Στην Ουάσινγκτον μετέβη σήμερα ο Γάλλος πρόεδρος, Εμάνουελ Μακρόν όπου είχε συνομιλίες με τον Αμερικανό ομόλογό του, Ντόναλντ Τραμπ με επίκεντρο την Ουκρανία και τους δασμούς, ενώ την Πέμπτη αναμένεται στον Λευκό Οίκο ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ. ΗΠΑ και ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ έχουν σε αυτή τη φάση διαφορετικά σχέδια για την εξέλιξη της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ και Ρωσίας και μένει να φανεί αν θα καταλήξουν σε συμβιβασμό.
Ο Γάλλος πρόεδρος, αφού είχε προηγουμένως τηλεφωνικές επικοινωνίες, τόσο με τον Στάρμερ και τον Γερμανό καγκελάριο ‘Ολαφ Σολτς, όσο και με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Ούγγρο πρωθυπουργό, Βίκτορ Όρμπαν, παρουσίασε στον Τραμπ «προτάσεις δράσης» για να αντιμετωπιστεί η «ρωσική απειλή» στην Ευρώπη, να διασφαλιστεί «βιώσιμη ειρήνη» στην Ουκρανία και «η ασφάλεια των Ευρωπαίων να βγει ενισχυμένη» από τις επικείμενες διαπραγματεύσεις.
Μετέφερε την δέσμευση ότι τα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ θα αυξήσουν τις «αμυντικές» δαπάνες και θα αναλάβουν το βάρος της στρατιωτικής στήριξης της Ουκρανίας θα μεταφέρει ο Μακρόν στον Τραμπ, ζητώντας παράλληλα «εγγυήσεις» από τις ΗΠΑ για τα ευρωπαϊκά στρατεύματα που ενδέχεται να αναπτυχθούν σε ουκρανικό έδαφος. Επίσης ότι η Ευρώπη ζητά μέρος στην «πίτα» της μοιρασιάς της Ουκρανίας.
«Έχουμε μια δύναμη που είναι υπερεξοπλισμένη (…) και η οποία συνεχίζει να υπερεξοπλίζεται. Δεν γνωρίζουμε πού θα σταματήσει σήμερα. Κατά συνέπεια πρέπει να ενεργήσουμε όλοι για να την περιορίσουμε», δήλωσε αναφερόμενος στη Ρωσία ο Μακρόν πριν την αναχώρησή του για τις ΗΠΑ.
Μακρόν και Στάρμερ αναμένεται να ζητήσουν από τον Αμερικανό πρόεδρο «σαφείς εγγυήσεις ασφαλείας» για τις δυνάμεις που θα αναπτυχθούν στην Ουκρανία.
Η κυβέρνηση Τραμπ αποκλείει προς το παρόν την αποστολή χερσαίων δυνάμεων, αλλά θα μπορούσε να προσφέρει επιμελητειακή βοήθεια, πλήγματα σε βάθος, πληροφορίες και να δεσμευτεί να απαντήσει σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης, όπως ζητούν οι Ευρωπαίοι.
Ο Μακρόν ελπίζει επίσης να «δείξει» στον Τραμπ ότι αν φανεί «πολύ υποχωρητικός» έναντι της Ρωσίας ενδέχεται να ενθαρρύνει τον βασικό του αντίπαλο, την Κίνα, να εντείνει τις πιέσεις της στην Ταϊβάν.