Πομπηία: η αρχαιολογική σκαπάνη την ξαναζωντανεύει από τις στάχτες της

Η αρχαία ρωμαϊκή πόλη Πομπηία (κοντά στη Νάπολη, Pompei –λατινικά Pompeii)έχει ιστορία που χρονολογείται από τον 9ο π.Χ. αιώνα και η ζωή τελειώνει το 79, -σαν σήμερα όταν, μετά έκρηξη του Βεζούβιου, εξαφανίζεται κάτω από στρώμα ηφαιστειακής στάχτης και λαπίλια ύψους περίπου έξι μέτρων (βλ. αναλυτικότερα στο τέλος του σημειώματος).

Η ανακάλυψή της και οι σχετικές ανασκαφές, που ξεκίνησαν το 1748, έφεραν στο φως έναν αρχαιολογικό χώρο που το 1997 έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO -το δεύτερο ιταλικό μνημείο σε επισκέψεις μετά το μουσείο του Κολοσσαίου, της Ρωμαϊκής Αγοράς (Foro Romano) και του Παλατίνου Λόφου (Palatino).
Από τότε και μέχρι σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη –σε συνεχή μάχη με το εκεί οργανωμένο έγκλημα, τη μαφία, τους αρχαιοκάπηλους τυμβωρύχους κλπ κυκλώματα (οι ανασκαφές της βίλας Civita Giuliana οδήγησαν στον εντοπισμό δεκάδων πολύ μεγάλων σηράγγων σκαμμένες από χρόνια με πρωτοποριακό εξοπλισμό) ανακαλύπτει νέα σημαντικά ευρήματα… μέχρι και «street food» κατάστημα!!

Το σχεδόν τέλεια διατηρημένο τετράτροχο άρμα, το οποίο ήταν κατασκευασμένο από ορείχαλκο και κασσίτερο, βρέθηκε κοντά στους στάβλους μιας αρχαίας έπαυλης στην Civita Giuliana (Τσίβιτα Τζουλιάνα), περίπου 700 μέτρα έξω από την Πομπηία (τείχη της αρχαίας πόλης)
Άρμα που βρέθηκε πριν από 15 χρόνια στην περιοχή της αρχαίας Θράκης, στην πλευρά της Βουλγαρίας, μέσα σε έναν τάφο με 4 σώματα.

Μεταξύ αυτών πολύ πρόσφατα τα «ανέπαφα» λείψανα δύο ανδρών και φέτος ένα σχεδόν άθικτο ρωμαϊκό τελετουργικό άρμα το Γενάρη και πριν λίγες μέρες το μερικώς μουμιοποιημένο λείψανο του απελεύθερου σκλάβου -πλούσιου «πολίτη» πλέον ονόματι Marcus Venerius Secundio (Μάρκος Βενέριος ο 2ος).

Marcus Venerius Secundio

Marcus Venerius Secundio Ο Μάρκος – κατά τον επικεφαλής του αρχαιολογικού πάρκου της Πομπηίας, Gabriel Zuchtriegel (Γκάμπριελ Τσουτρίεγκελ) κατάφερε να αναρριχηθεί στην κοινωνική ιεραρχία της εποχής, αποκτώντας θέση και χρήματα και είχε ταφεί στη νεκρόπολη της Πόρτα Σάρνο, μία από τις βασικές πύλες της Πομπηίας. Μάλιστα, οι αρχαιολόγοι που πραγματοποίησαν την ανασκαφή επισημαίνουν ότι ο τάφος είναι αρκετά προγενέστερος της καταστροφής της πόλης από την ιστορική έκρηξη του Βεζουβίου, το 79 μ.Χ. και θεωρούν, ότι το εύρημά τους είναι ο καλύτερα διατηρημένος νεκρός που ανακαλύφθηκε ποτέ στην πόλη. Ακόμη και σήμερα, φαίνονται ίχνη από τα λευκά μαλλιά του όπως και τμήμα του αυτιού του. Σύμφωνα με τις γενετικές αναλύσεις, ο Σεκούντιο πέθανε σε ηλικία 60 ετών. Οι αρχαιολόγοι εξεπλάγησαν από τον εντοπισμό του μουμιοποιημένου λειψάνου διότι την εποχή εκείνη οι σοροί των ανδρών συνήθως αποτεφρώνονταν. Στο εσωτερικό του τάφου του βρέθηκε, επίσης, τεφροδόχος από γυαλί που φέρει το όνομα Νόβια Αμάμπιλις και κατά πάσα πιθανότητα ανήκει στη σύζυγο του νεκρού. Ο Σεκούντιο ήταν σκλάβος στον ναό της Αφροδίτης και μετά την απελευθέρωσή του εντάχθηκε στην τάξη ιερέων που επιμελούνταν τη λατρεία του θεοποιημένου αυτοκράτορα (Αυγουστάλιοι). Η τοποθεσία του τάφου του μαρτυρεί ότι, αν και ξεκίνησε από τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, στη διάρκεια της ζωής του είχε αποκτήσει κοινωνικό κύρος και περιουσία.

Ελληνική επιγραφή

Πέρα από τη μερικώς μουμιοποιημένη σορό, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα επί του τάφου του, η οποία αναφέρεται σε θεατρικές παραστάσεις στην Πομπηία που γίνονταν στα ελληνικά και αποτελεί την «πρώτη απόδειξη» πραγματοποίησης παραστάσεων στην πόλη στην ελληνική γλώσσα.
«Αυτές οι παραστάσεις καταδεικνύουν το θερμό και ανοικτό πολιτισμικό κλίμα της Πομπηίας», υπογράμμισε ο Zuchtriegel, ενώ από την πλευρά του, ο Massimo Osanna (Μάσιμο Οσάνα), πρώην διευθυντής του αρχαιολογικού πάρκου της Πομπηίας, τόνισε ότι η ελληνική επιγραφή «είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μαρτυρία, η οποία πρέπει να συνδεθεί με άλλες παρόμοιες για να συνθέσουμε μια εικόνα της παρουσίας των Ελλήνων και κυρίως της επιρροής του ελληνικού πολιτισμού στην Πομπηία».

Οι ανασκαφές στη νεκρόπολη Porta Sarno (Πόρτα Σάρνο) πραγματοποιούνται από τους αρχαιολόγους του αρχαιολογικού πάρκου της Πομπηίας, με τη συνεργασία του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου της Βαλένθιας.

Η Ιστορία της Πομπηίας

  • Περίοδος Οσκανών (Oschi- Opici), Ελλήνων και Ετρούσκων

Οι πρώτες μαρτυρίες της ζωής, αν και σπάνιες, στην επικράτεια της Πομπηίας, το όνομα της οποίας προέρχεται είτε από την ελληνική, είτε από την osco pompe (σσ. οι Όσκοι [Osci] ήταν αρχαίος λαός της Ιταλίας, που κατοικούσαν μεταξύ της σημερινής Καμπανίας και του Λατίου- σε πόλεμο με τους Ετρούσκους για την κατοχή της περιοχής).
Στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ., οι Opici, αν και ακόμη νομάδες, καταλαμβάνουν την περιοχή ως στρατηγική θέση σε ένα οροπέδιο ύψους τριάντα μέτρων, σχηματισμένο μετά από μια ροή λάβας του Βεζούβιου, με απότομα φυσικά τείχη με θέα στη θάλασσα -σε ολόκληρο τον κόλπο της Νάπολης και κοντά στις εκβολές του ποταμού Sarno, ένα εξαιρετικό υδάτινο απόθεμα, δεδομένης της έλλειψης πηγών στην περιοχή.

  • Οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα π.Χ.

Με την άφιξη των Ελλήνων στην Καμπανία, οι οποίοι ίδρυσαν την αποικία της Pithecusa στο νησί Ischia (Ίσκια), μεταξύ 780 και 770 π.Χ., και την Cuma (Κούμα), περίπου το 740 π.Χ., επίσης και της Πομπηίας, αν και ποτέ δεν κατακτήθηκε στρατιωτικά, μπαίνει στην επιρροή τους.
Η πιο σημαντική κατασκευή αυτής της περιόδου το Tempio Dorico (Δωρικός Ναός), δεν χτίζεται κοντά στο κέντρο, αλλά σε πιο απομονωμένη θέση, εκεί που θα γίνει αργότερα κατασκευάστηκε το Foro Triangolare (Τριγωνικό Φόρουμ), αφού η πρόθεση των Ελλήνων δεν είναι να εγκατασταθούν μόνιμα, αλλά απλά ο έλεγχος των δρόμων και το λιμάνι.
Την ίδια περίοδο εισάγεται και η λατρεία του Απόλλωνα.

  • Το 524 π.Χ., στην Πεδιάδα της Καμπανίας, είμαστε μάρτυρες της άφιξης των Ετρούσκων, που ίδρυσαν την Κάπουα

Κατά τον τρίτο και δεύτερο αιώνα π.Χ. η Πομπηία απολαμβάνει μια ορισμένη αυτονομία: η πόλη βιώνει την περίοδο της μέγιστης άνθησης και της τελικής επέκτασής της, με φόρουμ και πολλά κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, υψηλής αρχιτεκτονικής ποιότητας, καθώς επίσης τείχη ενισχυμένα με πέτρα μεγάλης αντοχής από το ποταμό Σάρνο, με την εγκατάλειψη του συστήματος doppio recinto (διπλού περιβλήματος).
Παρά την πολιτική αβεβαιότητα (άφιξη του Αννίβα – έκρηξη του 2ου Καρχηδονιακού πολέμου κλπ) και την προοδευτική μετανάστευση των πλούσιων σε πιο ήσυχες πόλεις της ανατολικής Μεσογείου, η Πομπηία συνεχίζει να να ευημερεί λόγω της παραγωγής και του εμπορίου κρασιού και λαδιού, με το εμπόριο που φτάνει μέχρι την Προβηγκία και την Ισπανία, καθώς και μια εντατική γεωργική δραστηριότητα στα εύφορα αγροκτήματα που ξεφύτρωναν συνεχώς  γύρω από την πόλη.

  • Η Ρωμαϊκή περίοδος

Οι Ρωμαίοι, «γοητευμένοι» από το εύφορο έδαφος και το ήπιο κλίμα, αρχίζουν να χωρίζουν τα εδάφη γύρω από την πόλη -γεγονός, που συνδέεται με τον αποκλεισμό του δικαιώματος να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες και οδηγεί τους Πομπηούς να αντιταχθούν στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της guerra sociale (κοινωνικού πολέμου) και οχυρώνονται με νέα τείχη και πύργους δημιουργώντας πύλες προς Nola, Sarno και Capua και εκπαιδεύοντας στρατός.
Η Ρωμαϊκή απάντηση δεν άργησε: αφού κατέκτησαν Stabia και Ercolano, οι λεγεώνες με επικεγαλής το στρατηγό Lucio Cornelio Silla (πιθανά και με τη συμμετοχή του Marco Tullio Cicerone), άρχισε την επίθεση ενάντια στα τείχη του πόλη κοντά στην Porta Ercolano και Porta Vesuvio, με καταπέλτες που πετούσαν μεγάλες πέτρινες μπάλες (ορατά ακόμη σήμερα ίχνη) και πιθανά με τη βοήθεια του στόλου.

Η άμυνα των Πομπηίων κρατάει, βοηθούμενη από τους Κέλτες με επικεφαλής τον Lucio Cluenzio, που έστειλε ο Papio Mutilio, οι Ρωμαίοι προχωρούν σε τακτική υποχώρηση –λιανίζοντας κυριολεκτικά τους   Κέλτες κοντά στη Nola, μια μάχη όπου πάνω από 18.000 χιλιάδες άντρες έχασαν τη ζωή τους.
Η παράδοση των Πομπηίων είναι πλέον κοντά και το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 89 π.Χ. η πόλη κατακτάται, σχεδόν ειρηνικά και μετατρέπεται σε ρωμαϊκή επαρχία και έτσι «τέλος καλό όλα καλά», οι κάτοικοι (ΣΣ |> η λιγοστή άρχουσα τάξη και οι υπηρέτες της, όχι οι χιλιάδες δούλοι) γίνονται Ρωμαίοι πολίτες και η πόλη, εγγεγραμμένη στη φυλή Menenia, λαμβάνει το καθεστώς του δήμου, σύμφωνα με το τότε ρωμαϊκό διοικητικό δίκαιο το οποίο διαχειρίζεται ένα Quadrumviro (εκλεγμένο σώμα από τέσσερις πολίτες με δικαιοδοτικές εξουσίες και αστυνομικές λειτουργίες, με πενταετή εντολή).

  • Ο σεισμός του 62 και η έκρηξη του 79

Στις 5-Φεβ-62 (μ.Χ.), ένας βίαιος σεισμός, με ένταση V-VI της κλίμακας Mercalli, με το επίκεντρό του στην κοντινή (4-5km) Stabiae, έπληξε την Πομπηία και τη γύρω πεδιάδα προκαλώντας πολλές ζημιές και καταρρεύσεις: Υπάρχει σχετική μαρτυρία στις τοιχογραφίες του σπιτιού του Lucio Cecilio Giocondo, ιδίως της ζημιάς στην πύλη του Βεζούβιου, στο Castellum Aquae, στο φόρουμ και στο ναό του Δία.

Ο σεισμός –με τα σημερινά δεδομένα απλώς οδοντόκρεμα, έχει αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή της πόλης γιατί οι πλούσιοι –έχοντας και την πολυτέλεια φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, μετακινούνται σε άλλες περιοχές, ενώ το εμπόριο πέφτει απότομα.
Η Πομπηία γίνεται εργοτάξιο όπου η κύρια δραστηριότητα είναι αυτή της ανοικοδόμησης, με ιστορική την κερδοσκοπία (μισθώματα σε αστρονομικά ποσά, εργολαβικές συμβάσεις για εργασίες αποκατάστασης κλπ) με μεγάλο συσσωρευμένο πλούτο που ευνόησε την κατασκευή πολυτελών κτιρίων, συχνά με μάρμαρο –υλικό πανάκριβο γιατί δεν υπήρχε τριγύρω.
Ο Βεσπασιανός μάλιστα αναγκάστηκε στην πραγματικότητα να στείλει τον ειδικό δικαστικό επιμελητή Titus Suedis Clemens στην Πομπηία, για να επιλύσει καταστάσεις που σχετίζονταν με την παράνομη κατοχή δημοτικής γης από προύχοντες ιδιώτες.

Οι ανακαινίσεις δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, όταν το πρωί της 24ης Αυγούστου (η ημερομηνία δεν είναι με ακρίβεια γνωστή – σε κάθε περίπτωση σε μια περίοδο μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 79), μια βίαιη έκρηξη του Βεζούβιου τερματίζει τη ζωή και καταστρέφει την Πομπηία.
Από τις προηγούμενες μέρες υπήρχαν μικροσεισμοί, ένα σύννεφο σε σχήμα πεύκου υψώνονταν από την κορυφή του ηφαιστείου, μέχρι που, το μεσημέρι γύρω στις 13:00, ένας βρυχηθμός συνοδεύει το σπάσιμο του στερεοποιημένου μάγματος που καλύπτει τον κρατήρα, σε μια αδιάκοπη βροχή στάχτης και lapilli στην πόλη, η οποία σε πέντε ώρες φτάνει σε ύψος ενός μέτρου, προκαλώντας τις πρώτες καταρρεύσεις των στεγών

Στις 6 πμ. την επόμενη μέρα, όταν το ύψος του ηφαιστειακού υλικού είναι δύο μέτρα, μια πυροκλαστική ροή φτάνει στην Πομπηίας, που ακολουθείται από μια άλλη και από μια ακόμη …4-5 συνολικά προκαλώντας οριστικά το θάνατο όλων εκείνων που είχαν επιζήσει. Στις 10 η ώρα, η εκρηκτική μανία αρχίζει να εξασθενεί, αλλά η βροχή της στάχτης συνεχίζεται για άλλες τέσσερις ημέρες και η Πομπηία μένει θαμμένη κάτω από μια κουβέρτα έξι μέτρων ηφαιστειακού υλικού, από την οποία μόνο τα ερείπια των στηλών και κάποιες κορυφές ψηλών κτιρίων αναδύονται
Η καθίζηση των λευκών σωματιδίων (σσ. εν είδει ελαφρόπετρας)  διήρκεσε επτά ώρες (από 13 έως 20), ενώ εκείνη των γκρίζων (σσ. μορφή ελαφρόπετρας κι αυτά) 12 ώρες (από 20 έως 7), οπότε σε όλη τη διάρκεια της βροχής μια αέριας ηφαιστειακής στάχτης είναι ~18-19 ώρες.
Μετά την «ελαφρόπετρα», οι επιζώντες χτυπήθηκαν από το πρώτο πυροκλαστικό ρεύμα, περίπου στις 7 το πρωί.
Τα άλλα κύματα, ξεκινώντας από το δεύτερο, ήταν πιο βίαια και προκάλεσαν τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων στην περιοχή, ακολουθώντας τις πρώτες πρωινές ώρες το ένα το άλλο.
Το δεύτερο, ειδικότερα, μπόρεσε να σπάσει τα τοιχώματα εγκάρσια προς την κατεύθυνση ροής. Τα αποθέματα από αυτό το ρεύμα είναι μια πολύ συμπαγής και καλά στρωματοποιημένη γκρίζα τέφρα που περιέχει διεσπαρμένες ελαφρόπετρες.
Είναι πιθανό ότι το πυροκλαστικό ρεύμα εισέβαλε στο περιβάλλον από πολλά σημεία, κατακλύζοντας και θάβοντας τα θύματα σε στάχτη.
Ο ακριβής αριθμός κατοίκων της πόλης το 79 δεν είναι γνωστός. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, κυμαίνονται από έξι χιλιάδες έως είκοσι χιλιάδες και ο αριθμός των θυμάτων που βρέθηκαν είναι περίπου 1.150 μόνο

Μετά τις αρχαιολογικές ανασκαφές και με τη χρήση της τεχνικής των εκμαγείων ήταν δυνατή η ανασύνθεση των τελευταίων στιγμών της ζωής ορισμένων ανθρώπων, όπως εκείνων μιας γυναίκας που μετέφερε πολλά κοσμήματα μαζί της, συνοδευόμενη από ένα 14χρονο κορίτσι με τυλιγμένο σε ένα σεντόνι κεφάλι, ενός ζητιάνου με ραβδί και μια σακούλα γεμάτη τρόφιμα, ενός παντρεμένου ζευγαριού που κρατιούνται χέρι-χέρι, εκείνα ενός άνδρα, ίσως ενός αθλητή με ένα μπουκάλι λάδι, μιας ομάδας δεκατριών ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου ενός σκλάβου, δύο παιδιών και μιας άρρωστης γυναίκας, των ιερέων του ναού της Ίσιδας, ένας από τους οποίους βρέθηκε με ένα φορτίο χρυσού -πιθανώς ο θησαυρός του ναού και εκείνοι μιας ομάδας σκλάβων που βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο 4μ2 με σπασμένα κόκαλα, προσπαθώντας να ξεφύγουν από μια σκάλα από την οροφή.
Εκτός από ανθρώπους πολλά ζώα βρήκαν το θάνατο -μεταξύ των πιο εντυπωσιακών αυτό ενός σκύλου, που προσπαθεί να απελευθερωθεί από το λουρί του.

Οι μελετητές παλιότερα έκαναν αναλύσεις κατασκευάζοντας γύψινα ομοιώματα, σύμφωνα με την τεχνική του διάσημου Giuseppe Fiorelli (Νάπολη, 1823 –1896), ιδρυτή της Αρχαιολογικής Σχολής της Πομπηίας.
Η τεχνική του καστ-«calco», περιλαμβάνει την ανακατασκευή των σχημάτων των σωμάτων και της θέσης τους τη στιγμή του θανάτου, που είναι εφικτό  επειδή τα θύματα της έκρηξης καλύφθηκαν με πυροκλαστικό υλικό που στη συνέχεια σκληρύνθηκε, δημιουργώντας έτσι κενά γύρω από τα θύματα, λόγω της αποσύνθεσης της οργανικής ύλης.
Εν ολίγοις, τα λείψανα που φαίνονται στην Πομπηία δεν είναι μουμιοποιημένα, αλλά κατασκευάζονται χρησιμοποιώντας αυτήν τη μέθοδο και –σε κάθε περίπτωση δεν έχει νόημα να μιλάμε για την ανακάλυψη «άθικτων σωμάτων».
Ο Fiorelli «ταύτιζε» αυτά τα κενά με «αρνητικά» των θυμάτων τη στιγμή του θανάτου τους και γεμίζοντας αυτά τα κενά με γύψο ή τσιμέντο (σσ.  σήμερα χρησιμοποιούνται πιο σύγχρονα υλικά) ήταν δυνατό να ανακατασκευαστούν τα σχήματα και οι θέσεις των θυμάτων της έκρηξης, λαμβάνοντας πολλές πληροφορίες σχετικά με την ίδια την έκρηξη και τη ζωή στην Πομπηία εκείνη την εποχή.
Περισσότερα εδώ

Μετά την έκρηξη, ο Βεζούβιος έχει ένα νέο σχήμα, δηλαδή δύο κορυφές και έναν νέο κώνο ολόκληρη η περιοχή γύρω από την Πομπηία καλύπτεται από μια λευκή κουβέρτα, ο ποταμός Sarno μόλις καταφέρνει να ρέει
Ο αυτοκράτορας Τίτος στέλνει «αντιπροσωπεία διάσωσης» δημεύοντας όλες τις περιουσίες ακόμη και υλικά (μάρμαρο, σωλήνες μολύβδου, αγάλματα και κάθε είδος πλούτου)
Γύρω στο 120, ο δρόμος προς Stabiae και Nocera αποκαταστάθηκε κοντά στην Πομπηία με εντολή του Αδριανού, αλλά η πόλη δεν ξαναχτίστηκε ποτέ, αντίθετα το έδαφος όπου βρισκόταν άρχισε να καλύπτεται με βλάστηση, εξαφανιζόμενο οριστικά.

Επιμέλεια: 0 Γιάννης Παπαγιάννης

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...