Μετά τα πογκρόμ, τις συλλήψεις, την κράτηση ανήλικων μεταναστών σε στρατόπεδα μακριά από τους γονείς τους, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν προτείνει την επιβολή νέων, πιο αυστηρών περιορισμών στους αιτούντες άσυλο, επιβεβαιώνοντας ότι η διακυβέρνηση Μπάιντεν όχι μόνο υλοποιεί μέτρα της διακυβέρνησης Τραμπ, αλλά τα επαναφέρει και τα επεκτείνει…
Σύμφωνα με την πρόταση της κυβέρνησης, οι αιτούντες άσυλο που δεν έχουν κλείσει ραντεβού σε συνοριακό πέρασμα των ΗΠΑ ή δεν χρησιμοποιούν κάποιο από αυτά που ονομάζει «ανθρωπιστικά προγράμματα» που είναι διαθέσιμα σε κάποιες εθνικότητες, δεν θα μπορούν να λάβουν άσυλο, παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Επίσης θα πρέπει πρώτα να ζητούν άσυλο -και να τους το αρνούνται- από τις χώρες από τις οποίες διέρχονται για να μπορούν να υποβάλουν αίτημα για παροχή ασύλου στις ΗΠΑ.
Οι προτάσεις της κυβέρνησης φαίνεται να επαναφέρουν ένα μέρος των κανονισμών που είχαν εφαρμοστεί από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, την εφαρμογή των οποίων εμπόδισαν δικαστήρια.
«Αυτή η κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει το χάος και τη μαζική αταξία στα σύνορα εξαιτίας της αποτυχίας του Κογκρέσου να δράσει», δήλωσε Αμερικανός αξιωματούχος που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Τα νέα μέτρα θα αφορούν τους ενήλικες και τις οικογένειες, ενώ εξαιρούνται οι ανήλικοι και θα έχουν διάρκεια δύο ετών με το ενδεχόμενο παράτασης.
Ήδη οι αντιδράσεις από υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μεγάλες.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν άρχισε να συζητά τα νέα μέτρα πέρυσι, καθώς στις 11 Μάη λήγει ο χρόνος εφαρμογής του διαβόητου μέτρου με την ονομασία «Title 42» και πρέπει να αντικατασταθεί με νέα νομοθεσία. Με βάση το μέτρο αυτό, οι συνοριοφύλακες μπορούν να πραγματοποιούν επαναπροωθήσεις κατά το δοκούν, με πρόσχημα την αποτροπή της εξάπλωσης του κορονοϊού.
Με βάση αυτό το μέτρο έδρασαν «επισήμως» οι έφιπποι συνοριοφύλακες που καταδίωξαν με μαστίγια και λάσο μετανάστες από την Αϊτή από τον καταυλισμό που είχαν στήσει κάτω από διεθνή γέφυρα στην πόλη Ντελ Ρίοτου Τέξας πριν δύο χρόνια και προκάλεσαν κατακραυγή.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP, «Reuters»