Η ΕΕ περνάει σε οικονομία πολέμου

EUROKINISSI

«(…) Υπάρχει επομένως – και το λέω αυτό με σαφήνεια – η ανάγκη να ωθήσουμε τη βιομηχανική βάση και να τη μεταφέρουμε σε μια “οικονομία πολέμου“», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στις 3 Μάη ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ, Τιερί Μπρετόν.

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μπορεί να μην είναι ακόμα γνωστό, η ΕΕ όμως και τα επιτελεία της έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν τη στρατηγική της επόμενης μέρας, στην οποία συγκλίνουν όλες οι ευρωομάδες, ανεξάρτητα από τον συσχετισμό που θα προκύψει στο νέο Ευρωκοινοβούλιο.

Είναι η πολιτική της «οικονομίας του πολέμου», προκειμένου να βρουν διέξοδο τεράστια κεφάλαια στην οπλοβιομηχανία της ΕΕ, για την έρευνα και την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών, αλλά και για την αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον τομέα των στρατιωτικών εξοπλισμών.

Ταυτόχρονα, η στροφή αυτή σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα, πιο οξυμένη φάση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, την οποία η ΕΕ προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει, οπλισμένη «μέχρι τα δόντια».

Από τους πρώτους που έφεραν το ζήτημα επί τάπητος, το 2022, ήταν ο Εμανουέλ Μακρόν, Πρόεδρος της Γαλλίας, της 3ης κατά σειρά χώρας σε εξαγωγές οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών. Εκτοτε μια σειρά από αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ μίλησαν είτε ανοιχτά για την ανάγκη μετάβασης σε οικονομία πολέμου είτε κατέθεσαν προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.

Κομβική η Σύνοδος Κορυφής του Ιούνη

Σύνοδος κορυφής ΕΕ με τη συμμετοχή του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι

Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, που θα πραγματοποιηθεί στις 27 – 28 Ιούνη, θα αποφασίσει τη στρατηγική ατζέντα της ΕΕ για το διάστημα 2024 – 2029. Σύμφωνα με το προσχέδιο που έχει διαρρεύσει, η πρώτη από τις τρεις προτεραιότητες της ΕΕ είναι η άμυνά της.

Καθώς το μπλοκ των «27» κάνει όλο και πιο αποφασιστικά βήματα προς τη μετάβαση σε μια «πολεμική οικονομία», το προσχέδιο βάζει σε προτεραιότητα τη «διασφάλιση της κυριαρχίας και της θέσης της Ευρώπης ως παγκόσμιου παίκτη στο νέο στρατηγικό/γεωπολιτικό/πολυπολικό πλαίσιο», με την «κινητοποίηση όλων των απαραίτητων μέσων για τη διασφάλιση της αμυντικής ετοιμότητας, της ικανότητας δράσης και της ασφάλειας».

Καλεί μάλιστα σε «σημαντική αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών και των επενδύσεων», όπως και την «αναβάθμιση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και βελτίωση της πρόσβασης στη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση μέσω και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων».

Σύμφωνα με άλλα δημοσιεύματα, το στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ εστιάζει στο ζήτημα της χρηματοδότησης αυτής της μετάβασης. Το σχέδιο περιλαμβάνει «ένα νέο αμυντικό ταμείο για τα ευρωπαϊκά έργα». Ειδικά για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, φαίνεται από τα δημοσιεύματα πως οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ εργάζονται ήδη για να τροποποιήσουν τους κανόνες της, ώστε να ξεκλειδωθεί η χορήγηση δανείων για πολεμικούς εξοπλισμούς.

Αναφέρεται επίσης το ενδεχόμενο «ευρωπαϊκών αμυντικών ομολόγων». Οπως σημειώνεται, «η νέα χρηματοδότηση θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκά εμβληματικά έργα, συμπεριλαμβανομένης της ασπίδας αεράμυνας της ΕΕ ή της ενίσχυσης της κυβερνοασφάλειας».

Στα κομβικά ζητήματα που θα διαμορφώσουν την πολιτική της ΕΕ τα επόμενα χρόνια περιλαμβάνεται ακόμα η στρατιωτική υποστήριξη του καθεστώτος του Κιέβου, που χαρακτηρίζεται «πρωταρχικής σημασίας», καθώς «η κινητοποίηση της οικονομίας της ΕΕ για προσπάθειες εν καιρώ πολέμου ήταν προς όφελος τόσο της Ουκρανίας όσο και της ΕΕ».

Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη σε σχέση με την προηγούμενη στρατηγική ατζέντα (2019 – 2024), η οποία θυμίζουμε ότι έθετε διακηρυκτικά ως προτεραιότητες κατά σειρά την «προστασία των πολιτών και των ελευθεριών», την «ανάπτυξη μιας ισχυρής και ζωντανής οικονομικής βάσης», την «οικοδόμηση μιας κλιματικά ουδέτερης, πράσινης, δίκαιης και κοινωνικής Ευρώπης» και την «προώθηση των ευρωπαϊκών συμφερόντων και αξιών στην παγκόσμια σκηνή».

Πυρετώδεις σχεδιασμοί για τα «πολεμικά ταμεία» της ΕΕ

EUROKINISSI

Ο στόχος της μετάβασης στην «πολεμική οικονομία» σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αιφνίδια αλλαγή πολιτικής της ΕΕ. Από τον Γενάρη του 2024, ο Τιερί Μπρετόν είχε δηλώσει ότι σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα τεράστιο αμυντικό ταμείο της ΕΕ, ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Τον Φλεβάρη, παρουσίασε το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Επενδύσεων στην Αμυνα (EDIP), ένα ταμείο που αποσκοπεί στην ενίσχυση των κοινών προμηθειών όπλων και στη θέση της ΕΕ σε πιο πολεμικό επίπεδο, μέσω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής όπλων και πυρομαχικών.

«Πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε ένα τεράστιο αμυντικό ταμείο για να βοηθήσουμε στην επιτάχυνση, ακόμη και πιθανότατα στο ποσό των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ», είχε δηλώσει τότε, προσθέτοντας σε άλλη περίσταση ότι «για να αντιμετωπίσουμε την επιστροφή του πολέμου υψηλής έντασης στα σύνορά μας, αποφασίσαμε να ανεβάσουμε ταχύτητα».

Στη συνέχεια, τον Μάρτη του 2024, ο Μπρετόν παρουσίασε στην Κομισιόν νέες προτάσεις για να ενθαρρύνει η ΕΕ τα κράτη – μέλη να αγοράσουν, από κοινού, περισσότερα όπλα από ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς ομίλους και να βοηθήσει αυτές τις εταιρείες να αυξήσουν την παραγωγική τους ικανότητα. «Πρέπει να αλλάξουμε το μοντέλο και να περάσουμε σε κατάσταση πολεμικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πρέπει να αναλάβει περισσότερους κινδύνους, με την υποστήριξή μας», δήλωσε ο ίδιος.

Το πακέτο που αποφασίστηκε περιλαμβάνει επιπλέον περίπου 1,5 δισ. ευρώ νέας χρηματοδότησης έως το τέλος του 2027.

Οπως αναγνώρισε και η αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, το ποσό δεν είναι μεγάλο, ειδικά όταν αφορά εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά πρόσθεσε ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνητρα για να πείσει τις 27 εθνικές κυβερνήσεις της ΕΕ – που έχουν την ευθύνη για την άμυνα – να συνεργαστούν.

Το πιο σημαντικό ωστόσο, σύμφωνα με δηλώσεις άλλων αξιωματούχων της ΕΕ σχετικά με το πακέτο, είναι ότι αυτό θα δημιουργήσει ένα νομικό πλαίσιο που θα επιτρέψει πολύ μεγαλύτερες συντονισμένες δαπάνες τα επόμενα χρόνια, εάν η ΕΕ είναι διατεθειμένη να συγκεντρώσει τα χρήματα. Παράλληλα, σύμφωνα με δημοσιεύματα, προωθούνται σχεδιασμοί προκειμένου ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, ύψους 422 δισ. ευρώ, να μπορέσει να «ξεκλειδωθεί» για τη χρηματοδότηση φτηνών δανείων προς τις κυβερνήσεις για αμυντικούς εξοπλισμούς και πυρομαχικά.

Να σημειωθεί ότι η ΕΕ έχει υιοθετήσει από τον Μάρτη την πρώτη Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Αμυντική Βιομηχανία (EDIS) προκειμένου να αντιμετωπίσει το έλλειμμα των αμυντικών επενδύσεων. Η διατήρηση της παραγωγής και η οικοδόμηση βιομηχανικής εμπιστοσύνης μέσω φιλόδοξων στόχων αποτελούν σημαντικό μέρος αυτής της στρατηγικής.

Η Στρατηγική καλεί επίσης τις χώρες της ΕΕ να συνεργαστούν για να αγοράσουν τουλάχιστον το 40% του αμυντικού εξοπλισμού έως το 2030, να δαπανήσουν τουλάχιστον το ήμισυ του προϋπολογισμού τους για τις αμυντικές προμήθειες σε προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ευρώπη και να εμπορεύονται τουλάχιστον το 35% των αμυντικών αγαθών μεταξύ των χωρών της ΕΕ αντί με άλλες χώρες.

Η Κομισιόν ανακοίνωσε, τέλος, ένα πιλοτικό πρόγραμμα για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εκδοχής του αμερικανικού συστήματος ξένων στρατιωτικών πωλήσεων, βάσει του οποίου οι ΗΠΑ «βοηθούν» άλλες κυβερνήσεις να αγοράζουν από αμερικανικές εταιρείες όπλων. Στα παραπάνω προστίθεται και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία από το 2021, με συνολικό συμφωνημένο προϋπολογισμό 7,9 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021 – 2027, με στόχο τη στήριξη της ευρωπαϊκής οπλοβιομηχανίας στην ανάπτυξη νέων στρατιωτικών συστημάτων και εξοπλισμών.

Διαγκωνισμοί για τα μερίδια

Κομισιόν
Φώτο Αρχείου / Πηγή: Eurokinissi

Το 2023, η ΕΕ των «27» σημείωσε δαπάνες – ρεκόρ για την άμυνα, φτάνοντας τα 270 δισ. ευρώ. Μόνο για αγορές νέων εξοπλισμών και πυρομαχικών έχουν δαπανήσει πάνω από 100 δισ. από το ξέσπασμα του πολέμου, τον Φλεβάρη του 2022, μέχρι τον Ιούνη του 2023, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Μαργκρέτε Βεστάγκερ.

Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, σχεδόν το 80% αυτών των δαπανών δαπανήθηκε εκτός της ΕΕ και μόνο προς την οπλοβιομηχανία των ΗΠΑ κατευθύνθηκε πάνω από το 60%. Η πορεία προς την «πολεμική οικονομία» σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη αύξησή τους, που θα κατευθυνθεί προς ευρωπαϊκά μονοπώλια.

Δεν λείπουν όμως και εδώ οι ανταγωνισμοί για τη μερίδα του λέοντος από τον «χορό των δισεκατομμυρίων». Οπως έγραφε πρόσφατα στο «Euronews» ο Branislav Slantchev, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, οι ανταγωνισμοί είναι ήδη ισχυροί: «Βλέπουμε ήδη κάτι τέτοιο στον ανταγωνισμό μεταξύ του τσεχικού και του γερμανικού (και του γαλλικού) αμυντικού τομέα. Οι πρωτοβουλίες που συντονίζουν οι Τσέχοι δεν περνούν από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και οι Τσέχοι έχουν δηλώσει αρκετά ανοιχτά ότι δεν θέλουν να “τρέξουν” τη βοήθειά τους προς την Ουκρανία μέσω της ΕΕ, επειδή επιθυμούν να προκρίνουν τον δικό τους αμυντικό τομέα».

Εντονη είναι επίσης η αντίδραση της Γαλλίας και της Ιταλίας απέναντι στην «Πρωτοβουλία Ευρωπαϊκής Αντιαεροπορικής Ασπίδας», που ανακοίνωσε το 2022 η Γερμανία, καθώς τα αντιαεροπορικά συστήματα που αυτή θα περιλαμβάνει, προμηθεύονται από γερμανικά, αμερικανικά και ισραηλινά μονοπώλια, ενώ έχει πεταχτεί εκτός το αντιαεροπορικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς, SAMP/T, που έχουν αναπτύξει από κοινού η Γαλλία και η Ιταλία.

Παρά τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της, η ΕΕ βαδίζει σταθερά στο μονοπάτι της πολεμικής προετοιμασίας. Ολο και πιο αντιδραστική, ετοιμάζεται να τσακίσει ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα των λαών για να χρηματοδοτήσει ακόμα μεγαλύτερους πολεμικούς προϋπολογισμούς, και προσαρμόζει την πολιτική της μπροστά στο ενδεχόμενο γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.

Αυτήν την ΕΕ, της «οικονομίας του πολέμου», δηλαδή των επιχειρηματικών ομίλων που τρίβουν τα χέρια τους μπροστά στη «μετάβαση» αυτή, υπερασπίζονται όλα τα κόμματα του ευρωμονόδρομου, από τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, μέχρι τη Νέα Αριστερά, τον Βελόπουλο, την Πλεύση Ελευθερίας και τους άλλους, που τώρα πίνουν νερό στο όνομα των «μπούλετς» της στρατηγικής της ατζέντας, όπως η λεγόμενη «στρατηγική αυτονομία της ΕΕ».

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...