Μ. Σκαρβέλης: Και στην περίπτωση του δασικού πλούτου, μόνο ο λαός σώζει τον λαό και το περιβάλλον!

Παρέμβαση έκανε ο Μιχάλης Σκαρβέλης, δασολόγος, καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού της Δασολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στην παρουσίαση της Ερώτησης που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ με θέμα «Μέτρα της κυβέρνησης για την επικείμενη αντιπυρική περίοδο».

Είπε συγκεκριμένα:

«Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν μεν ένα φυσικό οικολογικό φαινόμενο, ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες έχουν εξελιχθεί στο μέγιστο ίσως πρόβλημα των ελληνικών δασικών οικοσυστημάτων, δηλαδή της ραχοκοκαλιάς του χερσαίου φυσικού περιβάλλοντος. Ως αποτέλεσμα της πολιτικής που ασκούσαν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις. Η αντιπυρική προστασία των δασών είναι πολιτικό ζήτημα. Πολιτικές είναι επίσης και οι ευθύνες των κυβερνήσεων για τις τραγικές καταστροφές.

H συμπεριφορά της φωτιάς σε ένα δάσος παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες, εξαιτίας της σύνθεσης και της δομικής συγκρότησης του πολύπλοκου δασικού οικοσυστήματος, οπότε δεν έχει καμιά σχέση με την κατάσβεση μιας κοινής πυρκαγιάς σε έναν κλειστό χώρο και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται κατ’ ανάλογο τρόπο.

Η αντιμετώπιση των πυρκαγιών αποτελεί και πρέπει να αποτελεί μέρος της ολοκληρωμένης διαχείρισης και προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, οπότε για να αντιμετωπισθεί ολοκληρωμένα το πρόβλημα, πρέπει να εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο του δρόμου ανάπτυξης και διαχείρισης των δασών και της διαχρονικά ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής γης και χρήσης γης, περιβάλλοντος και δασικής πολιτικής.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε μια παγκόσμια “επιστημονική” πρωτοπορία: Όχι μόνο έχει διαχωριστεί η πρόληψη από την καταστολή, αλλά έχουν διαχωριστεί -νομοθετικά- τα δασικά οικοσυστήματα σε δάση, δασικές εκτάσεις και χορτολιβαδικές, τη στιγμή που από οικολογική άποψη δεν υφίστανται οι έννοιες αυτές, καθώς δάση, δασικές εκτάσεις, καθώς και οι γυμνές εκτάσεις που περικλείουν θεωρούνται ενιαία οικοσυστήματα. Ο δασικός χώρος είναι ενιαίος και αδιάσπαστος, διέπεται από ξεχωριστούς κανόνες λειτουργίας, με αλληλεπιδράσεις χλωρίδας και πανίδας και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να διαχειρίζεται ενιαία. Αυτό έγινε για να μπορούν πιο εύκολα να μετατραπούν σε βίλες, εργοστάσια, αποθήκες τουριστικά συγκροτήματα κλπ.

Διαχρονικά, ιδιαίτερα μετά το Β’ ΠΠ, οι δασικές πυρκαγιές αποτέλεσαν ένα “εργαλείο” στα χέρια όσων ήθελαν να σφετεριστούν δημόσιες εκτάσεις, ιδιαίτερα σε περιαστικές και τουριστικές περιοχές και οι δασικές εκτάσεις είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση.

Οι εμπρησμοί μαζί με τα “άγνωστα αίτια” (δηλαδή ανεπιβεβαίωτοι εμπρησμοί) αποτελούν, σύμφωνα με στοιχεία της Δασικής Υπηρεσίας από το 1974-1998, το 60-65% των αιτιών και καταστρέφουν το 85% των καμένων εκτάσεων. Μα και μετά τις καταστροφικές φωτιές, οι περισσότερες καμένες δασικές εκτάσεις -κυρίως- και δάση δεν κηρύσσονταν αναδασωτέες, με πρόφαση ασάφειες ιδιοκτησιακού χαρακτήρα και έτσι άλλαζαν χρήση, χαρακτήρα και ιδιοκτήτη (από κρατικές μη καταγραμμένες μετατρέπονταν σε ιδιωτικές με εκατοντάδες χιλιάδες αμφισβητούμενα συμβόλαια).

Συνέβαλε σε αυτό και η μη καταγραφή της κρατικής δασικής περιουσίας, η διαχρονικά ηθελημένη έλλειψη Εθνικού Κτηματολογίου και Δασολογίου που καθιστούσε και καθιστά δυνατή την εκχέρσωση, την καταπάτηση, αλλαγή ιδιοκτησίας σε μη καταγραμμένα κρατικά δάση και δασικές εκτάσεις και την οικειοποίηση καμένων κρατικών δασικών εκτάσεων με σκοπό την παράνομη ή “νόμιμη” αλλαγή της χρήσης τους, γεγονός που έδινε ένα ισχυρό κίνητρο στους εμπρηστές στο πλαίσιο της δράσης του κατασκευαστικού κεφαλαίου.

Το ζήτημα των δασικών πυρκαγιών αντιμετωπίστηκε -όσο αντιμετωπίστηκε- κύρια σαν ένα οικονομικό “πρόβλημα”, ακόμη και όταν οι κυβερνήσεις εμφανίζονταν ότι προσπαθούν να πάρουν μέτρα, και όχι σαν οικολογικό ζήτημα που επιπλέον στερεί πόρους από τη μελλοντική ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα. Αποκορύφωμα αποτελεί η αντιεπιστημονική διάσπαση της ενιαίας διαχείρισης των δασών, με τον διαχωρισμό της πρόληψης από την καταστολή και τη μεταφορά της αρμοδιότητας δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα (1998).

Από την πρώτη χρονιά εφαρμογής, ο αριθμός των καμένων εκτάσεων αυξήθηκε δραματικά και συνεχίζει να αυξάνεται. Μειώθηκαν ίσως μέχρι μια περίοδο κάπως τα έξοδα, αλλά τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι αμέσως μειώθηκαν και οι υλοτομούμενες ποσότητες ξυλείας, μειώνοντας αντίστοιχα και τα ήδη πενιχρά κρατικά έσοδα από την πώληση ξυλείας.

Ακόμη και αυτή την κατάσταση, της υπερσυσσώρευσης καύσιμης ύλης, η κυβέρνηση τη χρησιμοποιεί ως επιχείρημα για να παραδώσει τη διαχείριση των δασών σε ιδιώτες. Το πρόβλημα όμως μάλλον θα επιδεινωθεί: Ο επιχειρηματίας όταν μπαίνει στο δάσος επιζητά τη μεγιστοποίηση του κέρδους, με την απόληψη των μεγαλύτερων δυνατών ποσοτήτων ξυλείας στην ελάχιστη δυνατή επιφάνεια. Αυτή η συνθήκη όμως είναι το κριτήριο του σημερινού δρόμου ανάπτυξης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας που ζούμε. Επομένως, η κυβέρνηση βάζει το λύκο να σώσει τα πρόβατα! Να εξυπηρετεί δηλαδή τις κερδοφόρες επιδιώξεις των ξυλοβιομηχάνων και ξυλεμπόρων.

Κάτω, λοιπόν, από τις δεδομένες συνθήκες αποκτά τεράστια σημασία η πρωτοβουλία του ΚΚΕ. Αναδεικνύει την αιτία, είναι τεκμηριωμένη και επιβεβαιώνει συμπληρωμένο το σύνθημα ότι: Ακόμη και στην περίπτωση του δασικού πλούτου μόνο ο λαός σώζει τον λαό και το περιβάλλον στον δρόμο της ανατροπής».

Δείτε ακόμα...