Το κοινοβούλιο της Πολωνίας, στο οποίο πλειοψηφεί το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), υιοθέτησε χθες νόμο με τον οποίο συγκροτείται επιτροπή η οποία θα ερευνά τη «ρωσική επιρροή» στη χώρα, με την αντιπολίτευση να κάνει λόγο για «συνταγματικό πραξικόπημα» λίγους μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές του φθινοπώρου.
Η επιτροπή, με επικεφαλής που θα διοριστεί από τον πρωθυπουργό της Πολωνίας Μ. Μοραβιέτσκι και 9 μέλη που θα επιλέγονται από την Κάτω Βουλή, θα μπορεί να αποφασίζει αν το πρόσωπο που ερευνάται είχε «υποκύψει» ή όχι στη Ρωσία μεταξύ 2007 – 2022, και να εκδίδει καταδικαστικές αποφάσεις. Δεν προβλέπεται καμία έφεση στις αποφάσεις της, παρά μόνο για πιθανές παρατυπίες σχετικές με τη λειτουργία της.
Στα πρόσωπα που κρίνονται ένοχα μπορεί να απαγορευτεί για μια 10ετία να κατέχουν δημόσιο αξίωμα που συνδέεται με τα δημόσια οικονομικά ή με τις υπηρεσίες πληροφοριών, ώστε «να εμποδιστούν να δράσουν εκ νέου υπό τη ρωσική επιρροή σε βάρος των συμφερόντων της Δημοκρατίας της Πολωνίας».
Οι επικριτές του νόμου εκτιμούν ότι η συγκρότηση της επιτροπής αυτής παραβιάζει τη συνταγματική αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, αφού αυτό το όργανο θα ενεργεί ταυτόχρονα ως εισαγγελέας και ως δικαστήριο.
Ο Πολωνός Πρόεδρος υπέγραψε το διάταγμα ώστε να διερευνήσει αν το αντιπολιτευόμενο κόμμα Civic Platform (PO), υπό την ηγεσία του Ντ. Τουσκ, επέτρεψε στη χώρα να «επηρεαστεί αδικαιολόγητα» από τη Ρωσία και να εξαρτηθεί υπερβολικά από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες όταν ήταν στην εξουσία (2007 – 2015).
Η αντιπολίτευση αρνείται να συμμετάσχει στις εργασίες της επιτροπής και αποκαλεί τον νόμο «lex Tusk» («νόμος Τουσκ»).
Σύμφωνα με την αντιπολίτευση και πολλούς σχολιαστές, ο νόμος έχει στόχο να υπονομεύσει τους πολιτικούς αντιπάλους του κυβερνώντος κόμματος πριν τις βουλευτικές εκλογές και να εμποδίσει τον Τουσκ, όπως και άλλους από αντίπαλα στρατόπεδα, να αναλάβουν θέσεις ευθύνης σε περίπτωση που κερδίσουν.
Στις αρχές Μάη το νομοσχέδιο είχε απορριφθεί από τη Γερουσία, που ελέγχεται από την αντιπολίτευση, όμως η κυβέρνηση κατάφερε να το περάσει με δεύτερη ψηφοφορία στην Κάτω Βουλή, με 234 ψήφους υπέρ έναντι 219 κατά.