Να ενταθούν η στροφή στην πολεμική οικονομία και οι προετοιμασίες για τη «νέα κανονικότητα» των κρίσεων και των συγκρούσεων, καλούν οι Γερμανοί βιομήχανοι μπροστά και στις εκλογές που κλείδωσαν για τις 23 Φλεβάρη.
Μια κυβέρνηση «ικανή να δράσει» στο παγκόσμιο περιβάλλον έντονου γεωπολιτικού ανταγωνισμού ζήτησαν οι βιομήχανοι στη Γερμανία λίγες μέρες μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, και το πολιτικό σύστημα στη χώρα αντέδρασε άμεσα.
Οι πρόωρες εκλογές «κλείδωσαν» για τις 23 Φλεβάρη 2025, θα προηγηθεί στις 16 Δεκέμβρη η ψηφοφορία εμπιστοσύνης προς τον Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, Ολαφ Σολτς, ενώ ήδη «ακούγεται» το σενάριο μιας ακόμη κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Οι «δύσκολοι καιροί» απαιτούν ευρύτερες κοινοβουλευτικές συγκλίσεις και συμβιβασμούς, τόνισε στη Βουλή ο Σολτς.
Τα «σύννεφα», βέβαια, πάνω από την ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της ΕΕ «πυκνώνουν» εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο: Στασιμότητα και ύφεση της καπιταλιστικής οικονομίας, υποχώρηση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, πλήγμα στη βιομηχανία από την απώλεια της φθηνότερης ρωσικής Ενέργειας, μονοπωλιακοί όμιλοι μεταφέρουν την παραγωγή τους σε πιο συμφέρουσες αγορές, κλείνοντας εργοστάσια και γραμμές παραγωγής.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις για το «μείγμα» διαχείρισης της ύφεσης εντείνονται και οι εύθραυστοι συμβιβασμοί, που όλο και πιο δύσκολα πετύχαινε ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών (SPD) – Πρασίνων – Φιλελευθέρων (FDP), κατέρρευσαν μπροστά στην «επείγουσα κατάσταση» του κεφαλαίου.
Σημάδια αποβιομηχάνισης και χαμένης υπεραξίας
Οι προαναγγελίες για «λουκέτο» σε τρία εργοστάσια της «Volkswagen» για πρώτη φορά στη χώρα, οι απολύσεις και η κατάργηση δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου», αν και είναι πολύ ενδεικτικά για όλα όσα περιμένουν τον λαό.
Τα σημάδια «αποβιομηχάνισης» είναι πλέον πολύ καθαρά, τονίζει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK), προειδοποιώντας για τη χαμένη υπεραξία.
Ενδεικτικά: Ο κολοσσός κατασκευαστής οικιακών συσκευών «Miele» έχει ανακοινώσει μεταφορά μέρους της παραγωγής στην Πολωνία με κατάργηση 700 θέσεων εργασίας στη Γερμανία. Η «Continental» περικόπτει 7.000 θέσεις εργασίας και κλείνει εργοστάσια. Η «Michelin», γαλλικός κολοσσός κατασκευής ελαστικών με μακρόχρονη παρουσία στη Γερμανία, κλείνει γραμμές παραγωγής και «κόβει» 1.500 θέσεις εργασίας. Η «ZF Friedrichshafen», γερμανικός προμηθευτής της αυτοκινητοβιομηχανίας, έως το 2028 θα προβεί σε 14.000 απολύσεις.
«Οι θέσεις εργασίας που χάνουμε στη βιομηχανία μπορεί να μην αντικατασταθούν τόσο εύκολα, όσο πριν, από νέες θέσεις εργασίας στον κλάδο των υπηρεσιών», δήλωσε ο πρόεδρος της Bundesbank και μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Γιόακιμ Νάγκελ, στην εφημερίδα «Die Zeit» την Τετάρτη.
Μεγάλη επιβράδυνση και ύφεση
Οι λεγόμενοι «σοφοί» της οικονομίας την περασμένη βδομάδα μείωσαν περαιτέρω τις ήδη χαμηλές προσδοκίες για ανάπτυξη της οικονομίας, από 0,9% σε μόλις 0,4% για το 2025, γράφει το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων στην ετήσια έκθεσή του προς την κυβέρνηση.
Ηδη από το 2023, η οικονομία είχε συρρικνωθεί κατά 0,3%.
Αυτό σημαίνει ότι το ΑΕΠ, προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό, πιθανότατα έχει αυξηθεί μόνο κατά 0,1% τα τελευταία πέντε χρόνια, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, ενώ στις ΗΠΑ είναι ήδη περισσότερο από 12% πάνω από το επίπεδο πριν από την πανδημία του κορονοϊού το 2019 και στην Ευρωζώνη 4%.
«Η αδυναμία της βιομηχανίας και η διάρκεια της αδύναμης φάσης υποδηλώνουν ότι η γερμανική οικονομία επιβραδύνεται και εξαιτίας διαρθρωτικών προβλημάτων, πέραν των οικονομικών», τονίζει η πρόεδρος του Συμβουλίου, Μόνικα Σνίτσερ.
«Αυτό καθιστά ακόμη πιο σημαντικό να προωθήσουμε αποφασιστικά τον εκσυγχρονισμό της χώρας» και «προκειμένου να ανακάμψει η γερμανική οικονομία», οι «σοφοί» καλούν σε μαζικές δημόσιες δαπάνες προσανατολισμένες στο μέλλον, για υποδομές Μεταφορών, για Αμυνα και Εκπαίδευση.
Γι’ αυτόν τον σκοπό προτείνουν κατάργηση της συνταγματικής κατοχύρωσης του «φρένου χρέους».
Μάλιστα, οι οικονομολόγοι ζητούν νομοθετική κατοχύρωση κανόνων, που θα διασφαλίζουν ότι, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, το κράτος δεν θα παραμελεί τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Για το «φρένο χρέους» στο Σύνταγμα υπήρχε διαπάλη και στην κυβέρνηση. Μια βδομάδα πριν από την αποχώρηση του FDP, ο Ολ. Σολτς είχε καλέσει τον Φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, να αναστείλει το «φρένο χρέους» και εκείνος αρνήθηκε.
«Αφύπνιση» η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ
Σε ένα τέτοιο φόντο το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ «είναι μια κλήση αφύπνισης για τη Γερμανία και την Ευρώπη: Πρέπει να αναπτύξουμε περαιτέρω τις υπάρχουσες στρατηγικές για να ενισχύσουμε τη δική μας ανταγωνιστικότητα, την αμυντική μας ικανότητα και να αντιμετωπίσουμε την Κίνα με πολύ ταχύτερο ρυθμό», σημειώνει ο Σύνδεσμος Γερμανών Βιομηχάνων (BDI).
Οπως τονίζει ο BDI, τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι συμφωνούν ότι πρέπει να ενισχύσουν την εγχώρια βιομηχανία και να επαναφέρουν θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Η προώθηση της δικής τους αγοράς είναι «κορυφαία προτεραιότητα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή για συμμάχους, όπως η ΕΕ».
Η γερμανική βιομηχανία ανησυχεί ιδιαίτερα για τα σχέδια του Τραμπ για πολυάριθμους νέους δασμούς. Συνολικοί δασμοί 10% ή και 20% σε όλες τις εισαγωγές και 60% στις εισαγωγές από την Κίνα θα έβλαπταν σημαντικά τη Γερμανία και την ΕΕ.
Σύμφωνα με ανάλυση του Οικονομικού Ινστιτούτου (IW), ένας νέος «εμπορικός πόλεμος» με τις ΗΠΑ με εκατέρωθεν δασμούς ύψους 10% θα στοίχιζε στην οικονομία 127 δισ. ευρώ και με δασμούς 20% 180 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της τετραετίας Τραμπ.
Οι νέοι δασμοί «θα μπορούσαν να κοστίσουν στη Γερμανία 1% στην οικονομική παραγωγή αν τεθούν σε ισχύ», υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Bundesbank. «Θα μπορούσαμε ακόμη και να υποχωρήσουμε σε αρνητικό έδαφος», πρόσθεσε.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον BDI, οι ΗΠΑ αναμένεται να ασκήσουν μεγάλες πιέσεις στη Γερμανία και στην ΕΕ να σκληρύνουν τη στάση τους απέναντι στις επενδύσεις και στο εμπόριο με την Κίνα, με την απειλή περαιτέρω δασμών και άλλων επιπτώσεων, αν δεν το πράξουν.
Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), επί κυβέρνησης Μπάιντεν, ενίσχυσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις και επενδύσεις στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις και κεφάλαια να φύγουν από την ΕΕ προτιμώντας την αμερικανική αγορά. Η ρεπουμπλικανική διοίκηση θα μπορούσε «να αλλάξει τους κανόνες στην εφαρμογή του IRA για να διασφαλιστεί ακόμη περισσότερο από πριν ότι οι επιδοτήσεις ωφελούν μόνο τις αμερικανικές εταιρείες», προειδοποιεί ο BDI.
«Οι ΗΠΑ επαναφέρουν τη βιομηχανική παραγωγή στη χώρα τους με μεγάλα προγράμματα επιδοτήσεων» και, «ταυτόχρονα, σφραγίζουν την εγχώρια αγορά με υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς», δήλωσε ο Σολτς σε εκδήλωση λόμπι για τη βιομηχανία χάλυβα.
3% του ΑΕΠ για στρατιωτικές δαπάνες
Οι Γερμανοί βιομήχανοι καλούν να συνεχιστεί και να ενταθεί η στροφή στην «πολεμική οικονομία»: Μπροστά σε μια ενδεχόμενη αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ, «η ΕΕ και τα κράτη – μέλη της πρέπει να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες και επιτέλους να κάνουν τις απαραίτητες επενδύσεις στον αμυντικό τομέα».
Η αύξηση της ικανότητας της πολεμικής βιομηχανίας είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να καλυφθούν «οι τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες σε εξοπλισμό και πυρομαχικά για τις γερμανικές Ενοπλες Δυνάμεις, το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία».
«Μεσοπρόθεσμα, αυτό σημαίνει ότι δεν θα δαπανάται μόνο 2%, αλλά μάλλον τουλάχιστον το 3% του ΑΕΠ για τον αμυντικό προϋπολογισμό», συστήνει ο BDI.
Στον τομέα των στρατιωτικών δαπανών ο στόχος 2% του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι η «κατευθυντήρια γραμμή», σύμφωνα με τους «σοφούς» της οικονομίας. Μετά τη λήξη του Ειδικού Ταμείου 100 δισ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, μια τέτοια ελάχιστη ποσόστωση «θα ήταν απαραίτητη».
Τα αποτελέσματα της πολεμικής οικονομίας φαίνονται στα απανωτά ρεκόρ κερδοφορίας που σημειώνει ο γερμανικός κολοσσός οπλικών συστημάτων «Rheinmetall», ένας από τους κύριους ωφελημένους της αύξησης των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δαπανών και της όξυνσης του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη.
Την ώρα που στην αυτοκινητοβιομηχανία – στον κορυφαίο κλάδο της γερμανικής οικονομίας – κλείνουν εργοστάσια ή μειώνονται οι γραμμές παραγωγής, η «Rheinmetall» αναθεώρησε προς τα πάνω τις προβλέψεις για το περιθώριο κέρδους του έτους μετά από ρεκόρ πωλήσεων το γ’ τρίμηνο.
Οι πωλήσεις τους πρώτους 9 μήνες αυξήθηκαν κατά 36% και τα λειτουργικά κέρδη του ομίλου κατά 72%. Ο όμιλος προετοιμάζεται να διπλασιάσει τις ετήσιες πωλήσεις του φτάνοντας στα 20 δισ. ευρώ μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Οι παραγγελίες σχεδόν διπλασιάστηκαν, ξεπερνώντας τα 21 δισ. ευρώ μεταξύ Γενάρη – Σεπτέμβρη, λόγω συμβολαίων με τον γερμανικό στρατό και άλλων που κατευθύνονται προς τον ουκρανικό στρατό.
«Βιώνουμε μια ανάπτυξη που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ στον όμιλο», δήλωσε κυνικά ο διευθύνων σύμβουλος, Αρμιν Πάπεγκερ.
Καμία επιστροφή στο «business as usual»
Η πιο στρατηγική, όμως, επισήμανση των Γερμανών βιομηχάνων είναι πως οι πολλαπλές κρίσεις στον κόσμο «δεν πρόκειται να επιλυθούν από μόνες τους», ούτε και είναι δυνατή η επιστροφή στο «business as usual».
Αντίθετα, καλούν τους πολιτικούς και τις επιχειρήσεις «να προετοιμαστούν για εντάσεις και συγκρούσεις ως τη νέα κανονικότητα». Σε αυτήν τη «νέα κανονικότητα» «τα ζητήματα ασφάλειας και γεωπολιτικής πρέπει να ενσωματωθούν στις στρατηγικές αποφάσεις σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από πριν».
Καθώς «η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων παραπαίει», η Γερμανία πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και να γίνει «διαμορφωτής της παγκόσμιας αλλαγής».
«Πρέπει να γίνουμε πιο ικανοί στρατιωτικά, να υπερασπιστούμε τη φιλελεύθερη οικονομική τάξη στην Ευρώπη και να εξασφαλίσουμε διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού. Εδώ κεντρικό ρόλο παίζει μια ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία», τονίζουν οι βιομήχανοι, σε μια παραδοχή πως οι ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες ετοιμάζονται να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους με πόλεμο.
Αυτό που ζητούν από τις επόμενες γερμανικές κυβερνήσεις είναι «ασφάλεια» προς τις πολεμικές βιομηχανίες με μακροπρόθεσμες παραγγελίες όπλων και τεχνολογικές καινοτομίες, πανεπιστημιακή έρευνα και start-ups στην υπηρεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Πηγή: Ριζοσπάστης