Γερμανικός Τύπος: Η απόφαση Σολτς να αποσταλούν άρματα μάχης στην Ουκρανία – Δισταγμοί της Αθήνας λόγω των τουρκικών προκλήσεων

Τα γερμανικής κατασκευής τεθωρακισμένα Leopard_2_A5
Φώτο Αρχείου / Τα γερμανικής κατασκευής τεθωρακισμένα Leopard_2_A5

Tageszeitung

Κατά την εφημερίδα, «είτε ο Σολτς είναι ιδιοφυία είτε στο ζήτημα των τανκς ήταν κολλημένος στον τοίχο, η καλή είδηση είναι πως στο τέλος ελήφθη η σωστή απόφαση. Τα γερμανικά άρματα μάχης θα βοηθήσουν την Ουκρανία να αντέξει στον πόλεμο κατά της Ρωσίας».

Handelsblatt

«Ο διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός αμερικανικών αρμάτων μάχης Abrams που θα αποσταλούν αποτελεί επιτυχία για τον Σολτς, καθώς οι Η.Π.Α. απέρριπταν μία τέτοια εμπλοκή εδώ και καιρό», σχολιάζει η. «Όσοι βλέπουν τη διατλαντική φιλία σε κίνδυνο, συγχέουν τις υποκλίσεις με τις καλές σχέσεις. Μεταξύ φίλων πρέπει κανείς να μπορεί να έχει ενίοτε διαφορετική άποψη».

Süddeutsche Zeitung

Στον αντίποδα, η εφημερίδα υποστηρίζει πως «ο Σολτς έχει προκαλέσει ζημιά στη Συμμαχία και στις σχέσεις με τις Η.Π.Α. Το πραγματικό κίνητρο της διστακτικότητάς του παραμένει ένα πέπλο μυστηρίου και αυτό εδραιώνει τη δυσπιστία που αντιμετωπίζει αυτή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση από πολλά μέρη της Ευρώπης και τώρα και από τις Η.Π.Α. Αν κανείς δεν το λέει αυτό ανοιχτά, είναι για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα ήθελε να στριμώξει ακόμη περισσότερο έναν εταίρο. Υπήρξαν λοιπόν κολακείες και παροτρύνσεις – και στο τέλος οι Η.Π.Α. υπέκυψαν και πλήρωσαν μέρος του λογαριασμού, αντίθετα με την αρχική τους πρόθεση. Ο Σολτς έχασε τη στιγμή που θα μπορούσε να είχε λάβει μια αυτόνομη και συνεπώς κυρίαρχη απόφαση», αναφέρει η εφημερίδα του Μονάχου, καταλήγοντας πως, με τη διαχείριση της γερμανικής κυβέρνησης, «η παλιά εικόνα ενός αμφιταλαντευόμενου εταίρου στην καρδιά της Ευρώπης επανεμφανίζεται, αποκαλύπτοντας ρωγμές στη δυτική συμμαχία μέσω της αναποφασιστικότητάς του».

RedaktionsNetzwerk Deutschlands

Τους δισταγμούς της Αθήνας να στείλει άρματα μάχης στη Γερμανία σχολιάζει το δίκτυο. «Με 853 τανκς η χώρα διατηρεί τον μεγαλύτερο αριθμό αρμάτων μάχης Leopard στην Ευρώπη. Στα μέσα Ιανουαρίου, η Ουκρανία απηύθυνε έκκληση σε διάφορες χώρες του ΝΑΤΟ, καθώς και στη Σουηδία και τη Φινλανδία, να της παράσχουν άρματα μάχης Leopard. Μέχρι στιγμής, η Αθήνα δεν έβλεπε άμεση ανάγκη για δράση, ιδίως από τη στιγμή που και το Βερολίνο δίσταζε, όμως η νέα απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης αλλάζει το σκηνικό». Το γερμανικό ειδησεογραφικό δίκτυο εξηγεί επιπλέον πως, πέραν του ότι τα ελληνικά άρματα μάχης είναι προηγούμενης γενιάς, «ο σημαντικότερος λόγος που η Αθήνα κρατά χαμηλούς τόνους είναι οι απειλές πολέμου από τη γειτονική Τουρκία. Ενόψει των εντάσεων με την Άγκυρα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θέλει να αποδυναμώσει τη δική του άμυνα. Οι σχέσεις με τη γειτονική χώρα είναι σήμερα πιο τεταμένες από ό,τι ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν εκτοξεύει εδώ και μήνες πολεμικές απειλές, διεκδικεί ελληνικά νησιά του Αιγαίου, όπως η Ρόδος, η Κως και η Λέσβος και προειδοποιεί τους Έλληνες πως ‘θα μπορούσαμε να έρθουμε ξαφνικά μέσα σε μια νύχτα’. Πρόσφατα, ο Ερντογάν απείλησε επίσης αρκετές φορές να εξαπολύσει πυραυλικές επιθέσεις στην Αθήνα».

«Σε τρεις μήνες αναμένεται να διεξαχθούν εκλογές στην Ελλάδα, στις οποίες ο Μητσοτάκης ελπίζει να υπερασπιστεί την απόλυτη πλειοψηφία του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί να δείξει καμία αδυναμία τώρα, όταν πρόκειται για την εθνική άμυνα», επισημαίνει το δημοσίευμα, καταλήγοντας πως «για τον Έλληνα πρωθυπουργό, οι παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν πολιτικά μόνο εάν τα άρματα μάχης αντικατασταθούν σταδιακά από πιο σύγχρονο εξοπλισμό. Αλλά αυτό δεν φαντάζει εφικτό στο εγγύς μέλλον».

Handelsblatt

Μετά τη μεγάλη πτώση που σημείωσε η αγοραστική δύναμη του ευρώ, με τη συναλλαγματική ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο να φτάνει σε ιστορικό χαμηλό, προσφάτως φαίνεται να ανακάμπτει εκ νέου. Ωστόσο, σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα, «η αισιοδοξία των χρηματοπιστωτικών αγορών για τη μείωση του πληθωρισμού και η αύξηση των επιτοκίων από την Ε.Κ.Τ. δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα της αγοραστικής δύναμης του ευρώ», καθώς η δημοσιονομική πολιτική είναι αυτή που «διασφαλίζει ότι τα δημόσια οικονομικά θα παραμείνουν βιώσιμα μακροπρόθεσμα, ακόμη και με σημαντικά υψηλότερα επιτόκια. Και εδώ είναι που, δικαιολογημένα, υπάρχουν αμφιβολίες».

Με απώτερο σκοπό τη συμμόρφωση των κρατών-μελών στις δημοσιονομικές επιταγές, η οικονομική εφημερίδα προτείνει πως «οι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να μεταρρυθμιστούν ριζικά έως το 2024. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντί να επιβάλλει αυστηρές κυρώσεις στις παραβιάσεις, ερμηνεύει τους κανόνες πολύ ελαστικά υπέρ των κρατών. Πάνω απ’ όλα, μια μεταρρύθμιση θα πρέπει να εξασφαλίζει καλύτερη συμμόρφωση με τους κανόνες και αποτελεσματικότερο περιορισμό του δημόσιου χρέους. Ωστόσο, απειλείται να συμβεί το αντίθετο. Στις τελευταίες διαπραγματεύσεις υπάρχουν πολιτικές πιέσεις προκειμένου να δοθούν περισσότερα περιθώρια στα κράτη-μέλη για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής τους. Με βάση την εμπειρία του παρελθόντος είναι προβλέψιμο ότι η νέα διαπραγματευτική προσέγγιση θα έχει ακόμη λιγότερη επιτυχία στο να φέρει τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη σε πορεία λιτότητας. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ισχυρότερη δεσμευτική ισχύς απλών και διαφανών κανόνων – με λιγότερη και όχι μεγαλύτερη επιρροή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», καταλήγει η οικονομική εφημερίδα.

Πληροφορίες από DW

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...