυτού του «νήματος», ωστόσο, όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν αποδείχθηκε καθόλου εύκολη για τις ΗΠΑ, καθώς σημαντικά τμήματα των ισχυρότερων ευρωπαϊκών μονοπωλίων, πρώτα και κύρια των γερμανικών, ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ενεργειακές μπίζνες με τη Ρωσία, ενίσχυσαν τη θέση τους και την κερδοφορία τους με ατού την πρόσβαση στους «φθηνότερους» ρωσικούς υδρογονάνθρακες.

Πλέον, όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η μεγάλη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών επιταχύνουν διεργασίες και αλλάζουν τα δεδομένα και στο πεδίο της Ενέργειας. Οσα δεν πέτυχαν στο ζήτημα της «ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία» οι πιέσεις, οι απειλές, ακόμα και οι κυρώσεις των ΗΠΑ έναντι συμμάχων τους στην ΕΕ (ιδιαίτερα επί προεδρίας Τραμπ), έρχονται ξανά στο προσκήνιο, αξιοποιώντας τις εξελίξεις για να ξεμπερδέψουν με αυτό το «ξίφος στον λαιμό» των συμφερόντων τους.

Οι «πραγματικά σημαντικές ευκαιρίες» για τα αμερικανικά μονοπώλια

Η εγκατάλειψη του ρωσο-γερμανικού αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2», που ολοκληρώθηκε παρά όλες τις αμερικανικές πιέσεις του προηγούμενου διαστήματος αλλά παρέμεινε «παγωμένος», αποτελεί το πιο εμβληματικό παράδειγμα. Η σημερινή επιβολή ασφυκτικών κυρώσεων στις μεγαλύτερες κρατικές και ιδιωτικές ρωσικές τράπεζες, οι «προτροπές» και οι πιέσεις των ΗΠΑ για να περιοριστούν ή και να σταματήσουν εντελώς οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου σε χώρες της ΕΕ, με πρώτη τη Γερμανία, δεν είναι κεραυνός εν αιθρία ούτε γίνονται για χάρη της αλληλεγγύης προς τον ουκρανικό λαό.

Είναι κινήσεις πλήρως ενταγμένες στους εντεινόμενους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, στη μακροπρόθεσμη προσπάθεια των ΗΠΑ να αποκτήσουν προβάδισμα έναντι των «στρατηγικών ανταγωνιστών» τους (Ρωσία, Κίνα), διευρύνοντας τις μπίζνες των μονοπωλίων τους στις ευρωπαϊκές αγορές Ενέργειας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, αμερικανικά μονοπώλια φυσικού αερίου, ήδη από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, έκαναν μια σειρά από προετοιμασίες. Μεταξύ άλλων, έκαναν σημαντικές επενδύσεις σε τεράστιους τερματικούς σταθμούς (κυρίως στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές των ΗΠΑ, π.χ. Λουιζιάνα), σε αγωγούς και εγκαταστάσεις υγροποίησης και εξαγωγής φυσικού αερίου.

Καθόλου τυχαία, σε δήλωσή του τις προηγούμενες μέρες, ο επικεφαλής του «LNG Allies», φορέα εμπορίας αμερικανικών μονοπωλίων υγροποιημένου φυσικού αερίου, Φρ. Χάτσισον, αφού χαρακτήρισε την κατάσταση στην Ευρώπη από ενεργειακή άποψη «αβέβαιη», επισήμανε πως μολονότι η δημιουργία νέων αποθηκών LNG παίρνει χρόνο, «οι ευκαιρίες τα επόμενα λίγα χρόνια είναι πραγματικά σημαντικές» για τις αμερικανικές εταιρείες.

Εντείνονται παζάρια και αντιθέσεις στην ΕΕ

Την ίδια ώρα, στην ΕΕ, όσο βαθαίνουν παραπέρα οι ανταγωνισμοί και προχωρούν τα παζάρια για τα νέα πακέτα κυρώσεων κατά της Ρωσίας, τόσο αναδεικνύονται πιο έντονα τα διαφορετικά συμφέροντα των αστικών τάξεων των κρατών – μελών της.

Η ΕΕ παρουσίασε στις 8 Μάρτη ένα «σχέδιο απεξάρτησης» από τη ρωσική Ενέργεια έως το 2027-2030, διανθίζοντάς το με μέτρα όπως η εξοικονόμηση Ενέργειας, η αύξηση παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος μέσω ΑΠΕ, η διαφοροποίηση εισαγωγών Ενέργειας κ.λπ. Πίσω από αυτό το σχέδιο ωστόσο δεν μπορούν να κρυφτούν οι σφοδροί καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί. Ούτε αποκρύπτεται το γεγονός ότι η ενεργειακή τροφοδοσία των βιομηχανιών και των μεγάλων παραγωγικών μονάδων των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο από τις ΑΠΕ.

Στην ΕΕ το ρωσικό φυσικό αέριο καλύπτει κατά 40% τις σχετικές ανάγκες των χωρών – μελών, ο ρωσικός άνθρακας τις καλύπτει κατά 46% και το ρωσικό πετρέλαιο κατά 26%. Από κει και πέρα, ο βαθμός «εξάρτησης» είναι πολύ διαφορετικός από χώρα σε χώρα.

Ετσι, παρά τις μεγαλόστομες ανακοινώσεις υψηλόβαθμων στελεχών της ΕΕ, όπως η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σ. Μισέλ, που πρότειναν, στην αρχή αυτής της βδομάδας, εμπάργκο σε ρωσικό άνθρακα και σε επόμενο στάδιο και σε ρωσικό πετρέλαιο, καταγράφηκαν ισχυρές αντιθέσεις συμφερόντων.

Μετά από μέρες σχετικών παζαριών, αργά το βράδυ της Πέμπτης ανακοινώθηκε το εμπάργκο της ΕΕ στον ρωσικό άνθρακα, ενώ ακόμα πιο «δύσκολα» θα είναι τα παζάρια για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Ιταλία αντιτάχθηκαν στο σχέδιο της Κομισιόν για κλιμάκωση των κυρώσεων με εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου και παράγωγων προϊόντων.

Εμφαση στην πυρηνική ενέργεια από Γαλλία και Βρετανία

Την ίδια ώρα, τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης «τρέχουν» τα δικά τους ενεργειακά σχέδια για την ενίσχυση της θέσης των μονοπωλίων τους.

Ετσι, η Γαλλία προωθεί την ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Ηδη, η πυρηνική ενέργεια καλύπτει τα δύο τρίτα των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρικό ρεύμα. Η Γαλλία έχει σχετικά χαμηλές κατά κεφαλήν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, λόγω της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από 56 πυρηνικούς σταθμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2021 μόλις το 3% του ηλεκτρικού ρεύματος παραγόταν σε φωτοβολταϊκά πάρκα.

Ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμ. Μακρόν, ήδη από τον Νοέμβρη του 2021 ανακοίνωσε την κατασκευή 6 νέων μεγάλων πυρηνικών αντιδραστήρων, εκ των οποίων ο πρώτος θα τεθεί σε λειτουργία το 2035, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κατασκευής και άλλων 8 έως το 2050.

Στη Βρετανία, παρόμοια στρατηγική ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη ο πρωθυπουργός, Μπ. Τζόνσον. Αναφέρθηκε σε ένα σχέδιο επέκτασης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες και από αιολικά πάρκα, επιδιώκοντας την αύξηση της ενεργειακής επάρκειας και αυτάρκειας της χώρας.

Κεντρική θέση στο σχέδιο αυτό έχει η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες, με στόχο αύξηση της παραγωγής στα 24 GW από το 2050. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να καλύψει ποσοστό περίπου 25% της εκτιμώμενης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, σημαντικά αυξημένο από το 14% που καλύπτει σήμερα.

Παράλληλα, το σχέδιο της βρετανικής κυβέρνησης προβλέπει αύξηση της παραγωγής Ενέργειας από τον άνεμο και τον ήλιο, ενώ θα υποστηρίζει την εσωτερική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου μεσοπρόθεσμα. Επιδιώκεται επίσης το 95% της ηλεκτρικής ενέργειας που θα παράγεται από το 2030, να έχει χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα.

Γερμανία: «Προειδοποιήσεις» και δύσκολη αναζήτηση εναλλακτικών

Η Γερμανία, με τον υψηλό βαθμό εξάρτησης της βιομηχανίας της και συνολικά της οικονομίας της από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, είναι πιο «στριμωγμένη» από τις εξελίξεις και την όξυνση της ευρωατλαντικής αντιπαράθεσης με τη Μόσχα.

Ο ρωσο-γερμανικός αγωγός «Nord Stream 2», που θα προσέφερε τεράστια οφέλη στο γερμανικό κεφάλαιο, δεν τέθηκε ποτέ σε λειτουργία. Η «Gazprom Germania», θυγατρική του ρωσικού μονοπωλιακού ενεργειακού ομίλου «Gazprom», τέθηκε υπό τον έλεγχο του γερμανικού κράτους – σε πρώτη φάση μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2022 – ενώ στο τραπέζι της γερμανικής κυβέρνησης βρίσκεται και το θέμα της «Rosneft Deutschland», θυγατρικής της ρωσικής πετρελαϊκής «Rosneft» στη Γερμανία. Το Βερολίνο εξετάζει αντίστοιχη κίνηση, με δεδομένη τη στρατηγική σημασία των υποδομών της εταιρείας, όπως τα μεγάλα διυλιστήρια στο Σβεντ της ανατολικής Γερμανίας, όπου η «Rosneft PCK» κατέχει το 54% του μετοχικού κεφαλαίου, ενώ η βρετανο-oλλανδική «Shell» έχει ήδη ανακοινώσει την αποχώρησή της.

Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου τα «πανηγύρια» από την πλευρά των ΗΠΑ, που σπεύδουν να βάλουν «ταφόπλακα» σε όποια σκέψη του Βερολίνου για «ανάσταση» του αγωγού «Nord Stream 2» μετά από κάποια ενδεχόμενη «εξομάλυνση» των σχέσεων με τη Ρωσία. «Θεωρώ ότι ο ρωσικός αγωγός φυσικού αερίου “Nord Stream 2” είναι πλέον νεκρός», τόνισε η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, μιλώντας σε μέλη του Κογκρέσου. «Ο αγωγός είναι πλέον ένα κομμάτι μετάλλου στον βυθό της θάλασσας, δεν νομίζω ότι θα ξαναζωντανέψει ποτέ», πρόσθεσε…

Σε ένα τέτοιο φόντο, η Γερμανία πήρε την απόφαση για κατασκευή δύο μεγάλων τερματικών σταθμών LNG (κυρίως από ΗΠΑ, Κατάρ), εκ των οποίων ο ένας θα γίνει στη βορειοδυτική ακτή της Γερμανίας, στο Brunsbuttel. Σχεδιάζεται να λειτουργήσει το 2024, εξυπηρετώντας ωστόσο τη μεταφορά μόλις 8 δισ. κ.μ. LNG από τα 140 δισ. κ.μ. που εισάγει η χώρα κάθε χρόνο… Ενας δεύτερος τερματικός σταθμός θα γίνει στο Wilhelmshaven, κοντά στο οποίο σχεδιάζεται και εργοστάσιο ηλεκτρόλυσης από τη γερμανική εταιρεία Ενέργειας «Uniper».

Στο μεταξύ, παρά την πίεση που ασκούν οι εξελίξεις, το Βερολίνο δηλώνει ότι δεν επανεξετάζει την απόφαση για οριστικό κλείσιμο των τελευταίων 3 πυρηνικών σταθμών της χώρας έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Οι γερμανικές αστικές κυβερνήσεις ενθαρρύνουν εδώ και χρόνια την ανάπτυξη ΑΠΕ στο πλαίσιο της λεγόμενης «πράσινης ενεργειακής ατζέντας», υπολογίζοντας πάντα ωστόσο το «φθηνό» ρωσικό φυσικό αέριο ως βασική «μεταβατική» μορφή Ενέργειας.

Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι διευθυντικά στελέχη κορυφαίων γερμανικών μονοπωλίων, όπως η BASF και η «Siemens», δεν σταματούν να προειδοποιούν πως τυχόν πλήρες ενεργειακό εμπάργκο σε βάρος της Ρωσίας θα προκαλέσει «πρωτοφανή ύφεση» που έχει να βιώσει η Γερμανία από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκαλώντας παράλληλα «δραματικές επιπτώσεις», ίσως και «θέμα επιβίωσης ορισμένων βιομηχανιών»…

Ετικέτες: ,

Δείτε ακόμα...