Σε όλα τα θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας αναφέρθηκε ο Γιάννης Δελής, βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, μιλώντας σήμερα σε εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού «Διον» και στη δημοσιογράφο Δήμητρα Μακρή.
Για τις εκδηλώσεις της Κομματικής Οργάνωσης Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ για τα 80 χρόνια από την απελευθέρωση από τη ναζιστική – φασιστική κατοχή, επισήμανε ότι τιμάμε όσους πάλεψαν, έδωσαν τη ζωή τους, ώστε να εξοντωθεί το τέρας του φασισμού. Εκδηλώσεις που, όπως τόνισε, απλώνονται σε όλες τις συνοικίες της Θεσσαλονίκης, αφού σε όλη την πόλη αναπτύχθηκε αντιστασιακό κίνημα, γράφοντας λαμπρές σελίδες ιστορίας.
«Πολύμορφες εκδηλώσεις για τα γεγονότα, για τους ανθρώπους και τις οικογένειες τους που πρόσφεραν πάρα πολλά πράγματα σε αυτόν τον αγώνα, δεν ξεχνάμε κανέναν, δεν πρέπει να ξεχνάμε κανέναν λαϊκό αγωνιστή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεκαοκτάχρονα και εικοσάχρονα αγόρια και κορίτσια, έδιναν την ζωή τους, στέκονταν στον τοίχο, στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Δεν είναι μακρινά αυτά τα χρόνια», ανέφερε χαρακτηριστικά, καλώντας σε συμμετοχή.
«Πολύ αρνητική εξέλιξη» χαρακτήρισε τα τελευταία γεγονότα στην Μέση Ανατολή, με την περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης μετά και την επέμβαση του κράτους του Ισραήλ στον Λίβανο. «Πυρήνας του προβλήματος (σ.σ. στην περιοχή) είναι η καταπάτηση του δικαιώματος ενός λαού, του Παλαιστινιακού, να έχει τη δική του πατρίδα» σημείωσε. Δικαίωμα που καταπατά το κράτος – δολοφόνος του Ισραήλ με τις «πλάτες» των ΗΠΑ και την στήριξη της ΕΕ, ενώ στην περιοχή ξεδιπλώνονται και συγκρούονται ευρύτεροι συνασπισμοί, κλιμακώνονται οι αντιθέσεις. Αιτία για αυτές, όπως εξήγησε, αποτελεί ότι πρόκειται για περιοχή – «σταυροδρόμι» με πλούσιο υπέδαφος, μεγάλα αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, υδρογονανθράκων.
Υπογράμμισε ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού στηρίζει το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να έχει τη δική του πατρίδα, χωρίς να αμφισβητεί το αντίστοιχο δικαίωμα του ισραηλινού λαού.
Αναφερόμενος στην αυστηροποίηση των ποινών για περιστατικά νεανικής βίας στα σχολεία από πλευράς του υπουργείου Παιδείας, τόνισε ότι από μόνη της δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε ένα τόσο σύνθετο ζήτημα. Παράλληλα, ανέδειξε την ύπαρξη κοινωνικών αιτιών για τη βία στα σχολεία, εξηγώντας ότι δεν αποτελεί το σχολείο την αιτία αυτών των περιστατικών αλλά το πεδίο εκδήλωσης τους. «Πόσο αμέτοχη είναι μια κοινωνία όταν διδάσκει από τη στιγμή που θα γεννηθεί ένα παιδί τον άκρατο ανταγωνισμό, το “ο θάνατος σου η ζωή μου”, το “πρέπει να πετύχεις, να μη σε νοιάζει τι κάνει ο άλλος;“» αναρωτήθηκε. Επιπλέον, αναφέρθηκε στις βίαιες συμπεριφορές και στα σάπια πρότυπα με τα οποία έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι οι νέοι στην καθημερινότητα τους και μέσω του διαδικτύου, υπογραμμίζοντας ότι η κύρια αιτία των περιστατικών αυτών χρειάζεται να αναζητηθεί στο σημερινό σύστημα.
Στη συνέχεια, ανέδειξε τα προβλήματα στο περιεχόμενο και το χαρακτήρα του σημερινού σχολείου, υπογραμμίζοντας ότι δεν είναι ελκυστικό, ούτε ενδιαφέρον για τους μαθητές. Αναφερόμενος στην συζήτηση που γίνεται για τις ευθύνες της οικογένειας για την βία των ανηλίκων, εξήγησε ότι με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια να συσκοτιστούν τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι γονείς, με τα ωράρια – λάστιχο, την έλλειψη ποιοτικού χρόνου γονιού – παιδιού, την ανυπαρξία μέτρων στήριξης. Στάθηκε και στην απουσία μέτρων στήριξης από πλευράς του κράτους στην ολόπλευρη στήριξη των παιδιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ύπαρξη μόλις ενός ψυχολόγου ανά 10 σχολεία, τις μεγάλες ελλείψεις σε κοινωνικούς λειτουργούς κοκ.
Μιλώντας για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς που συνοδεύτηκε με το πανελλαδικό σχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τις συγχωνεύσεις 1000 σχολικών τμημάτων εξήγησε ότι ήρθε αντιμέτωπο με την κατακραυγή και τις κινητοποιήσεις μαθητών, γονιών και εκπαιδευτικών. Ιδιαίτερα όσον αφορά την περίπτωση των σχολείων στην οδό Ικτίνου, στο κέντρο της πόλης, αιτία για τα σχέδια για το κλείσιμο κατευθύνσεων αποτελούσε η προσπάθεια για μείωση του κόστους με την μείωση των τμημάτων, αυτός είναι ο λεγόμενος «εξορθολογισμός» της κυβέρνησης που όμως έμεινε στα χαρτιά μετά τις κινητοποιήσεις.
Παράλληλα, ανέδειξε τα μεγάλα προβλήματα υποδομών που αντιμετωπίζει η σχολική στέγη στη Θεσσαλονίκη. «Το 68% των σχολικών κτιρίων του Δήμου Θεσσαλονίκης είναι χτισμένα πριν το 1985, δηλαδή πριν τον πρώτο αντισεισμικό κανονισμό, με ότι αυτό συνεπάγεται», ανέφερε χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και σήμερα, ο πρωτοβάθμιος οπτικός αντισεισμικός έλεγχος, ενώ ζούμε στην πιο σεισμογενή χώρα της Ευρώπης. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι συνεχίζει η επιβάρυνση αυτών των ήδη γερασμένων σχολικών κτιρίων, χωρίς να γίνονται συντηρήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους σοβάδες που έπεσαν τις προηγούμενες ημέρες στο 3ο ΓΕΛ στη Θεσσαλονίκη σε σημείο που από τύχη δεν βρίσκονταν μαθητές.
Ακόμη, τόνισε την ανάγκη να υπάρξει ένα ενιαίο πανελλαδικό πρόγραμμα ανέγερσης και συντήρησης σχολικών κτιρίων, καυτηριάζοντας τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για το κονδύλι των 250 εκατομμυρίων που δεν φτάνει «ούτε για ζήτω» για τις ανάγκες των σχολικών κτιρίων πανελλαδικά, «πιθανά ούτε για να καλύψει τις ανάγκες των σχολείων μοναχά στη Θεσσαλονίκη», όπως ανέφερε.
Τέλος, επισημαίνοντας τα ποσοστά διαρροής από την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση που αγγίζουν το 10 – 11%, παρουσίασε την πρόταση του ΚΚΕ για ένα ενιαίο, σύγχρονο 12χρονο σχολείο που να ανταποκρίνεται στον όγκο της γνώσης, της επιστήμης που διευρύνεται συνεχώς, στα νέα δεδομένα και ανάγκες. Ένα σχολείο, στο οποίο το παιδί θα ολοκληρώνει τη βασική ολόπλευρη γενική του μόρφωση, έχοντας τη δυνατότητα να επιλέξει τη συνέχεια των σπουδών του, την ανάπτυξη των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων και των κλίσεών του δωρεάν.