Το γεγονός ότι η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία φέρνει μέτρα που δεν προστατεύουν τα θύματα, δεν αντιμετωπίζει τα απαράδεκτα φαινόμενα, αλλά προσπαθεί και να νομιμοποιήσει αντιδραστικές για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού αλλαγές, στηλίτευσε η Μαρία Κομνηνάκα, βουλευτής του ΚΚΕ, μιλώντας σήμερα, Πέμπτη 23 Γενάρη, σε σχετική συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής.
Να σημειωθεί ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ κατήγγειλε άμεσα τη στάση του προεδρείου της Βουλής που με απαράδεκτο τρόπο διέκοψε τη βουλευτή του ΚΚΕ αφαιρώντας της τον λόγο με τη δικαιολογία ότι υπερέβη το χρονικό όριο (!) σε ένα νομοσχέδιο που κατά πάγια τακτική της κυβέρνησης έχουν ενσωματωθεί 6 διαφορετικά θέματα και 1 άσχετη τροπολογία!
Όσον αφορά το ίδιο το νομοσχέδιο, όπως είπε η Μ. Κομνηνάκα πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση στέκεται κυρίως στην αυστηροποίηση των ποινών, ανοίγοντας νέους επικίνδυνους δρόμους έντασης της ποινικής καταστολής, φτάνοντας στο σημείο να εξομοιώνει ανήλικους με ενήλικους ως προς την ποινική αντιμετώπιση με μια σειρά διατάξεις.
Η Μ. Κομνηνάκα ανέδειξε ότι ακριβώς το σάπιο σύστημα της εκμετάλλευσης, της νόμιμης βίας και καταστολής, του ανταγωνισμού, του ατομισμού και του κέρδους που στηρίζουν όλα τα κόμματα είναι αυτό που οδηγεί στην υποτίμηση προσωπικότητας ενός ανθρώπου ακόμα και της ίδιας της ζωής του.
Εξήγησε ότι οι καταδικαστέες συμπεριφορές εις βάρος των γυναικών (ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμός, δολοφονίες γυναικών) είναι το αποτέλεσμα της ανισότιμης θέσης της γυναίκας στη σημερινή εκμεταλλευτική κοινωνία, προσθέτοντας ότι οι ισχύοντες οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες κρατούν δέσμιες τις γυναίκες σε παθογόνες βίαιες σχέσεις, ενώ επισήμανε και τις ευθύνες όλων των μέχρι τώρα κυβερνήσεων που με τις πολιτικές τους έχουν επιδεινώσει τις συνθήκες ζωής και εργασίας του λαού γενικά και ειδικά των γυναικών.
Η βουλευτής του ΚΚΕ σημείωσε πως από τη στιγμή που είναι αισθητή η απουσία αναγκαίων κρατικών δομών για την προστασία και την επιστημονική και κοινωνική στήριξη θυμάτων, οι όποιες νομοθετικές αλλαγές δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ολόπλευρη προστασία των γυναικών, παρουσιάζοντας, στη συνέχεια, μια σειρά από ζητήματα, όπως η δημιουργία οικογενειακών δικαστηρίων και η επαρκής στελέχωσή τους με το απαραίτητο προσωπικό, που αν και εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του υπουργείου Δικαιοσύνης, αυτό στην πραγματικότητα είτε δεν κάνει τίποτα είτε λαμβάνει ημίμετρα.
Αποτελεί κόστος για το κράτος, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η Μ. Κομνηνάκα, η προστασία των γυναικών, ακριβώς επειδή απαιτούν γενναία κρατική χρηματοδότηση, για παράδειγμα, η δημιουργία ξενώνων κακοποιημένων γυναικών και των παιδιών τους, αλλά και η παροχή οικονομικής – νομικής – κοινωνικής στήριξης σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας και στις οικογένειες δολοφονημένων γυναικών. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η κυβέρνηση μέσα από το νομοσχέδιο παρουσιάζει ως ανακούφιση (!) το δικαίωμα τα θύματα και οι οικογένειες να εναντιώνονται στη διαδικασία εφ’ όρου απόλυσης του δράστη από τη φυλακή!
Σχολιάζοντας την κυβερνητική επιχειρηματολογία ότι δήθεν εισάγει θετικές αλλαγές με το εν λόγω νομοσχέδιο, η Μ. Κομνηνάκα αναρωτήθηκε πώς προστατεύονται τα θύματα, όταν η ίδια η Εθνική Αρχή Αποζημίωσης ομολογεί ότι έχει προχωρήσει σε ελάχιστες αποζημιώσεις, εξαναγκάζοντας τα θύματα σε κοστοβόρους δικαστικούς αγώνες που δεν μπορούν να δώσουν και τελικά «να μένουν απροστάτευτοι στη σκληρή πραγματικότητα». Ή όταν συνεχίζει να βάζει «στο ίδιο τραπέζι να διαπραγματεύονται λες και είναι η ζωή, η γενετήσια ελευθερία, η αξιοπρέπεια των γυναικών κάτι που μπορεί να το διαπραγματευτεί με τον κακοποιητή της», με τη βουλευτή του ΚΚΕ να υπενθυμίζει σε αυτό το σημείο ότι αυτές οι διαδικασίες έχουν καταγγελθεί και ότι πολλές φορές αξιοποιούνται και προς όφελος των θυτών «να πέφτουν στα μαλακά».
Η Μ. Κομνηνάκα υπογράμμισε ότι με το νομοσχέδιο η κυβέρνηση ουσιαστικά χρησιμοποιεί ως πρόσχημα αποκρουστικά φαινόμενα για να νομιμοποιήσει «στη συνείδηση βαθιά αντιδραστικές διατάξεις στο Ποινικό Δίκαιο, ενισχύοντας για πολλοστή φορά την κατασταλτική του λειτουργία», όπως η επικίνδυνη διαδικασία των τηλεφωνικών καταγγελιών.
«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ατελέσφορο αυτών των μέτρων, αλλά και οι επικίνδυνοι δρόμοι που ανοίγουν», πρόσθεσε, ενώ ειδική αναφορά έκανε και στις διατάξεις για την αφαίρεση υλικού από το διαδίκτυο, όπου τόνισε ότι η προστασία των θυμάτων πρέπει να είναι απόλυτη και όχι να εξαρτάται από τα συμφέροντα των πορνογραφικών πλατφορμών, όπως αφήνει να εννοηθεί από την ευρωπαϊκή οδηγία.
Τέλος, σημείωσε ότι η διάταξη για την υποκίνηση μίσους αξιοποιείται για να ενισχύεται η λογοκρισία στο διαδίκτυο και τώρα αυτό γίνεται με πιο συνοπτικές διαδικασίες, ενώ χαρακτήρισε προβληματική και επικίνδυνη τη διατύπωση ότι είναι ανοιχτή η συστηματική παρακολούθηση που μπορεί να προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε ένα θύμα όταν ο παρακολουθών έχει δώσει άδεια.