Το 2024 αποτέλεσε έτος κατά το οποίο η όξυνση των αντιθέσεων και στο εσωτερικό της αστικής τάξης των ΗΠΑ έφτασε σε «σημείο βρασμού»: Σε μια περίοδο που κρίνεται η κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, με τις εστίες του ιμπεριαλιστικού πολέμου να καίνε, οι αντιπαραθέσεις σχετικά με τον τρόπο και τις συμμαχίες για την αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας, αλλά και για τις προτεραιότητες για το πού θα βρουν κερδοφόρες διεξόδους τα τεράστια συσσωρευμένα κεφάλαια, ήρθαν ορμητικά στην επιφάνεια και αποκρυσταλλώθηκαν στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοέμβρη, που αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος της πολιτικής σκηνής.
Η ατζέντα της αντιπαράθεσης που ξετυλίχτηκε είναι ενδεικτική:
- Τα «καυτά» μέτωπα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, με το στρατόπεδο Τραμπ να προτείνει «αναπροσαρμογή» της στρατηγικής των ΗΠΑ στην Ουκρανία, ώστε να αποδυναμώσει το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό στρατόπεδο και τη συμμαχία Ρωσίας – Κίνας, αλλά και το βάρος να πέσει ακόμη πιο αποφασιστικά στη βασική αντιπαράθεση με την Κίνα στον Ινδο-Ειρηνικό. Ενώ στο τραπέζι έχει μπει και η ανάγκη να επωμιστούν «αυξημένο βάρος» και οι «σύμμαχοι» (και ταυτόχρονα ανταγωνιστές) όπως η ΕΕ.
- Η αποφασιστικότερη στροφή των ΗΠΑ στην πολεμική οικονομία ως μια ακόμη προσωρινή διέξοδος στα αδιέξοδα του σάπιου συστήματος, η προσπάθεια «θωράκισης» της οικονομίας της, μεταξύ άλλων με τεράστιες κρατικές ενισχύσεις και δεκάδες «ασφαλιστικές δικλίδες», προσπάθειες προσέλκυσης κεφαλαίων και «θωράκισης» των αλυσίδων εφοδιασμού, της «ανταγωνιστικότητάς» της μέσα από την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αναζήτηση για το «κατάλληλο» μείγμα εμπορικών δασμών και κυρώσεων απέναντι στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και η απάντηση σε κινήσεις όπως αυτές για την «αποδολαριοποίηση» της παγκόσμιας οικονομίας. Δεδομένα που δημιουργούν ένα «κουβάρι» ανταγωνισμών, όπου η κάθε κίνηση στην αστική διαχείριση όχι απλά δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που βρίσκονται στο DNA του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά τα οξύνει παραπέρα.
- Ολα αυτά σε συνθήκες όπου μια νέα καπιταλιστική κρίση «χτυπάει την πόρτα» της καπιταλιστικής οικονομίας διεθνώς, αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ, όπως άλλωστε φάνηκε ξανά τον περασμένο Αύγουστο στη «μαύρη εβδομάδα» για τα χρηματιστήρια της Αμερικής, της ΕΕ και των αγορών της Ασίας. Τότε που με ορμή ήρθε στην επιφάνεια ο «ελέφαντας στο δωμάτιο», η τεράστια υπερσυσσώρευση κεφαλαίων που δεν βρίσκουν κερδοφόρες διεξόδους: Η απότομη, μεγάλη πτώση που κατέγραψαν ιδιαίτερα οι μετοχές σε κλάδους που είχαν το προηγούμενο διάστημα τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους, όπως αυτοί των νέων τεχνολογιών, των κατασκευαστών τσιπ στην Ασία, αλλά και των κρυπτονομισμάτων, καθώς ένα μέρος των μεγαλοεπενδυτών βλέπει πως δεν αποδίδουν όσο γρήγορα ήλπιζαν οι μεγάλες επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη και τις άλλες τεχνολογίες αιχμής, όπου έχουν επενδυθεί τρισ. δολάρια, αποτύπωσαν ακριβώς αυτό το «δομικό» πρόβλημα. Ενώ φούντωσαν παραπέρα και την αντιπαράθεση στο εσωτερικό της αστικής τάξης των ΗΠΑ για το ποιοι είναι οι κλάδοι που θα πρέπει να πριμοδοτηθούν.
Με υπόβαθρο όλα αυτά οι ανταγωνισμοί έφτασαν σε νέα ύψη: Τα αστικά επιτελεία έφτασαν να προειδοποιούν για «νέο εμφύλιο» προ των πυλών, το αστικό πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ είδε περιστατικά που μέχρι χτες έμοιαζαν «αδιανόητα».
Αποκορύφωμα όταν στις 13 Ιουλίου, ο Τραμπ αντιμετώπισε την πρώτη απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του σε συγκέντρωση στην Πενσυλβάνια, με μια σφαίρα να περνά ξυστά από το αυτί του, με αποτέλεσμα να κατέβει εσπευσμένα από τη σκηνή και να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Ακολούθησε ακόμα μια απόπειρα δολοφονίας του υποψήφιου Προέδρου, τον Σεπτέμβρη στο γήπεδο γκολφ στη Φλόριντα.
Είχαν προηγηθεί και άλλα «ρεκόρ», όπως αυτό του Φλεβάρη, όταν μετά από 150 χρόνια (!) οι Ρεπουμπλικάνοι στη Βουλή των Αντιπροσώπων επιχείρησαν να παραπέμψουν σε δίκη στη Γερουσία υπουργό, και συγκεκριμένα τον υπουργό Εσωτερικής Ασφαλείας της κυβέρνησης Τζο Μπάιντεν, τον Αλεχάντρο Μαγιόρκας, κατηγορώντας τον προσωπικά ότι «προκάλεσε» τη μεταναστευτική κρίση στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό.
Στα τέλη Μάη, ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ο πρώτος πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ που καταδικάστηκε για έγκλημα, όταν κρίθηκε ένοχος για 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων, με τη ρεπουμπλικανική πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου να αποφασίζει τον Ιούλη ότι έχει προεδρική ασυλία από ποινικές διώξεις για ορισμένες από τις πράξεις του στο αξίωμα του Προέδρου.
Στις αρχές Ιουνίου, ο Χάντερ Μπάιντεν έγινε επίσης το πρώτο παιδί ενός εν ενεργεία Προέδρου που δικάστηκε, και μάλιστα κρίθηκε ένοχος για τρεις κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα για οπλοκατοχή, πριν λάβει προεδρική χάρη από τον Τζο Μπάιντεν.
Ενώ ο «διχασμός» στην αστική τάξη των ΗΠΑ αποτυπώθηκε και στο… ταμείο: Οι χορηγίες των μονοπωλίων βάρεσαν «ταβάνι» κατά την προεκλογική εκστρατεία. Μόλις η Κάμαλα Χάρις αντικατέστησε τον Τζο Μπάιντεν στην προεδρική υποψηφιότητα των Δημοκρατικών, η έναρξη της εκστρατείας της σημαδεύτηκε με τη συγκέντρωση άνω των 100 εκατ. δολαρίων μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες. Ακολούθησε για το στρατόπεδο Τραμπ η ένταξη του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου, του Ελον Μασκ, ο οποίος δαπάνησε πάνω από 250 εκατ. δολάρια για να ενισχύσει την υποψηφιότητα Τραμπ, φτάνοντας έτσι σε σημείο να αποκαλείται ως «σκιώδης Πρόεδρος», αναλαμβάνοντας και υπουργικό χαρτοφυλάκιο.