Οι 200 της Καισαριανής ζουν. Η Πρωτομαγιά του 1944 ήταν κόκκινη, κόκκινη σαν το αίμα τους που πότισε το Σκοπευτήριο, κόκκινη σαν τα υψηλά ιδανικά των κομμουνιστών.
«…Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, | μόν’ ήρθαν μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους | κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος…».
Αθάνατοι οι 200. Εκτελέστηκαν μα δεν πέθαναν. Μέχρι σήμερα τους ακούμε:
«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί. | Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας σημαίες | η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα. | Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες | αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.| Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς να ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς | μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία | δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, | εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας»
Ήταν Δευτέρα -Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα ‘βγαινε στις 5.33΄… Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Εκατόν εβδομήντα ήταν πρώην κρατούμενοι της Ακροναυπλίας και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη, όλοι κομμουνιστές. Τους είχε παραδώσει στο γερμανικό στρατό κατοχής η δικτατορία του Μεταξά. Η εκτέλεσή τους αποφασίστηκε με πρόσχημα το θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού στη διάρκεια ενέδρας των ανταρτών στους Μολάους στις 27 Απρίλη του 1944.
Στο μεγάλο μέτωπο ήδη ένα χρόνο πριν είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση από το Στάλινγκραντ. Το θηρίο ψυχορραγούσε αλλά δεν ξεχνούσε ποιος είναι ο ταξικός αντίπαλος.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς του ’44 στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου όλοι ήξεραν. Κι όλοι έκαναν την επιλογή τους. Δε χρειάστηκε να ρωτήσουν τι και πώς. Με τ’ άκουσμα του ονόματός του καθένας έβγαινε μπροστά με σφιχτή τη γροθιά στα σηκωμένα μπράτσα: «Ζήτω το ΚΚΕ, εκδίκηση» οι τέσσερις λέξεις που πέρασαν από 200 στόματα. Κι ένας λεβέντικος χορός κάτω απ’ την μπούκα των πολυβόλων. Τι να φοβηθούν; Από τι να κάνουν πίσω;
Κι ύστερα το Σκοπευτήριο στην Καισαριανή.
Στο θυσιαστήριο της Λευτεριάς γράφτηκε μια από τις πιο λαμπρές και πιο ηρωικές σελίδες στην Ιστορία του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος. Διακόσιοι πρωτοπόροι αγωνιστές, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ έπεσαν ως τον τελευταίο με το κεφάλι ψηλά. Το αίμα τους μια κόκκινη, αιμάτινη γραμμή υπενθυμίζει: «…Μόνο θυμηθείτε το αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας».
Πράξη πρώτη
Η είδηση είχε φτάσει μια μέρα πριν και οι εφημερίδες της εποχής γνωστοποιούσαν: «Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και 3 συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.
Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανάνδρων τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς την Σπάρτην έξωθεν των χωριών».
Ο Θ. Κορνάρος γράφει: «Ο διοικητής του Χαϊδαρίου (σσ. του στρατοπέδου όπου ήταν φυλακισμένοι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης) δεν είχε κανένα δικαίωμα ν’ αλλοιώσει τη σύνθεση του καταλόγου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντικαταστήσει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων με άλλα(…) Ο διοικητής απάν’ στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα (…) Οχι. Οχι εσύ Ναπολέων(…) Το στρατόπεδο αναταράσσεται.
Ως ετούτη τη στιγμή αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του “Παιδιού”. Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τα αυτιά είναι τεντωμένα και αφουγκράζονται. Οσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουνε την ίδια στιγμή τα λόγια του: Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!…
Το στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεχτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουν, κοιτάζονται και σα νευρόσπαστα χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή!..
Από καρδιάς…
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης στο δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου». Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου». Το ίδιο δωρικά και τα γράμματα των άλλων ηρώων. Ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη». Ο εργάτης μεταλλουργός Σάββας Σαββόπουλος: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα, δε χάσαμε την πίστη μας στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ενωσης… Καμία δύναμη δε θα τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου με σκληρή δουλιά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ».
Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές».
Ο Νίκος Μαριακάκης: «Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».
Ο νεαρός Δημήτρης Σοφής από την Πεντέλη με μόλις οκτώ λέξεις: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».
Πράξη δεύτερη
Ηταν, γράφει ο Ν. Καραντηνός, «μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα ‘βγαινε στις 5.33΄… Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές… Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή. Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.
(…)
Ο Στέλιος Φραγκίσκος, Ακροναυπλιώτης, θυμόνταν: “Τέτοιο δράμα, τέτοια μέρα η Καισαριανή δεν την ξανάζησε. Περιμένοντας να ακούσει 10 φορές την ομοβροντία και δέκα φορές τις χαριστικές βολές, που τις διέκοπταν τα τραγούδια κι οι ζητωκραυγές των μελλοθάνατων”.
(…)
Η Μαίρη Παρασκευοπούλου ήταν τότε 14 χρόνων. Είχε βρεθεί σε μια ταράτσα. Και καθώς θυμάται κόντευε μεσημέρι. Ηταν η ταράτσα του αστυνομικού Θάνου. Από εκεί με τα κιάλια παρακολουθούσαν. Διέκρινες μια ομάδα να σηκώνει τα χέρια. Είδε τα χέρια ψηλά με τ’ άσπρα πουκάμισα. Και είχε καρφωθεί στη μνήμη της η κραυγή και μια ριπή: Αδέλφια Γεια σας. Και με το Γεια σας η ριπή. Κι αμέσως μετά οι χαριστικές βολές».
Τα κορμιά των 200 της Καισαριανής μάτωσαν το χώμα του Σκοπευτηρίου.
Τους είχαν χωρίσει σε εικοσάδες.
Ο Ν. Σουκατζίδης είχε μείνει στην τελευταία για να μεταφράζει. Με μια φωνή οι μελλοθάνατοι είπαν τις τελευταίες τους κουβέντες:
Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω το ΚΚΕ. Ζήτω η λευτεριά…
Το κάλεσμα του ΕΑΜ
Το ΕΑΜ, λίγες μέρες μετά, σε ανακοίνωσή του γράφει για τις «ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙ Ο ΚΑΘΕ ΑΘΗΝΑΙΟΣ»:
«…Ποια ηθική, ποιο δίκιο, ποια λογική λέει πως όταν δυο στρατοί πολεμούν εκείνος που χάνει στη μάχη έχει το δικαίωμα να σκοτώνει ανθρώπους που κάθουνται χιλιόμετρα μακριά; Να τουφεκίζει κρατούμενους που όντως ήταν τα θύματα της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και βρίσκονται φυλακή από το 1936 κι επομένως δεν μπορούσαν να είχαν καμιά σχέση με την οργάνωση των μαχών;
(…) Η φρικώδης και πρωτάκουστη τρομοκρατία που εξασκεί στην Ελλάδα ο καταχτητής με τη βοήθεια γερμανοράλληδων δεν είναι στην ουσία αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ εδώ και στην ύπαιθρο. Αυτό είναι απλή δικαιολογία. Γίνεται για να τρομοκρατηθεί ο λαός να σταματήσει την αντίστασή του και να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι οι καταχτητές την επιστράτευση και τη ληστεία του τόπου μας.
ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ, Η στιγμή είναι κρίσιμη. Αν σκύψουμε το κεφάλι είμαστε χαμένοι. Τα θύματα του αγώνα είναι πολύ λιγότερα από τα θύματα της επιστράτευσης, από τα θύματα της πείνας. Οι κρεμασμένοι και τουφεκισμένοι ήρωες, τα καμένα μας χωριά φωνάζουν. Μην αφήστε τη θυσία μας να πάει χαμένη! Μην υποταχθείτε! Αγωνιστείτε για να μη γίνει η επιστράτευση. Αγωνιστείτε για τη ζωή σας. Εκδικηθείτε μας. Αγωνιστείτε για να σταματήσουν οι σφαγές».
Πηγές, ποίηση:
Κώστας Βάρναλης, απόσπασμα από το ποίημά του «Πρωτομαγιά 1944».
Γιάννης Ρίτσος, «Σκοπευτήριο Καισαριανής».
Θέμος Κορνάρος, «Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», χαρισμένο στη μνήμη του εθνικού ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Νεοελληνικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1963. «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», Εκδόσεις Κέδρος, 1974.
Νίκος Καραντηνός, «Ο λαός της Καισαριανής ξαναθυμάται τους 200», «Ριζοσπάστης», 27 του Απρίλη 1980.
Σημείωση: Τηρείται η ορθογραφία των πρωτότυπων κειμένων.
Πηγή: Ριζοσπάστης