Την αντίθεση του ΚΚΕ με την καταψήφιση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του υπ. Ανάπτυξης για την αναμόρφωση του πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, εξέφρασε ο Γιάννης Δελής, βουλευτής του ΚΚΕ, στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
Πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης στο οποίο τα πρώτα 34 από τα 74 συνολικά άρθρα του αναφέρονται στις δημόσιες συμβάσεις, ενώ τα υπόλοιπα άρθρα του αφορούν στο θεσμικό πλαίσιο των Εθνικών Υποδομών Ποιότητας, στις δραστηριότητες της μεταποίησης στην Περιφέρεια Αττικής και στους καταναλωτές με αναπηρία, χωρίς να λείπουν φυσικά και οι συνήθεις «λοιπές επείγουσες διατάξεις».
Όσον αφορά τις διατάξεις για τις δημόσιες συμβάσεις ο βουλευτής του ΚΚΕ σημείωσε ότι «αποτελούν στην ουσία εκτεταμένες προσθήκες, συμπληρώσεις και τροποποιήσεις του ισχύοντος (μνημονιακού) νόμου 4412/2016 (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), ενός νόμου, ο οποίος, στο όνομα της διαφάνειας και της αξιοπιστίας καθιέρωσε 7 διαφορετικούς τύπους δημόσιων συμβάσεων που συνεχίζουν, φυσικά, να ισχύουν… επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι η διαφάνεια και η αξιοπιστία στα πλαίσια των ανταγωνιστικών λειτουργιών του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι παρά λόγια του αέρα».
Υπογράμμισε ότι «το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων και των επιχειρηματικών ομίλων για τις δημόσιες συμβάσεις δεν είναι τυχαίο γιατί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην καπιταλιστική οικονομία κάθε χώρας, όπως και συνολικά της ΕΕ. Πραγματεύονται τεράστια ποσά δεκάδων δισεκατομμυρίων για τη χώρα μας και 2,5 περίπου τρισεκατομμυρίων για όλη την ΕΕ (18,8 τρισ. δολ. το 2024 το ΑΕΠ της ΕΕ). Αποτελούν, επίσης, ένα από τα μέσα, με τα οποία το αστικό κράτος ενισχύει άμεσα τα μονοπώλια – επιχειρηματικούς ομίλους με πακτωλό ζεστού κρατικού χρήματος, το οποίο προέρχεται από τη μεθοδική και συνεχή αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος είτε μέσω της φορολογίας (τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα το μαρτυρούν) είτε μέσω του δημόσιου δανεισμού, που αποπληρώνεται, όμως, και αυτός, πάντα από τον λαό.
Οι δημόσιες συμβάσεις αποτελούν βασικό, σημαντικό πεδίο της κερδοφόρας δράσης των επιχειρηματικών ομίλων, ιδιαίτερα δε στους τομείς των Κατασκευών και των Δημόσιων Έργων, την Ενέργεια, τις Τηλεπικοινωνίες, τις Υπηρεσίες και τη Βιομηχανία. Την ίδια στιγμή, όμως, και για όλα τα παραπάνω, οι δημόσιες συμβάσεις βρίσκονται πάντα και στο επίκεντρο ενός σφοδρότατου ανταγωνισμού ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους σε κάθε καπιταλιστική χώρα, στο εσωτερικό της ΕΕ, όσο και με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και ισχυρές καπιταλιστικές χώρες. Γι’ αυτό και η ΕΕ προσπαθεί διαρκώς με διάφορες Οδηγίες προς τα κράτη-μέλη της να ενιαιοποιήσει, όσο το δυνατό περισσότερο, τους κανόνες των δημοσίων συμβάσεων ώστε οι κρατικές ενισχύσεις αυτών των συμβάσεων να δίνονται με ενιαίους όρους».
Την ίδια ώρα, συνέχισε, «η ΕΕ επιδιώκει και το άνοιγμα των αγορών των δημοσίων συμβάσεων για όλα τα κράτη-μέλη της. Δηλαδή, κάθε επιχειρηματικός όμιλος που έχει έδρα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος της ΕΕ, να μπορεί να συμμετέχει ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντά του στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος της ΕΕ, χωρίς κανένα απολύτως εμπόδιο. Το αναφέρει καθαρά το άρθρο 9, όπου ως σκοπός βασικός του νομοσχεδίου ορίζεται “η απλοποίηση των διαδικασιών προετοιμασίας και ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων με σκοπό την απαλοιφή στρεβλώσεων που εμποδίζουν την ανάπτυξη του διεθνούς ανταγωνισμού στις δημόσιες συμβάσεις…”, εννοώντας τη διασφάλιση και θωράκιση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, αλλά και τη συγκέντρωση και τον έλεγχο των δημόσιων συμβάσεων και των δημόσιων προμηθειών των δισεκατομμυρίων από τα μονοπώλια και τις πολυεθνικές».
Όσον αφορά το τμήμα του σχεδίου νόμου με τον παραπλανητικό τίτλο περί προστασίας των «καταναλωτών» με αναπηρία, σημείωσε ότι στην ουσία στόχο έχει να εξυπηρετήσει «την απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς στον τομέα των μετακινήσεων από τις επιπτώσεις των όρων “προσβασιμότητας” που η ίδια η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις έχουν θεσπίσει».
Στην έναρξη της συζήτησης, ο Γ. Δελής κατήγγειλε την πάγια τακτική της κυβέρνησης να βάζει δύο συνεδριάσεις την ίδια μέρα για το ίδιο νομοσχέδιο, στερώντας τη δυνατότητα στους βουλευτές να μελετήσουν επαρκώς το περιεχόμενό του.