«Οι σχέσεις Ελλάδος και ΗΠΑ είναι σχέσεις στρατηγικού χαρακτήρα, είναι σχέσεις οι οποίες πια είναι κατοχυρωμένες μέσα στο πλαίσιο συμφωνιών που έχουμε υπογράψει», τόνισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, λίγες ώρες μετά την τηλεφωνική συνομιλία με τον Ντόναλντ Τραμπ, φέρνοντας ως παράδειγμα την συμφωνία «αμυντικής συνεργασίας» που έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα αμερικανοΝΑΤΟικό ορμητήριο και βέβαια στόχο αντιποίνων.
Μιλώντας στο «Future Unfold – The Annual Technology Forum», υποστήριξε ότι η Ελλάδα «αποτελεί όχι απλά παράγοντα σταθερότητος στην περιοχή, αλλά μια χώρα η οποία είναι σε θέση να αξιοποιήσει το ειδικό της βάρος για να διαμορφώσει εξελίξεις στην περιοχή», όπου μαίνονται δύο πόλεμοι με ελληνική εμπλοκή σε αυτό το ιμπεριαλιστικό σφαγείο.
Εμφανίστηκε επίσης υπέρμαχος της μεγαλύτερης πολεμικής προετοιμασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οποία οι λαοί θα ματώσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά, λέγοντας πως «η Ευρώπη, ανεξαρτήτως του τι έγινε στις ΗΠΑ, πρέπει να ξυπνήσει από αυτόν τον λήθαργο γεωπολιτικής αφέλειας, τον οποίο δυστυχώς έχει εισέλθει εδώ και πολλά χρόνια».
«Όταν ο πρόεδρος Τραμπ το 2018 είπε στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, με τρόπο ίσως θα έλεγα πολύ άμεσο, πολύ ”ωμό”, ότι δεν γίνεται μονίμως οι Ηνωμένες Πολιτείες να εγγυώνται την ασφάλεια όλων των ευρωπαϊκών χωρών και η Ευρώπη να μην φτάνει στις αμυντικές δαπάνες που είναι καθορισμένες από το ΝΑΤΟ, δηλαδή στο 2%, είχε επί της ουσίας δίκιο», είπε. «Η Ελλάδα, βέβαια, ήταν μια χώρα που πάντα βρισκόταν στο 2% και τώρα είναι στο 3% των αμερικανικών δαπανών, αλλά πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών και η καλύτερη ευρωπαϊκή συνεργασία θωρακίζει την Ευρώπη ως προς τη στρατηγική της αυτονομία και ενισχύει ταυτόχρονα και το ΝΑΤΟ. Και σίγουρα χτίζει και γέφυρες στενότερης συνεργασίας με την καινούργια αμερικανική διοίκηση», σημείωσε, κομπάζοντας επειδή η Ελλάδα δαπανά δισεκατομμύρια για τους ΝΑΤΟικούς εξοπλισμούς.
«Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας πρέπει να αποκτήσει χαρακτηριστικά κατεπείγοντα», ανέφερε ακόμη, συστήνοντας «να διαβάσουμε πολύ προσεκτικά την έκθεση Ντράγκι και να εστιάσουμε σε εκείνους τους τομείς που η Ευρώπη πραγματικά μπορεί να βελτιώσει συνολικά την ανταγωνιστικότητά της, όχι κατ’ ανάγκη πάντα σε πλαίσιο σκληρού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ, αλλά για να κάνουμε αυτό το οποίο είναι πρώτα και πάνω από όλα σωστό για εμάς».
Αναφερόμενος στην τεχνητή νοημοσύνη, είπε ότι οφείλουμε να δούμε πως μπορούμε «να κάνουμε ένα άλμα παραγωγικότητας» ενσωματώνοντας την σε πολλούς τομείς της πολιτικής. Δεν παρέλειψε, επίσης, να διαφημίσει τα διάφορα προκλητικά προνόμια για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων, διαβεβαιώνοντας πως «τώρα κάνουμε ένα επενδυτικό άλμα, το οποίο σε ένα βαθμό ήδη δρομολογείται, αλλά είναι σαφές ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα».