Καθυστερημένη χαρακτήρισε την αποπομπή Αυγενάκη από την κυβέρνηση, η Μαρία Κομνηνάκα βουλευτής του ΚΚΕ καθώς όπως έχει αποδειχθεί η κυβέρνηση γνώριζε τους τραμπουκισμούς του βουλευτή από τη στιγμή που έγινε κι «έκανε την ανάγκη φιλοτιμία» όταν έγινε γνωστό το βίαιο περιστατικό σε βάρος του εργαζόμενου από τα βίντεο που κυκλοφόρησαν.
Την ίδια στιγμή, συνέχισε, η κυβέρνηση και συγκεκριμένα ο ίδιος ο πρώην υπουργός κάθεται σούζα μπροστά στους ολιγάρχες, σύμφωνα και με βίντεο που κυκλοφόρησε το ΠΑΜΕ.
Σημείωσε ότι «το αστικό κράτος είναι επιλεκτικά ανίκανο, αργό και εχθρικό προς τις λαϊκές ανάγκες αλλά ταχύτατο και αποτελεσματικό, στην καταστολή του λαού και στην προστασία των επιχειρηματικών συμφερόντων». Όπως είδαμε και στις πρόσφατες φωτιές, σε Κερατέα, Σταμάτα, Χίο και αλλού, είχαμε δύο νεκρούς, καμένα σπίτια και περιουσίες, στο πλαίσιο μιας πολιτικής που αντιμετωπίζει την πρόληψη ως κόστος. Κατήγγειλε την κυβέρνηση που προκαλεί όταν μιλά για ατομική ευθύνη και περιορισμένες καταστροφές και την κάλεσε να πάρει μόνιμο προσωπικό και μέσα για ν΄ αντιμετωπίσει τις φυσικές καταστροφές.
Αναφερόμενη στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που αλλάζει εκ βάθρων την ακυρωτική δίκη και τη λειτουργία του ΣτΕ, εξέφρασε την αντίθεση του ΚΚΕ, ανέφερε ότι το Κόμμα θα το καταψηφίσει και κατήγγειλε την κυβέρνηση που αρνήθηκε να συνομιλήσει με τους αρμόδιους φορείς, δικαστές, δικηγόρους, δικηγορικούς υπαλλήλους και συνομίλησε μόνο με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα.
Ουσιαστικά και με αυτό το νομοσχέδιο, προωθείται η λογική κόστους οφέλους και στη δικαιοσύνη, με πρόσχημα την αναγκαιότητα της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης. Αυτό όμως, σημείωσε για τις λαϊκές υποθέσεις σημαίνει νέα δικονομικά βάρη, νέα εμπόδια που οδηγούν σε υποβαθμισμένη απονομή δικαιοσύνης και εξασφάλιση πραγματικής επιτάχυνσης για τις υποθέσεις μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Σημείωσε ότι η πιο αντιδραστική η ρύθμιση του νομοσχεδίου είναι η μεταφορά διαδικασίας της ακυρωτικής δίκης από το ακροατήριο στο συμβούλιο, μια διαδικασία υποτιμημένης παροχής δικαστικής προστασίας σε σχέση με εκείνη που γίνεται στο ακροατήριο, αφού λείπουν βασικές εγγυήσεις. Ουσιαστικά είναι ξεπέταγμα με συνοπτικές διαδικασίες της πλειοψηφίας των υποθέσεων, σημείωσε.
Για την εξαίρεση που προβλέπει το νομοσχέδιο για τις περιπτώσεις επείγοντος χαρακτήρα, που θα πηγαίνουν απευθείας στο ακροατήριο, σημείωσε πως αυτή η εξαίρεση, όπως όλα δείχνουν θα τεθεί στη διάθεση των υποθέσεων του μεγάλου κεφαλαίου και μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος.
Υπογράμμισε μάλιστα ότι το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα να προσβληθεί η απόφαση του Συμβουλίου ζητώντας την παραπομπή στο ακροατήριο όταν ο διάδικος θα καταβάλλει το πενταπλάσιο του παραβόλου.
Ετσι διαμορφώνονται πολυτελείς διαδικασίες για όποιον το σηκώνει η τσέπη του ενώ οι άλλοι θα περιμένουν τη σειρά τους. Η δικαιοσύνη γίνεται πιο ακριβή και απρόσιτη για τα λαϊκά στρώματα, σημείωσε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε πως ισχυροποιείται η απονομή δικαιοσύνης δύο ταχυτήτων, γρήγορη και αποτελεσματική για τις υποθέσεις του μεγάλου κεφαλαίου, που θα δικάζονται στο ακροατήριο ενώ οι υποθέσεις των εργαζομένων και του λαού θα θεωρούνται ανάξιες να εισαχθούν στο ακροατήριο με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η απονομή δικαιοσύνης για τον λαό.
Καταλήγοντας κατήγγειλε την κυβέρνηση που αποφεύγει να τοποθετηθεί στις μεγάλες ελλείψεις προσωπικού και τις άθλιες συνθήκες εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων αλλά και στην τροπολογία που κατέθεσε το ΚΚΕ για την καταβολή του επιδόματος ειδικών συνθηκών για τους δικαστικούς υπαλλήλους και στην αναδρομική πληρωμή στους νεοδιόριστους δικαστικούς, από τη στιγμή που αποφοιτούν από τη σχολή τους.