Στις καταιγιστικές και επικίνδυνες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή στάθηκε στην αρχή της ομιλίας της στη Βουλή η Μαρία Κομνηνάκα, βουλευτής του ΚΚΕ, στο πλαίσιο της συνεδρίασης της Ολομέλειας για το νομοσχέδιο για το Κτηματολόγιο. Κάλεσε τον λαό σε επαγρύπνηση και «να εκφραστεί εδώ και τώρα μαζική λαϊκή καταδίκη των εγκλημάτων του Ισραήλ που συνεχίζει ακάθεκτα να μακελεύει τους λαούς και να δυναμώσει ο αγώνας ενάντια στην εμπλοκή της χώρας και η αλληλεγγύη στους λαούς που ματώνουν εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών σχεδίων και πολέμων».
Όπως εξήγησε, πιο συγκεκριμένα, το ισραηλινό κράτος-δολοφόνος «βάζει κυριολεκτικά μπουρλότο στη Μέση Ανατολή» με τις ευλογίες ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, προχωρώντας σε γενικευμένο πόλεμο με απανωτούς βομβαρδισμούς σε τρεις χώρες και εναντίον τριών λαών, χερσαία εισβολή στον Λίβανο και συνέχεια της γενοκτονίας του Παλαιστινιακού λαού σε Γάζα και Δυτική Όχθη. Πρόσθεσε ότι οι απειλές κατά του Ιράν «αποδεικνύουν ότι είναι σε εξέλιξη ένα σχέδιο κλιμάκωσης του πολέμου και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, ο αντίκτυπος των οποίων υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της Μέσης Ανατολής», επισημαίνοντας, παράλληλα, τις «πολύ επικίνδυνες, απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή και διεθνώς».
Η Μ. Κομνηνάκα τόνισε ότι συνένοχοι και βαθιά εκτεθειμένοι είναι τόσο η κυβέρνηση που δεν χάνει την ευκαιρία να δίνει τα διαπιστευτήριά της στο κράτος-δολοφόνο και ταυτόχρονα να επιδίδεται σε προκλητική υποκρισία με ευχολόγια για αποκλιμάκωση και σταθερότητα, τη στιγμή, όμως, που με την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη που του παρέχει έχει μπλέξει τον ελληνικό λαό σε επικίνδυνες περιπέτειες, όσο και όσοι «αναμασούν τα φαιδρά προσχήματα περί αυτοάμυνας του Ισραήλ». Ειδική αναφορά έκανε και στα άλλα κόμματα «που έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους για το έγκλημα που συντελείται και για τους μεγάλους κινδύνους που έχει αναλάβει και ο λαός από την εμπλοκή της χώρας σε αυτό το μακελειό».
Η βουλευτής του ΚΚΕ μίλησε και για τη μεγάλη πυρκαγιά που καίει για τρίτη μέρα στην Κορινθία, αφήνοντας πίσω της δύο νεκρούς και μεγάλες απώλειες σε λαϊκή περιουσία, τονίζοντας ότι «με τραγικό τρόπο έγιναν φύλλο και φτερό όσα είπε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ για βελτίωση χρόνο με τον χρόνο και μια μόνη πυρκαγιά που ξέφυγε στην Ανατολική Αττική μαζί και με τη μόνιμη προπαγάνδα περί ακραίων καιρικών φαινομένων». Από το βήμα της Βουλής απαίτησε να διατεθούν όλα τα μέσα και οι δυνάμεις για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, να στηριχθούν χωρίς κωλυσιεργίες οι πληγέντες, να ξεκινήσει πλήρης αποκατάσταση ζημιών και να παρθούν μέτρα ενάντια στις κατολισθήσεις στις καμένες εκτάσεις με τις πρώτες βροχές.
Για το νομοσχέδιο, η Μ. Κομνηνάκα εξήγησε ότι σύγχρονα και χρήσιμα εργαλεία, όπως το Κτηματολόγιο και η αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων για τον εκσυγχρονισμό τους, χρησιμοποιούνται από το αστικό κράτος προς όφελος του κεφαλαίου, επιδιώκοντας την επιτάχυνση στην εμπορία γης και χωρίς εμπόδια, και ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα, όπως τη διασφάλιση της μικρής ιδιοκτησίας του λαού, την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας περιουσίας.
Είπε ότι το νομοσχέδιο εντάσσεται «στη γενικότερη κατεύθυνση κατοχύρωσης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα ακίνητα, εξασφαλίζοντας συμπληρωματικά μέτρα για να ξεβαλτώσει η αγορά ακινήτων που σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ θα οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση της γης σε μεγάλες επενδύσεις για τα διάφορα έργα και αναγκαίες για το κεφάλαιο αλλαγές στις χρήσεις γης που καθυστερούσαν». Ανέδειξε ότι το νομοσχέδιο θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια κρατικής γης, νομιοποίηση ανύπαρκτων ιδιοκτησιών ή προβληματικών ιδιοκτησιών καταστάσεων, νομιμοποίηση παράνομων αλλαγών στη χρήση και τον χαρακτήρα των εκτάσεων και για τις μικρές ιδιοκτησίες το ενδεχόμενο της απώλειας γης που με δυσκολία απέκτησαν.
Αναφερόμενη στην κτηματογράφηση, στάθηκε στο γεγονός ότι τα χρονικά πλαίσιά της δεν μπορούν να συμβαδίσουν με την ολοκλήρωση των δασικών χαρτών και των αντιρρήσεων που έχουν ασκηθεί, από τις οποίες έχει εξεταστεί λιγότερο από 10% και ταυτόχρονα, παραμένουν υποστελεχωμένες οι δασικές υπηρεσίες. Επομένως, πρόκειται για «ένα χρονικό όριο που οδηγεί σε κινδύνους για σοβαρές καταπατήσεις, εκχερσώσεις, κλοπή κρατικής γης και μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση μικρομεσαίων ιδιοκτητών» που είτε ξεπουλούν είτε εγκαταλείπουν τις μικρές εκτάσεις τους για να μην επωμιστούν ένα κόστος που φτάνει ή ξεπερνάει την αξία τους, από τη μία και από την άλλη, «σε κατάργηση περιορισμών χρήσης γης προς όφελος μεγάλου κεφαλαίου, βοηθάει στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης γης και των απαραίτητων τεχνικών έργων στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Υπενθύμισε ότι τα μέχρι τώρα προβληματικά αποτελέσματα της κτηματογράφησης «τα πλήρωσε ο κόσμος που αναγκάστηκε να πληρώσει ξανά και ξανά τοπογράφους, συμβολαιογράφους και μηχανικούς πολύ περισσότερο αν χρειάζεται να καταφύγουν στα δικαστήρια, κάτι που φαίνεται ότι δεν θα αποφευχθεί».
Έδωσε έμφαση στην ανάγκη να στελεχωθεί το Κτηματολόγιο πλήρως με μόνιμο προσωπικό, ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα απέναντι στην κίνηση της κυβέρνησης να βάλει «από την πίσω πόρτα του κατά τα άλλα κρατικού φορέα τις εταιρείες, ιδιωτικοποιώντας και εργολαβοποιώντας τις υπηρεσίες του ελέγχου με τη διαδικασία διαπιστευμένων μηχανικών ή δικηγόρων κλπ».
Σχετικά με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης που στα χέρια της αστικής τάξης και του κράτους της «λειτουργεί ως άλλωθι για μη προσλήψεις», η Μ. Κομνηνάκα υπογράμμισε ότι είναι «παραπάνω από βάσιμος ο προβληματισμός για το πώς θα αξιοποιηθούν τα συγκεντρωμένα προσωπικά δεδομένα σε μια εποχή που κυριολεκτικά μεγάλες επιχειρήσεις σφάζονται για τη συγκέντρωση και αξιοποίησή τους με τις καταγγελίες και τα σχετικά σκάνδαλα να πληθαίνουν συνεχώς».
Σημείωσε, ακόμα, ότι ακόμα και μια σειρά ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να έχουν θετικό πρόσημα «σκοντάφτουν» στην κυβερνητική επιλογή περί περιορισμού πόρων και μη στελέχωσης υπηρεσιών και στην προσπάθεια για συνέπεια «στα περιβόητα ευρωενωσιακά ορόσημα», για παράδειγμα.
Τέλος, η Μ. Κομνηνάκα τόνισε ότι το ΚΚΕ καταψηφίζει το νομοσχέδιο, ακριβώς γιατί «η μέχρι σήμερα ασκούμενη πολιτική της γης και του κτηματολογίου στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τις κατευθύνσεις της ΕΕ, το κεφάλαιο, τους καταπατητές στον κατασκευαστικό κλάδο και όχι μόνο και δημιουργεί τεράστια προβλήματα για την προστασία του περιβάλλοντος, των δασών και τον λαό που ταλαιπωρείται χρόνια με αυτές τις πολύ κοστοβόρες και χρονοβόρες διαδικασίες».