Συνέντευξη: Η σκηνοθέτις Νάντια Δαλκυριάδου για τη παράσταση «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» στο θέατρο «Μεταξουργείο»

«Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» στο θέατρο «Μεταξουργείο»

Συνέντευξη στον «Ριζοσπάστη» έδωσε η σκηνοθέτις Νάντια Δαλκυριάδου για τη νέα παράσταση που σκηνοθετεί με τον τίτλο «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» και ανεβαίνει στο θέατρο «Μεταξουργείο» (Ακαδήμου 14, Μεταξουργείο), κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 το βράδυ μέχρι τις 5 Μάρτη. 

Με οδηγό την ομώνυμη νουβέλα της Χαρούλας Αποστολίδου η Ν. Δαλκυριάδου φωτίζει την ιστορία δύο γυναικών, μιας μάνας και μιας κόρης. Η μάνα που έφυγε εργάτρια στη Γερμανία. Η κόρη που έμεινε στο χωριό… Η αδερφή παρούσα μάς θυμίζει πως οι ζωές των ανθρώπων καθορίζονται από την Ιστορία.

Το φθινόπωρο του 1959 ο αντικαγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Ερχαρτ προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει φτηνό εργατικό δυναμικό στη Γερμανία κι έτσι να λύσει, εν μέρει, το πρόβλημα της φτώχειας της χώρας. Έτσι ξεκινάει η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης προς τη Γερμανία. Έτσι ξεκινάει η ιστορία των Ελλήνων γκασταρμπάιτερ, των φιλοξενούμενων εργατών. Έτσι ξεκινάει και η ιστορία των παιδιών των γκασταρμπάιτερ.

– Από τις «Γειτονιές του Κόσμου» στο «Μάλο Μόμε»… Τι είναι αυτό που σε κερδίζει στα έργα με τα οποία καταπιάνεσαι;

– Το κοινό των «Γειτονιών» και του «Μάλο Μόμε» είναι η σχέση και η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με την Ιστορία. Και στα δύο έργα με συγκίνησε ότι η πνοή του απλού ανθρώπου, η στιγμή του, η ζωή του καθορίζεται από την ιστορική συγκυρία. Δεν είναι η μοίρα, δεν είναι η τύχη ή το γραφτό, είναι αποφάσεις άλλων ανθρώπων, είναι υπογραφές μεταξύ κρατών, είναι αποφάσεις λίγων για τις ζωές των πολλών. Και αυτός ο άνθρωπος που μπορεί να μην είχε καμία πρόθεση να γίνει ήρωας, που μπορεί απλά να ήθελε να ζήσει και να δημιουργήσει ξεπερνάει τον εαυτό του, κάνει πράξεις ηρωικές, άλλοτε νικάει, άλλοτε χάνει. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις πληρώνει με τη ζωή του.

– Τι είναι αυτό που σε συγκίνησε ιδιαίτερα στο «Μάλο Μόμε»;

– Αυτό που με συγκίνησε στο βιβλίο της Χαρούλας Αποστολίδου είναι ότι μου φώτισε μια πλευρά που δεν είχα σκεφτεί, δεν την είχα βάλει στην εξίσωση της μετανάστευσης. Η πλευρά των παιδιών που έμειναν πίσω όταν οι γονείς τους πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς. Νιώθω ότι κανείς δεν τα υπολόγισε, δεν τα μέτρησε, δεν αναλογίστηκε τι τους συνέβη, τι θα αφήσει μέσα τους. Η διακρατική συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Ελλάδας μίλησε μόνο για μεταφορά Ελλήνων εργατών, σαν αυτοί να μην ήταν άνθρωποι, σαν να μην είχαν οικογένειες, φίλους, παιδιά, όνειρα. Ολόκληρα χωριά στη Βόρεια Ελλάδα ερήμωσαν από νέους ανθρώπους, έμειναν να μεγαλώσουν παιδιά με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, άνθρωποι μεγάλοι, κουρασμένοι μετά από έναν Παγκόσμιο Πόλεμο ανέλαβαν να μεγαλώσουν τα εγγόνια… Αυτό με συγκίνησε. Ότι η Ιστορία δεν συμπεριέλαβε αυτά τα παιδιά.

– Η παράλληλη ζωή δύο γυναικών… Αυτοί που έφυγαν και αυτοί που έμειναν πίσω… Τελικά τι «πονάει» πιο πολύ;

– Και τα δύο πονάνε. Δεν μπορώ να τα συγκρίνω. Αυτός που φεύγει και πάει για δουλειά σε μια ξένη χώρα, έχοντας αφήσει τους ανθρώπους του, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, χωρίς να ξέρει τη δουλειά, χωρίς να ξέρει τι επιτρέπεται να κάνει και τι όχι. Έχει μοναξιά και αγριότητα αυτό.

Αυτοί που έμειναν, εν προκειμένω τα παιδιά, έπρεπε να χωνέψουν και να συνηθίσουν σε μια μόνιμη απουσία, σε ερωτήματα αναπάντητα, σε παράπονα, σε πληγές. Μοναξιά και αγριότητα και σ’ αυτήν την πλευρά. Υπήρχαν περιπτώσεις που στα έξι ή επτά χρόνια ξενιτιάς οι γονείς μπόρεσαν να έρθουν δύο φορές στην Ελλάδα. Παιδιά έβλεπαν τους γονείς και δεν τους αναγνώριζαν. Δεν μπορείς να πεις ποιος πονάει πιο πολύ σ’ αυτήν την περίπτωση.

– Πέρα από τη μικρή ιστορία φωτίζεται και η μεγαλύτερη. Περνά το κοινωνικό πλαίσιο, οι συνθήκες ζωής των μεταναστών κ.λπ. Γιατί πήρες την απόφαση και πώς περνά αυτό μέσα από το έργο;

– Πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με το θέμα αυτό, γιατί με συγκίνησε όχι μόνο το θέμα της μετανάστευσης, αλλά και το θέμα του εργάτη, του μετακινούμενου, του χωρίς δικαιώματα, αυτού που είναι ανταλλάξιμος, που δεν λογαριάζεται άνθρωπος, που τα παιδιά του «βολεύονται» όπως όπως, που η ζωή του έχει μικρότερη αξία.

Υπάρχει μια στιγμή μέσα στο έργο που ένας Καστοριανός εργάτης ξεσπάει μέσα σε ένα εργοστάσιο της Γερμανίας, όταν έγινε ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα. Φωνάζει: «Ζητήσατε εργάτες, αλλά σας ήρθαν άνθρωποι». Αυτό με συγκίνησε.

Η λέξη μετανάστης ακούγεται καθημερινά στις ειδήσεις και στα social ίσως περισσότερο από ποτέ κι ενώ ακούγεται τόσο συχνά, είναι σαν να στερείται περιεχομένου πια, σαν να είναι μια αφηρημένη έννοια. Σαν αυτή η λέξη να μην αφορά ανθρώπους, τραύματα, πόνο, χαμένα όνειρα, χαμένες ζωές.

Στην παράσταση ακούμε την ιστορία των γκασταρμπάιτερ, των φιλοξενούμενων εργατών όπως ονομάστηκαν, ακούμε την ιστορία της κόρης που έμεινε πίσω στην πατρίδα, αλλά ακούμε και το ιστορικό πλαίσιο. Τι οδήγησε στις αποφάσεις των ανθρώπων, τι τους ανάγκασε να φύγουν, πόσο μπλέκεται τελικά η προσωπική ιστορία μας και η Ιστορία.

– Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι διαχρονικό… Οι παππούδες μας πρόσφυγες, οι γονείς μας μετανάστες, εμείς;

– Εμείς;

Καλή ερώτηση. Συζητάμε συχνά με την ομάδα του έργου τι γίνεται με εμάς. Συναντάς τα πάντα μέσα σε αυτό το «εμείς». Δεν είμαστε «ένα», ίσως η Ιστορία μεθαύριο να μας δώσει έναν χαρακτήρα.

Σ΄ αυτό που συμφωνούμε ίσως οι περισσότεροι είναι ότι κάπως «αγριεύουν» τα πράγματα και στη δουλειά μας πια δεν δαπανάμε μόνο εργατοώρες, αλλά δίνουμε κομμάτια από τη ζωή μας και αυτή δεν κοστολογείται. Δεν υπάρχει ένσημο και μισθός που να καλύπτουν το άγχος, την ανασφάλεια, τις ενοχές, την απομόνωση, το αίσθημα ότι δεν είσαι αρκετός για τη δουλειά, για τα παιδιά, τις υποχρεώσεις. Προς το παρόν, στο «εμείς» θα απαντήσω εμείς αντιμέτωποι με την αγριότητα.

«Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» στο θέατρο «Μεταξουργείο»

Παίζουν: Δέσποινα Σαραφείδου, Ξένια Αλεξίου, Ήρα Ρόκου

Φιλική συμμετοχή: Μπακάρ Αλμπακάρ.

Τιμές εισιτηρίων: 14 ευρώ κανονικό, 10 ευρώ μειωμένο, 3 ευρώ ατέλεια

Προπώληση: More.com

Πληροφορίες: Τηλ.: 210.5234.382. Τηλεφωνικές κρατήσεις: 6944.189.698

Δείτε ακόμα...