Η σημερινή συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν προσθέτει έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δυο κυβερνήσεις, που «ανεβάζουν στροφές» μετά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, τον Ιούλη του 2023.
Η αφετηρία αυτή δεν είναι τυπικό, αλλά ουσιαστικό ζήτημα. Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου καθόρισε το πλαίσιο, το περιεχόμενο και τα βήματα της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δυο κυβερνήσεις, αξιοποιώντας και την προηγούμενη πορεία του «ελληνοτουρκικού διαλόγου».
Ο οδικός χάρτης που καταλήχτηκε εκεί – και τα βήματα που διανύθηκαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο – είναι ένας ΝΑΤΟικός χάρτης. Γι’ αυτό στη διαπραγμάτευση αποτυπώνεται ανεξίτηλα ο στόχος να θωρακιστούν η συνοχή και συμφέροντα του ΝΑΤΟ στη νοτιοανατολική του πτέρυγα. Πάνω σ’ αυτό, δεν υπάρχει αντίλογος από καμιά κυβέρνηση και κανένα άλλο αστικό κόμμα στη χώρα μας.
Για να προχωρήσει ο σχεδιασμός, χρειάζεται να «αγκιστρωθεί» η Τουρκία στο ΝΑΤΟ και να «φρενάρει» η προσέγγισή της με το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό στρατόπεδο, ειδικά με τη Ρωσία. Προϋποθέτει την αναγνώριση ενός πιο ενισχυμένου περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας, με «ανταλλάγματα» που ακουμπούν τον πυρήνα των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου.
Αυτό είναι το πραγματικό αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, που φτάνει μέχρι τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της Ανατ. Μεσογείου με ευρωατλαντική «ομπρέλα». Πάνω εκεί αναπτύσσεται και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, όπου τα «ήρεμα νερά» και η όξυνση εναλλάσσονται και συνυπάρχουν στις σχέσεις των δύο κρατών.
Το διακύβευμα για την ελληνική αστική τάξη είναι να αναβαθμίσει τον ρόλο της ως ενεργειακού και διαμετακομιστικού κόμβου. Αλλά και ως προμαχώνας της ΝΑΤΟικής πολιτικής σε όλο το τόξο από τη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια έως τη Β. Αφρική, την Ανατ. Μεσόγειο και τις χώρες του Κόλπου.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να υπερισχύσει το ΝΑΤΟικό σχέδιο απέναντι σε κάθε ανταγωνιστή και κυρίως απέναντι στην Κίνα και συμμάχους της όπως η Ρωσία, στο έδαφος της διαπάλης που οξύνεται για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Προκειμένου να διαμορφώνονται καλύτερες προϋποθέσεις για το ΝΑΤΟικό σχέδιο, η ελληνική αστική τάξη προετοιμάζει το έδαφος για τις διευθετήσεις που συζητάει με την Τουρκία.
Ενόψει της επίσκεψης Φιντάν, πλήθος δημοσιευμάτων υπερασπίζονται τη «λύση» αντί της «ακινησίας», τον «συμβιβασμό» αντί της «σύγκρουσης», με επιχειρήματα όπως ότι «τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα αν δεν υπάρξει τώρα συμφωνία» και πως «σε συνθήκες γεωπολιτικής αστάθειας, μια σύγκρουση με την Τουρκία θα στοιχίσει πολύ περισσότερο στην Ελλάδα».
Την ίδια γλάστρα ποτίζουν και οι διάφορες εθνικιστικές φωνές, που κρύβουν κάτω από το χαλί τον ρόλο των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ στις προωθούμενες διευθετήσεις, όπως και τις πραγματικές στοχεύσεις της ελληνικής αστικής τάξης.
Ορισμένοι από αυτούς ζητάνε «σκληρότερη διαπραγμάτευση» από την κυβέρνηση και «μεγαλύτερα ανταλλάγματα» από τους ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, πριν υπάρξει συμβιβασμός, βάζοντας στην εξίσωση και το ενδεχόμενο ενός «θερμού επεισοδίου» ή και στρατιωτικής σύγκρουσης.
Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που κρύβουν από τον λαό «τον ελέφαντα στο δωμάτιο»: Την πολιτική του ΝΑΤΟ, τους οξυμένους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και την εμπλοκή της χώρας μας σ’ αυτούς, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, τους σχεδιασμούς για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, που υπηρετούν τόσο το εθνικιστικό όσο και το κοσμοπολίτικο αστικό μπλοκ.
Θυμίζουμε ότι και η Συμφωνία της Μαδρίτης, που αναγνώριζε «ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, έγινε μετά το στρατιωτικό επεισόδιο στα Ιμια, με παρέμβαση των Αμερικανών. Ενώ όπως έδειξε και η συμφωνία Ισραήλ – Λιβάνου για τις ΑΟΖ, ο συμβιβασμός για τα συμφέροντα των μονοπωλίων με ΝΑΤΟική εποπτεία περιέχει το σπέρμα μιας μεγαλύτερης όξυνσης των ανταγωνισμών.
Κανένα ψευτοδίλημμα, λοιπόν, όπως «σύγκρουση ή συμβιβασμός», «πολλά ή λίγα ανταλλάγματα», δεν πρέπει να αποπροσανατολίσει τον λαό από το κύριο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που δεν εξελίσσονται σε κενό αέρος, αλλά μέσα σε ΝΑΤΟικό πλαίσιο και με «οδηγό» τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς της αστικής τάξης.
Με αυτά έχει να αναμετρηθεί ο λαός, δυναμώνοντας την αλληλεγγύη με τον λαό της γείτονα χώρας και κυρίως την πάλη για μια Ελλάδα της εργατικής εξουσίας, αποδεσμευμένης από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, όπου ο λαός θα χαράσσει πορεία με κριτήριο τα πραγματικά του συμφέροντα και θα οικοδομεί σχέσεις αμοιβαίου οφέλους με τις άλλες χώρες.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Παρασκευής 8 Νοέμβρη 2024.