Με φόντο την έντονη διπλωματική κινητικότητα και τις συνεχιζόμενες απειλές από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, ξεκινά σήμερα στη Ρώμη ο δεύτερος γύρος των έμμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Οι συνομιλίες, που διεξάγονται με τη μεσολάβηση του Ομάν, ακολουθούν τον πρώτο γύρο στη Μουσκάτ στις 12 Απριλίου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε «εποικοδομητικός» από τις δύο πλευρές, παρά τις βαθιές διαφωνίες.
Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραγτσί, και ο Αμερικανός ειδικός απεσταλμένος, Στιβ Γουίτκοφ, ηγούνται των αντιπροσωπειών, σε μια προσπάθεια να γεφυρώσουν το χάσμα που δημιουργήθηκε μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018 από τη διεθνή συμφωνία του 2015 (Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης – ΚΟΣΔ), επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο 2025 επανέφερε την πολιτική της «μέγιστης πίεσης» κατά του Ιράν, με νέες κυρώσεις και απειλές για στρατιωτική δράση, εάν η Τεχεράνη δεν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον.
Παζάρια με απειλές
Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται εν μέσω αντιφατικών μηνυμάτων από την αμερικανική πλευρά. Ο Γουίτκοφ, στις αρχές της εβδομάδας, απαίτησε την πλήρη διακοπή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, ενώ ο Τραμπ, σε δηλώσεις του την Πέμπτη, εμφανίστηκε πιο συγκρατημένος, λέγοντας ότι «δεν βιάζεται» να καταφύγει σε στρατιωτική λύση και ότι «το Ιράν θέλει να συζητήσει». Ωστόσο, η σκιά των απειλών παραμένει, με τον Αμερικανό πρόεδρο να έχει δηλώσει τον Μάρτιο ότι είναι έτοιμος να διατάξει βομβαρδισμούς εάν η διπλωματία αποτύχει.
Από την πλευρά του, ο Αραγτσί εξέφρασε «σοβαρές αμφιβολίες» για τις προθέσεις των ΗΠΑ, προειδοποιώντας κατά «παράλογων και μη ρεαλιστικών απαιτήσεων». Παράλληλα, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ενώ χαιρέτισε τις συνομιλίες, εξέφρασε σκεπτικισμό για την ειλικρίνεια της Ουάσιγκτον. Το Ιράν επιμένει ότι το δικαίωμά του στον εμπλουτισμό ουρανίου για ειρηνικούς σκοπούς είναι «αδιαπραγμάτευτο» και ότι οι συνομιλίες πρέπει να περιορίζονται στο πυρηνικό πρόγραμμα και την άρση των κυρώσεων.
Η ένταση κλιμακώνεται και από τις δηλώσεις του γενικού διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (IAEA), Ραφαέλ Γκρόσι, ο οποίος, σε συνέντευξή του στη Le Monde, προειδοποίησε ότι το Ιράν «δεν είναι μακριά» από την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου. Μετά τις συναντήσεις του με Ιρανούς αξιωματούχους στην Τεχεράνη αυτή την εβδομάδα, ο Γκρόσι χαρακτήρισε τις διαπραγματεύσεις «κρίσιμες», τονίζοντας ότι ο χρόνος εξαντλείται, ενώ απέρριψε κάθε σενάριο επίθεσης στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.

Η Τεχεράνη, σε αντίποινα για την αμερικανική αποχώρηση από το ΚΟΣΔ και την επαναφορά των κυρώσεων, έχει ενισχύσει τον εμπλουτισμό ουρανίου, φτάνοντας το 60% στις εγκαταστάσεις του Νατάνζ και του Φορντό, πολύ πάνω από το όριο του 3,67% που προβλεπόταν στη συμφωνία. Παρά τις δυτικές κατηγορίες ότι επιδιώκει πυρηνικά όπλα, το Ιράν επιμένει ότι το πρόγραμμά του εξυπηρετεί αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς.
Οι συνομιλίες πραγματοποιούνται υπό τη σκιά των περιφερειακών εντάσεων, με το Ισραήλ να επαναλαμβάνει την αποφασιστικότητά του να εμποδίσει το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Το Τελ Αβίβ, που θεωρεί την Τεχεράνη υπαρξιακή απειλή, διαμηνύει ότι διαθέτει «σχέδιο δράσης» για να αντιμετωπίσει το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ενώ η παρουσία αμερικανικών αεροπλανοφόρων στην Αραβική και την Ερυθρά Θάλασσα ενισχύει την πίεση.
Παράλληλα, η επιρροή του Ιράν στην περιοχή, μέσω του «άξονα της αντίστασης» που περιλαμβάνει τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ, τους Χούθι της Υεμένης και σιιτικές ομάδες στο Ιράκ, αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για την Τεχεράνη. Οι Φρουροί της Επανάστασης αποκλείουν κάθε συζήτηση για το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων ή τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ιράν, θεωρώντας αυτά ζητήματα εθνικής κυριαρχίας.
Η αμερικανική πίεση εντείνεται και μέσω του υπουργού Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος κάλεσε την Ευρώπη να επαναφέρει διεθνείς κυρώσεις, κατηγορώντας το Ιράν ότι δεν τηρεί τη συμφωνία του 2015. Η στάση αυτή, σε συνδυασμό με τις απειλές του Τραμπ και τις ισραηλινές προειδοποιήσεις, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, με τον κίνδυνο στρατιωτικής κλιμάκωσης να παραμένει υπαρκτός.