Μια βραδιά αφιερωμένη στον μεγάλο κομμουνιστή διανοητή Μπέρτολτ Μπρεχτ, που έθεσε τη δημιουργία του για να μας προετοιμάσει «για τους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν», αλλά και στους σπουδαίους Χανς Αϊσλερ και Κουρτ Βάιλ, οι οποίοι έγραψαν τις περισσότερες μουσικές στα ανεβάσματα των θεατρικών του έργων, συνέθεσαν όπερες και μελοποίησαν τα ποιήματά του, ήταν η εκδήλωση που διοργάνωσε τη Δευτέρα η ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ.
Στην κατάμεστη αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» κόσμος όλων των ηλικιών φανέρωσε έμπρακτα το ενδιαφέρον του για εκδηλώσεις που «φωτίζουν» τη ζωή και το έργο μεγάλων δημιουργών που απέδειξαν πως «σε σκοτεινούς καιρούς και η τέχνη πρέπει να αποφασίσει».
Στην εκδήλωση μίλησε η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ.
Ακολούθησε ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό πρόγραμμα που απέσπασε το πιο θερμό χειροκρότημα όλων των παρευρισκομένων.
Ο διεθνούς φήμης αρχιμουσικός Γιώργος Ζιαβράς διηύθυνε μουσικό σύνολο αποτελούμενο από τους μουσικούς Ana Chifu, Ελευθερία Πολογεώργη (Φλάουτα), Κώστα Τζέκο, Μαρία Σαρρή, Ειρήνη Αμανατιάδου (Κλαρινέτα), Φώτη Αθανασίου, Στέργιο Πολύζο (Σαξόφωνα), Δημήτρη Ντακοβάνο, Δημήτρη Κουφαλάκο (Φαγκότα), Νίκος Σαρρή, Χριστίνα Καλαμπαλίκη (Τρομπέτες), Σταύρο Κλαβανίδη (Τρομπόνι), Κωνσταντίνο Ασλανίδη (Τούμπα), Παναγιώτη Ζιάβρα (Κρουστά), Πτολεμαίο Αρμάο (Κιθάρα), Γιώργο Ρούλο (Κοντραμπάσο), Παναγιώτη Γιαννακάκη (Πιάνο), Χρήστο Ζερμπίνο (Ακορντεόν).
Τα μουσικά κομμάτια από τα θεατρικά έργα «Η όπερα της πεντάρας» (1928), «Η άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» (1927 – 1929) και «Στρογγυλοκέφαλοι – Σουβλεροκέφαλοι» (1932) ερμήνευσαν εξαιρετικά οι Γιώργος Ιατρού και Γιώργος Σαμαρτζής.
Μπ. Μπρεχτ, ο θεμελιωτής μιας ολόκληρης στρατηγικής για την πρωτοπόρα Τέχνη
Αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη:
«Κάθε θεατρικό έργο που δεν έχει μονάχα την τάση να κάνει λεφτά έχει κάποια τάση», έγραφε ο Μπρεχτ. Και συμπλήρωνε ότι στη μεγάλη Τέχνη το φρόνημα και το ταλέντο είναι εξίσου σημαντικά. Αυτό ισχύει με το παραπάνω στη δική του περίπτωση. Ο Μπρεχτ ποτέ δεν φοβήθηκε να βάλει στην Τέχνη του την πολιτική. Πίστευε ότι η Τέχνη δεν υπηρετεί την πολιτική, αλλά είναι μέρος της. Ούτε στιγμή δεν επέτρεψε στον εαυτό του να ξεχαστεί σε ρεμβασμούς και ενδοσκοπήσεις. Ακόμα και το συνήθως κοφτό, λιτό, πολεμικό ύφος του αποτελεί πολιτική στάση. Τη στάση της ταξικής πάλης, που δεν επιδέχεται διακοσμήσεις και γαρνιρίσματα. Ετσι και ο Μπρεχτ οφείλει το μεγαλείο της Τέχνης του όχι μόνο στο αναμφισβήτητο δραματουργικό – ποιητικό ταλέντο του και στη βαθιά μαρξιστική του μόρφωση, αλλά και στο υψηλό πολιτικό του φρόνημα, που – παρά ορισμένες ενστάσεις του σε πλευρές των πολιτικών και αισθητικών κατευθύνσεων του ΚΚΣΕ, που με τον χρόνο αποδείχθηκαν σωστές – το υπηρέτησε με συνειδητή πειθαρχία και αυταπάρνηση.
Σε καιρούς που τους έσκιαζε η φοβέρα, με τη ραγδαία άνοδο του ναζισμού, την τρομοκρατία και τον ανελέητο διωγμό ειδικά των κομμουνιστών, όταν οι φιλικά προσκείμενοι στον κομμουνισμό διανοούμενοι, παραλυμένοι από τον φόβο, εγκατέλειπαν, εκείνος τον ακολουθούσε έως το τέλος. Υπήρξε κάτι σαν σταθερό ιδεολογικό έρεισμα, σαν ένας φάρος για τους συντρόφους του. Κατά τον γνωστό συγγραφέα Πέτερ Βάις, η στάση του Μπρεχτ πήγαζε από την ικανότητά του να βλέπει πιο πέρα από τα συμβάντα, επειδή διέθετε «ιστορική προοπτική», δηλαδή μια βεβαιότητα ότι κανένα εμπόδιο, κανένα πισωγύρισμα δεν θα μπορέσει να ανακόψει τελικά τον ιστορικό βηματισμό της ανθρωπότητας προς ένα ανώτερο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό (…).
Στον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, σ’ αυτήν την πιο προωθημένη θεωρία που δημιούργησε η ανθρώπινη διάνοια, αφομοιωμένη μάλιστα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στήριξε τη μεγαλοφυή σύλληψή του για την αξεπέραστη έως τις μέρες μας νέα Θεατρική Τέχνη. Η βαθιά μαρξιστική γνώση του είναι που του επέτρεψε να ανατρέψει όλα τα θεατρικά καθιερωμένα, να πραγματοποιήσει μια ιστορική τομή, ένα διαλεκτικό ποιοτικό άλμα ανάμεσα στο παλιό κλασικό και στο σύγχρονο θέατρο, να γίνει ο θεμελιωτής μιας ολόκληρης στρατηγικής για την πρωτοπόρα Τέχνη και ο πιο επιστημονικά ακριβής εισηγητής μιας γνήσιας μαρξιστικής αισθητικής (…).
Βέβαια ο Μπρεχτ δεν είχε την αυταπάτη ότι το θέατρο μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα. Το θέατρο δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ταξικό αγώνα έξω από αυτό. Αντίθετα, τον προϋποθέτει. Για να μπορεί να επιδράσει στις συνειδήσεις χρειάζεται μια σταθερή σύνδεσή του με το εργατικό κίνημα. Ετσι, στόχος του μπρεχτικού θεάτρου είναι να προετοιμάζει τις δυνάμεις που είναι προορισμένες να πραγματοποιήσουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό, προκαλώντας, διεγείροντας και οργανώνοντας τις διαθέσεις τους γι’ αυτό (…).
Το έργο του Μπρεχτ δεν είναι μια στεγνή διδαχή ηθικών υποδείξεων και παροτρύνσεων υπέρ του σοσιαλισμού. Το έργο του Μπρεχτ δημιουργεί ερωτήματα, εισάγει ρωγμές, δεν δίνει όμως άμεσα απαντήσεις, αλλά καλεί το κοινό σε συμμετοχή, σε προσπάθεια, σε αγώνα για να τις βρει μόνο του. Και είναι αλήθεια ότι ένα τέτοιο θέατρο όχι μόνο δεν παραιτείται από τη συγκινησιακή επίδραση, όπως του καταλογίζεται, αντίθετα καλλιεργεί τις πιο δυνατές και βαθιές συγκινήσεις: Την ανυπέρβλητη χαρά και τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης, αλλά και την πιο απολαυστική, την πιο ανθρώπινη ιδιότητα του ανθρώπου, που είναι η δημιουργική του δύναμη (…).
Σχετικά με τα έργα που παρουσιάστηκαν
Η «Οπερα της Πεντάρας», σε μουσική Κουρτ Βάιλ και λιμπρέτο του Μπρεχτ, που η υπόθεσή της εκτυλίσσεται στη βικτωριανή εποχή, στην ουσία αναφέρεται στην πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, που ο Μαρξ το περιγράφει να «γεννιέται βουτηγμένο από την κορφή ως τα νύχια στο αίμα και τη βρωμιά». Στο έργο μεταφορικά η πρωταρχική συσσώρευση γίνεται από έναν κακοποιό και έναν απατεώνα, που ο πρώτος έκλεβε ακόμα και δολοφονώντας και ο δεύτερος έκλεβε μέσω μιας εταιρείας ζητιάνων που είχε ιδρύσει από στρατολογημένους ανέργους μεταμφιεσμένους σε σακάτηδες. Στο τέλος οι δύο τους συμφωνούν ότι πιο εύκολο θα τους είναι, αντί να ριψοκινδυνεύουν ληστεύοντας παράνομα, να ιδρύσουν μια τράπεζα για να μπορούν νόμιμα πια να ληστεύουν. Μνημειώδης έμεινε η φράση που ο ληστής και δολοφόνος Μακίθ ξεστομίζει μπροστά στην κρεμάλα: “Κυρίες και κύριοι, σκεφτείτε, τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της, και τι η δολοφονία ενός ανθρώπου μπροστά στην πρόσληψή του;”. Η όπερα απευθύνθηκε στο συνηθισμένο αστικό κοινό, που την αντιμετώπισε σαν ένα εύγευστο ψέμα και, χωρίς να ενοχληθεί, την απόλαυσε. Παρόλο το βάθος της γνώσης του στις δομές του καπιταλισμού, ο Μπρεχτ στο έργο αυτό κινείται στη σφαίρα της κυκλοφορίας (εμπορικό και τραπεζικό κεφάλαιο), χωρίς οι πηγές του πλουτισμού να γίνονται τελείως καθαρές ακόμα (…).
Πολύ πιο έντονη είναι η παρωδία του καπιταλισμού στο σύγχρονο και τελευταίο στάδιο της παρακμής του, στην όπερα των Μπρεχτ και Βάιλ «Ανοδος και Πτώση της πόλης Μαχαγκόνι». Εδώ παρουσιάζεται μια πόλη βυθισμένη στη σήψη και τη διαφθορά, όπου τα πάντα επιτρέπονται: Η ανομία, ο πληρωμένος έρωτας, αλλά κυρίως η καταπίεση και η εκμετάλλευση των αδύναμων από τους δυνατούς. Το μόνο που δεν επιτρέπεται είναι να παραγγέλνεις και να μην πληρώνεις, να μην έχεις χρήμα. Στις σημειώσεις του ο Μπρεχτ τονίζει ότι η όπερα «Μαχαγκόνι» μπορεί «ίσως να διατηρεί το απολαυστικό – γευστικό στοιχείο που αρμόζει σε μια όπερα, έχει ωστόσο σκοπό να αλλάξει την κοινωνία, κάθεται ας πούμε στο παλιό κλαρί αλλά για να μπορέσει να το πριονίσει…». Προς επιβεβαίωση της πεποίθησής του ότι η Τέχνη δεν μπορεί όλους να τους ενώνει, να είναι συμφιλιωτική, το κοινό των αστών αυτήν τη φορά δεν παγιδεύτηκε, δεν αποδέχτηκε να αποκαλύπτεται τόσο ωμά το βασικό τους κίνητρο – το χρήμα – και αποδοκίμασε την παράσταση (…).
Το θεατρικό «Στρογγυλοκέφαλοι και Μυτεροκέφαλοι», σε μουσική Αϊσλερ, εντάσσεται στα διδακτικά έργα και έχει τη μορφή παραμυθιού. Το περιεχόμενό του όμως κάθε άλλο παρά παραμυθένιο είναι, η δε επικαιρότητά του είναι εκπληκτική. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια μυθική χώρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, όπου παρά την αφθονία της παραγωγής οι αγρότες έχουν εξαντληθεί από την πείνα και εξεγείρονται κατά των τσιφλικάδων, που σε συνεργασία με το κράτος – αντιπροσωπευόμενο από τον αντιβασιλιά – απαιτούν όλο και μεγαλύτερους φόρους στα μισθώματα. Σαν ύστατη προσπάθεια του κράτους να καταστείλει την εξέγερση, καλείται ένας τύπος που παραπέμπει στον Χίτλερ και ο οποίος ως λύση προτείνει την αντικατάσταση της ταξικής πάλης με τη φυλετική διαίρεση ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας που έχουν στρογγυλό κεφάλι και σε εκείνους που το κεφάλι τους είναι σουβλερό. Και την πετυχαίνει. Κάτι δηλαδή σαν αυτό που επιχειρείται σήμερα, με την αξιοποίηση διαφόρων υπαρκτών αντιθέσεων (φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, εθνικότητας κ.λπ.) για να μετατοπίζεται η προσοχή από την κύρια αντίθεση, κεφαλαίου – εργασίας, και να αποτρέπεται η συνειδητοποίηση των κοινών συμφερόντων όλων των εργαζομένων ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, το φύλο, το έθνος, τη θρησκεία κ.λπ. Το έργο καταλήγει με την καταστολή της εξέγερσης και τον απαγχονισμό των ανυπάκουων κατοίκων, ανεξάρτητα αν είχαν μυτερά ή στρογγυλά κεφάλια, την ίδια ώρα που μυτεροί και στρογγυλοί τσιφλικάδες τρωγόπιναν μαζί με τον αντιβασιλιά, δίπλα στην κρεμάλα. Το δίδαγμα του έργου είναι ότι για να μπορέσει η εργατική τάξη να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική επιθετικότητα θα πρέπει να χειραφετηθεί από την αστική, να αποκτήσει συνείδηση ως τάξη για τον εαυτό της, όπως το κάνουν οι αστοί, που μπροστά στο κοινό τους ταξικό συμφέρον παραμερίζουν τους ανταγωνισμούς τους. Το τέλος όμως του έργου είναι ελπιδοφόρο, με τον αντιβασιλιά να τον δέρνει η αμφιβολία για το αν θα συνεχίσει να κοιμάται ήσυχος στο κρεβάτι του ή θα έρθει η μέρα που η βροχή θα πέφτει από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή η μέρα που ο κόσμος θα γυρίσει ανάποδα και τη βροχή θα τη ρίχνουν οι από κάτω, οι αδικημένοι, στους από πάνω, τους αδικητές τους.