Συνέντευξη της Ελένης Μπέλλου: Για το χαρακτήρα και τις αιτίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Κόκκινος Στρατός

Ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με την Ελένη Μπέλλου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 75 χρόνια από την 9η Μάη 1945, για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη στρατηγική των κομμουνιστών

Αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού

— Γίνεται αρκετή συζήτηση για το τι προκάλεσε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαβάζει κανείς σε σχολικά βιβλία, σε πανεπιστημιακά συγγράμματα. Ποια μπορούμε να πούμε ότι είναι η αιτία που οδήγησε σε αυτόν τον πόλεμο;

— Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι γέννημα και συνέχεια του πρώτου, και οι δύο οι πόλεμοι στον 20ό αιώνα γίνανε από τα καπιταλιστικά κράτη προκειμένου να ξαναμοιράσουν τις αγορές, τις αποικίες και ημιαποικίες. Γι’ αυτό είναι δύο πόλεμοι ιμπεριαλιστικοί, δηλαδή πόλεμοι που κάνουν οι αστικές τάξεις στην αντιδραστική εποχή του καπιταλισμού, που αυτός έχει διαμορφωθεί ως «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα», όπως το χαρακτήρισε ο Λένιν.

Να σημειώσουμε επίσης ότι κατά τον Μεσοπόλεμο, τη χρονική περίοδο ανάμεσα στους δύο πολέμους, έχουμε μια πολύ μεγάλη οικονομική κρίση, που ο διεθνής καπιταλισμός δεν έχει δει ακόμα παρόμοια σε βάθος και έκταση μέχρι σήμερα. Στο έδαφος των οικονομικών κρίσεων, των ανταγωνισμών, υπήρξαν πολιτικές κρίσεις, ορισμένες διαμορφώθηκαν αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οδήγησαν σε εργατικές επαναστατικές εξεγέρσεις, ανεξάρτητα του ότι μόνο στη Ρωσία είχε νικηφόρα έκβαση. Ωστόσο, είχαμε και στη Γερμανία, όπου διόλου τυχαία στη συνέχεια καταλύεται η ίδια η αστική δημοκρατία, διαμορφώνεται το ναζιστικό καπιταλιστικό καθεστώς στη Γερμανία, το φασιστικό στην Ιταλία, τα δύο αυτά μεγάλα καπιταλιστικά ευρωπαϊκά κράτη παίρνουν και την πρωτοβουλία έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Επιστροφή στην πατρίδα

— Αυτό δεν σημαίνει ότι καπιταλιστικά κράτη όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι άμοιρα ευθυνών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

— Στο Δοκίμιο Ιστορίας, στον τόμο Β1, θα βρείτε αναλυτικά στοιχεία για το πώς τα μονοπώλια των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας κ.λπ. στήριξαν τη βιομηχανία της Γερμανίας στην ανόρθωσή της αλλά και στην πολεμική της προετοιμασία. Πώς ανέχτηκαν τις πρώτες πολεμικές επεμβάσεις του φασιστικού άξονα, και όλα αυτά θα λέγαμε παρά το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση έκανε σημαντικές προσπάθειες να απευθυνθεί σε αυτά τα κράτη για να κάνουν ορισμένες συμφωνίες από κοινού αντιμετώπισης, συγκράτησης των πολεμικών ενεργειών του φασιστικού άξονα.

— Η επίθεση του Άξονα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, η αποφασιστική συμβολή της στον πόλεμο ενάντια στο ναζισμό δεν είναι ποιοτικό στοιχείο διαφοράς του Β’ από τον Α’;

— Αναμφίβολα η Σοβιετική Ένωση, ως το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, από το 1917 και μετά, ήδη πριν τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, διαμορφώνει μια νέα κατάσταση στο συσχετισμό μεταξύ καπιταλισμού – σοσιαλισμού, η οποία επιδρά και στην έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Να θυμηθούμε ότι πρώτα νικάει η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία, υπό την ηγεσία του εργατικού κράτους και του Λένιν γίνεται η συμφωνία ειρήνευσης με τη Γερμανία, που στοιχίζει και σημαντικά σε απώλεια εδαφών και παραγωγικών δυνάμεων, αυτό είναι το κύριο, στο νέο σοσιαλιστικό κράτος. Στη συνέχεια, όλη αυτή την περίοδο μέχρι και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και μετά, κατά τη διάρκειά του και στη λήξη του, υπάρχει η Σοβιετική Ένωση ως σοσιαλιστικό κράτος. Όμως αυτή η ιδιαιτερότητα δεν αλλάζει το γεγονός ότι έχουμε δύο μπλοκ καπιταλιστικών κρατών, τα οποία είναι αντιμαχόμενα, βεβαίως το ένα μπλοκ στρέφεται και ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τα «φιλειρηνικά» καπιταλιστικά κράτη, που δεν είχαν ξεκινήσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αμέσως μετά τη λήξη του έκαναν ιμπεριαλιστική επέμβαση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, με τη συμμετοχή δυνάμεων και από την Ελλάδα. Στη συνέχεια υπήρξε μια σχετική ειρήνευση, διαμορφώθηκαν και ορισμένες σχέσεις εμπορικές, διπλωματικές ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και καπιταλιστικά κράτη όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία. Όλα αυτά δείχνουν τη συνθετότητα που υπάρχει, σε συνθήκες που το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι διασπασμένο, αλλά υπάρχει κι ένα σοσιαλιστικό κράτος, που τα αντιπαρατιθέμενα καπιταλιστικά κράτη έχουν συνέχεια στη σταθερή στρατηγική τους στόχευση για την αντεπαναστατική ανατροπή του σοσιαλιστικού κράτους.Η στάση της Σοβιετικής Ένωσης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού καταθέτουν τη Μέρα της Νίκης στην Κόκκινη Πλατεία τις σημαίες – λάφυρα που πήραν από τους χιτλερικούς

— Τι ακριβώς εννοούσε η Σοβιετική Ένωση ονομάζοντας τον πόλεμο «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο» εκ μέρους της;

— Απ’ τη σκοπιά της κομματικής και κρατικής ηγεσίας, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης, ακόμα και από σημαντικό πρωτοπόρο τμήμα της αγροτιάς και της διανόησης, αντιλαμβάνονταν ότι υπερασπίζονταν όχι απλά και μόνο την ανεξαρτησία ενός κράτους, αλλά τη σοσιαλιστική τους πατρίδα. Βέβαια, η χρησιμοποίηση της συγκεκριμένης ορολογίας ενδεχομένως δείχνει και μία προσπάθεια να κινητοποιηθούν και άλλες δυνάμεις μέσα απ’ τη Σοβιετική Ένωση, όχι τόσο θα λέγαμε σοσιαλιστικά συνειδητοποιημένες, γιατί η επίθεση, η κατοχή και οι καταστροφές που είχε η Σοβιετική Ένωση ήταν ανυπολόγιστες. Η Σοβιετική Ένωση σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των απωλειών αυτού του πολέμου, είναι καταγεγραμμένα επίσημα, διεθνώς αναγνωρισμένα, και όχι μόνο απ’ τις πηγές της Σοβιετικής Ένωσης. Είχε τις μεγαλύτερες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικό δυναμικό, ήταν πρωτόγνωρος άθλος η μετακίνηση των βιομηχανιών της στα ενδότερα, αφού τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν φτάσει λίγο έξω απ’ τη Μόσχα. Οργάνωσε τον παρτιζάνικο αγώνα, το αντάρτικο που σήμαινε κινητοποίηση και χωρικών, δυνάμεων δηλαδή σχετικά καθυστερημένων. Εμβληματικές είναι πλέον οι οδομαχίες στο Στάλινγκραντ.

Σοβιετικοί στρατιώτες στο Στάλινγκραντ

— Δικαιολογείται επομένως εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης και η προτεραιότητα που δόθηκε στην αντιμετώπιση των φασιστικών δυνάμεων και μια προσπάθεια να υπάρξουν και ορισμένες συμφωνίες για την επόμενη μέρα με καπιταλιστικά κράτη που βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη απ’ τον φασιστικό άξονα;

— Ναι, έχει αυτή την εξήγηση, αν και προκύπτει ένα πιο πολύπλοκο ζήτημα που πρέπει να το δούμε πιο συγκεκριμένα. Δηλαδή, είναι θεμιτό ένα σοσιαλιστικό κράτος, το οποίο κινδυνεύει, σε συνθήκες που το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα βρίσκεται σε πόλεμο, είναι διασπασμένο, είναι θεμιτό το σοσιαλιστικό κράτος να κάνει και εκείνες τις κινήσεις της εξωτερικής του πολιτικής, ώστε και χρόνο να κερδίσει και καλύτερα να μπορέσει να οργανωθεί και να αντιμετωπίσει ενδεχομένως και από κοινού με κάποιες άλλες δυνάμεις ζητήματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων από το άμεσα εναντίον του επιθετικό μπλοκ. Ακόμα και διαπραγματεύσεις να κάνει και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενδεχομένως και για το θέμα της λήξης του πολέμου, των συμφωνιών ανακωχής που προϋποθέτουν διεθνείς συμβάσεις κ.λπ. Όλα αυτά δικαιολογούνται. Ωστόσο, οι παράγοντες που διαμορφώνουν την «επόμενη μέρα» και αφορούν την ταξική πάλη είναι πιο σύνθετοι. Ο κάθε πόλεμος έχει και τη δική του δυναμική στο εσωτερικό της κάθε χώρας που εμπλέκεται στον πόλεμο, αρχικά είτε ως επιτιθέμενο κράτος είτε ως κατεχόμενο. Στο κατεχόμενο π.χ. αναπτύσσεται αντίσταση, ένοπλος αγώνας, σε πολλές περιπτώσεις ο συσχετισμός αλλάζει μέσα στη διαδικασία αυτού του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, όπως στην Ελλάδα, όπου ηγήθηκε το ΚΚΕ και όχι η αστική τάξη της Ελλάδας. Αυτό σημαίνει ότι έχεις μια διαδικασία που αλλάζει ο συσχετισμός της ταξικής πάλης, ανάμεσα στην εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις απ’ τη μια μεριά και την αστική, κυρίαρχη μέχρι τότε, τάξη απ’ την άλλη. Αυτές οι αλλαγές πρέπει να παίξουν ρόλο «στη διεκδίκηση της επόμενης μέρας από ποια τάξη» και όχι μόνο ή κυρίως να καθοριστούν από διαπραγματεύσεις κρατών που κέρδισαν στον πόλεμο, στην προκείμενη περίπτωση από τα σύμμαχα, αλλά ταξικά διαφορετικά κράτη ΕΣΣΔ – ΗΠΑ – Ην. Βασιλείου. Απ’ αυτήν την άποψη λοιπόν, πρέπει να προσέξουμε ότι ο πρώτος λόγος της μεταπολεμικής εξέλιξης σχετίζεται με την εξέλιξη του αγώνα στο εσωτερικό της κάθε χώρας και σε αυτό πρέπει να έχουν λόγο αποφασιστικό οι εσωτερικές διεργασίες από τη σκοπιά του επαναστατικού εργατικού κινήματος, προσελκύοντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη διεθνιστική ταξική αλληλεγγύη του κομμουνιστικού κινήματος ή και του – ή των συγκροτημένων σοσιαλιστικών κρατών.

Εδώ μπαίνει ένα πολύ δύσκολο και σύνθετο ζήτημα: Πώς συνδέεται η εξωτερική πολιτική ενός σοσιαλιστικού κράτους σε συνθήκες πολέμου – και μάλιστα με διασπασμένες τις δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος – με τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στον διεθνή ιμπεριαλισμό.

— Απ’ αυτήν τη σκοπιά, τι συμπέρασμα έχουμε;

— Θα καταλήγαμε ότι τα στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής ενός σοσιαλιστικού κράτους σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρητικοποιούνται, να ιδεολογικοποιούνται, να γίνονται στοιχεία της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Είχαμε για παράδειγμα στον πρώτο πόλεμο τη Συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ, με την οποία η επαναστατημένη Ρωσία πέτυχε την έξοδο απ’ τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Γερμανία. Αυτό όμως δεν μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα για τον εσωτερικό ταξικό αγώνα της Γερμανίας συνεργασία – συναίνεση μεταξύ της αστικής τάξης της και της εργατικής, και δεν συνέβη. Όπως ξέρουμε, έγινε και επαναστατική εξέγερση και όχι μόνο μία, αλλά και το 1918 και το 1919. Άλλο παράδειγμα, έγιναν εμπορικές συμφωνίες στο διάστημα του Μεσοπολέμου μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας κ.λπ. Αυτό δεν μπορεί να συνεπάγεται και άμβλυνση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της Γερμανίας, της Βρετανίας κ.λπ. Αλλά μπορούμε να το δούμε και με τη σημερινή κατάσταση της πανδημίας του Covid-19, που μια αστική κυβέρνηση παίρνει ορισμένα μέτρα, με την υπόδειξη και της επιστημονικής κοινότητας, τα οποία αφορούν και τις δυνάμεις του Κόμματος, του κινήματος, γενικά την εργατική τάξη, τις λαϊκές δυνάμεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι συνεπάγεται και αναστολή της ταξικής πάλης ή της εξέλιξης του εργατικού κινήματος και φυσικά το ΚΚΕ δεν ανέστειλε την πάλη του. Όμως είναι καταστάσεις που αναδεικνύουν ιδιαίτερες δυσκολίες, πώς σε έκτακτες συνθήκες μπορεί να ασκηθούν πιο έντονα οι «συναινετικές πιέσεις» για ταξική συνεργασία. Η κάθε αστική εξουσία κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι της στο στόχο διάσωσής της, να παρασύρει και την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα που εκμεταλλεύεται. Αυτό πρέπει να το παίρνει πάντα υπόψη του το Κομμουνιστικό Κόμμα, που είναι ο καθοδηγητής του εργατικού – λαϊκού κινήματος.

`Η να βάλω και μια άλλη πλευρά, τακτικισμούς, αν θέλετε, κάνει και η αστική εξουσία, να θυμίσω ότι ο Κ. Καραμανλής το 1974 είχε αναστείλει τη συμμετοχή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ο Ντε Γκολ το είχε κάνει πολύ πιο πριν, και οι δύο για διαπραγματευτικούς λόγους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, των βάσεων, των πυρηνικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα τότε ή στη Γαλλία θα έπρεπε να είχε συμμαχήσει πολιτικά και να διαμορφώσει κάποια κυβέρνηση μ’ αυτές τις αστικές δυνάμεις λόγω των συγκεκριμένων τακτικών κινήσεων, που βεβαίως ούτε ο Καραμανλής στην Ελλάδα ούτε ο Ντε Γκολ στη Γαλλία αμφισβητούσαν την ένταξή τους σε μια στρατιωτικοπολιτική συμμαχία, η οποία στεκόταν αντίθετη με το τότε υπάρχον σοσιαλιστικό σύστημα.Τα προβλήματα της στρατηγικής των ΚΚ

— Το πρόβλημα στρατηγικής που αντιμετώπισε το Κομμουνιστικό Κίνημα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αποκλειστικά θέμα της Σοβιετικής Ένωσης; Δεν αφορούσε συνολικότερα την Κομμουνιστική Διεθνή, τα Κομμουνιστικά Κόμματα χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Αγγλία;

— Ναι, έτσι είναι, η βαρύνουσα θέση του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης και στην ΚΔ δεν αναιρεί τις ευθύνες άλλων ΚΚ και μάλιστα σε χώρες βαρύνουσας σημασίας. Από την ίδια την ΚΔ, στο 7ο Συνέδριό της, ο επερχόμενος πόλεμος χαρακτηρίστηκε ως φασιστικός, κυριάρχησε στη συνέχεια ο χαρακτηρισμός της αντίστασης ως αντιφασιστικής απ’ τη μεριά της Σοβιετικής Ένωσης, του εργατικού κινήματος παγκόσμια και κάποιων κρατών που συμμάχησαν στην πορεία με τη Σοβιετική Ένωση. Το πρόβλημα δεν είναι στενά ο χαρακτηρισμός, αλλά ότι ο αντιφασιστικός αγώνας αποσυνδέθηκε απ’ τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου. Ξέρετε, διαλύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής με ένα προβληματικό σκεπτικό, ότι προτασσόταν ο αγώνας της υπεράσπισης της δημοκρατίας απέναντι στο φασισμό, κι αυτό έσπρωχνε σε κάποιες συμμαχίες του εργατικού κινήματος με ένα κομμάτι, το λεγόμενο δημοκρατικό, φιλειρηνικό, των αστικών δυνάμεων και σε επίπεδο διαμόρφωσης αντίστοιχων κυβερνήσεων. Φυσικά αυτή, ας πούμε, η διολίσθηση στην αντίληψη για το χαρακτήρα του πολέμου, στη διαμόρφωση των αντίστοιχων στρατηγικών συμμαχιών, όχι κάποιων τακτικών κινήσεων, μέσα στα στενά πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων, η διαμόρφωση μετώπων πάλης, των γνωστών αντιφασιστικών μετώπων πάλης με διέξοδο την ανάλογη διαμόρφωση κυβέρνησης, ήταν μια στρατηγική που διαμορφώθηκε όχι χωρίς διαπάλη μέσα στην Κομμουνιστική Διεθνή, ήδη απ’ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Έχει πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο της «Σύγχρονης Εποχής» «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση» του Ντατ, Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς. Περιλαμβάνει σημαντικά γεγονότα αυτής της διαπάλης, που αφορούσε και τα Κομμουνιστικά Κόμματα από χώρες όπως Γαλλία, Βρετανία, Αμερική. Βέβαια, η διαπάλη αφορούσε πιέσεις, αν θέλετε, από απομεινάρια της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, προερχόταν και από νέες οπορτουνιστικές επιδράσεις στο κομμουνιστικό κίνημα, αλλά διεξαγόταν και στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Όλα αυτά πρέπει να τα δούμε στο πλαίσιο δύο δεκαετιών, του 1920 και του 1930, που έχουμε πολύ γρήγορες εξελίξεις και αλλαγές, δηλαδή φάσεις επαναστατικής ανόδου, φάσεις υποχώρησης του κινήματος, σχετικής σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας, ξανά προβλήματά του με τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-1931. Όλα αυτά απαιτούν από το ΚΚ πολύ μεγάλη ετοιμότητα, πρόβλεψη, ικανότητα περάσματος σε διαφορετικές μορφές πάλης χωρίς να χάνει τον στρατηγικό στόχο.

Να έχουμε υπόψη μας ότι σήμερα μιλάμε με το ψυχρό μάτι της ιστορικής ανάλυσης τετελεσμένων γεγονότων, ενώ είναι άλλο πράγμα η διαμόρφωση επαναστατικής πολιτικής στην πορεία των αλλαγών. Δηλαδή η κριτική μας σε καμία περίπτωση δεν είναι αφοριστική σε σχέση με τη μεγάλη προσφορά και της Κομμουνιστικής Διεθνούς και βεβαίως πολύ περισσότερο της Σοβιετικής Ένωσης ως σοσιαλιστικού κράτους, που για πρώτη φορά ξεκίνησε τον δρόμο οικοδόμησης του σοσιαλισμού, άνοιξε αυτόν τον δρόμο και πολύ περισσότερο σήκωσε αυτό το πολύ μεγάλο βάρος της ήττας των φασιστικών δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο.

Ως συμπέρασμα να κρατήσουμε το εξής ζήτημα: Δεν είναι δύσκολο να χάσεις την μπάλα σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες, αλλά και από την άλλη, μια διολίσθηση στη στρατηγική σου γραμμή μπορεί να βάλει αρνητική σφραγίδα στο «φύλλο της επαναστατικής πορείας», είτε για μια μικρή είτε για πολύ μεγαλύτερη διαδρομή του επαναστατικού κινήματος και της αναμέτρησης καπιταλισμού – σοσιαλισμού.

Σίγουρα η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε ανάσα στο εργατικό κίνημα παγκόσμια, το τσάκισμα των φασιστικών δυνάμεων στο Στάλινγκραντ ήταν το σημείο στροφής του πολέμου, το λογοτεχνικό έργο «Στις φλόγες του Στάλινγκραντ», έκδοση «Σύγχρονης Εποχής», έχει απίστευτες περιγραφές και δύναμη. Απ’ την άλλη, ενδεχομένως να ήταν πιο στέρεα η πορεία της Σοβιετικής Ένωσης, αν η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε οδηγήσει σε πιο ασφαλείς αναδιατάξεις στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων ή τουλάχιστον εκεί που διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση, όπως και στην Ελλάδα αλλά και στη γειτονική μας Ιταλία, αν η εξέλιξη του αγώνα είχε φέρει τη νίκη της εργατικής εξουσίας. Το ΚΚΕ συλλογικά έχει αναλάβει την πρώτη, την κύρια ευθύνη, γιατί παρά το ότι ο ΕΛΑΣ έφτασε στα όρια της Αττικής, στηριζόταν από τη λαϊκή πλειοψηφία, οργάνωνε την κοινωνική παραγωγή, την εκπαίδευση, την υγεία, τη δικαιοσύνη στις απελευθερωμένες περιοχές, είχε δέσει τα χέρια του με τις Συμφωνίες στον Λίβανο, στην Καζέρτα, στη Βάρκιζα. Δεν πρέπει να υποτιμάμε ότι η στρατηγική αντίληψη του ΚΚΕ διαμορφώθηκε σε ένα διεθνές πλαίσιο με προβληματική στρατηγική αντίληψη.

— Δηλαδή, είχε διαμορφωθεί μια στρατηγική «ειρηνικής συνύπαρξης»;

— Δεν θα το έλεγα ακριβώς έτσι από την αρχή. Εξελίχθηκε σε μια πορεία. Διαμορφώθηκε καταρχήν, θα έλεγα, μια προβληματική, υπεραισιόδοξη γραμμή συνεννόησης ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στο κομμάτι εκείνο των αστικών δυνάμεων που είχαν έναν ρεαλισμό «ανοχής» της Σοβιετικής Ένωσης. Γενικά δεν είναι λάθος ότι μεταξύ διαφορετικών αστικών πολιτικών δυνάμεων, ακόμα και εντός των αστικών κυβερνήσεων, υπάρχουν διαφορετικές τακτικές αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινήματος, των σοσιαλιστικών κρατών. Δηλαδή άλλες αστικές πολιτικές ενέργειες είναι πιο επιθετικές, άλλες πιο συμβιβαστικές, ανάλογα πώς εκτιμούν τις ανάγκες τους, τα βλέπουμε αυτά τα πράγματα και σήμερα. Πάρτε σήμερα τα επιτελεία των ΗΠΑ, να δείτε τι διαπάλη υπάρχει, όχι για την πάλη καπιταλισμός – σοσιαλισμός, αλλά πώς ο καπιταλισμός, με ποιες κινήσεις, απέναντι σε ποιες χώρες, με ποια συμμαχία, ποια στάση κρατούν απέναντι στην καπιταλιστική Ρωσία, Κίνα; Όλα αυτά υπάρχουν στην πολιτική και γίνονται πιο περίπλοκα όταν στον διεθνή συσχετισμό δεν έχει ακόμα γείρει η ζυγαριά από τη μεριά του σοσιαλισμού. Με την ήττα του φασιστικού Άξονα ίσως ξέφυγε λίγο η ρεαλιστική αποτίμηση του συσχετισμού ή η Σοβιετική Ένωση τον είδε πιο αισιόδοξα, αλλά από την άλλη έβλεπε και σοβαρούς κινδύνους κιόλας. Μια ατομική πυρηνική επίθεση; Γιατί, όπως γνωρίζουμε, δεν υπήρχε στρατιωτικός επιχειρησιακός λόγος που έπεσε εκ μέρους των Αμερικανών η ατομική βόμβα στην Ιαπωνία, αλλά ήταν για να φοβίσει τη Σοβιετική Ένωση. Όμως, όλα αυτά που αναφέραμε δεν θα τα χαρακτηρίζαμε ως γραμμή «ειρηνικής συνύπαρξης». Άλλωστε, η Σοβιετική Ένωση επιδίωξε να στηρίξει ουσιαστικές ταξικές αλλαγές σε σειρά γειτονικών της χωρών, που πέρασαν όμως από φάση αντιφασιστικών προσωρινών κυβερνήσεων, στη συνέχεια υπήρξε σκληρή ταξική πάλη που βοηθήθηκε από τον Κόκκινο Στρατό. Από την άλλη, ο ταξικός αντίπαλος πήγε πιο μεθοδικά, και με διαπραγματεύσεις και στη συνέχεια με τον Ψυχρό Πόλεμο, και με διπλωματία και με απειλές, αλλά και με τη διείσδυση διάβρωσης από τα μέσα. Ίσως το κύριο πρόβλημα ήταν ότι δεν έγινε έγκαιρα η αποφασιστική στροφή από το ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης και όχι μόνο, αφού τα ΚΚ σε σειρά καπιταλιστικών χωρών εγκλωβίστηκαν στη στήριξη «δημοκρατικών» ή «αντιμονοπωλιακών» κυβερνήσεων. Αντίθετα, σε αυτήν την πορεία οπωσδήποτε έχουμε μία καθαρά δεξιά στροφή, οπορτουνιστική, στη γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» και του «σοσιαλισμού με αγορά» που κυριαρχεί μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.

Ως συμπέρασμα να κρατήσουμε ότι το κάθε ΚΚ στη χώρα του έχει την ευθύνη για την πολιτική, την οργανωτική αυτοτέλεια του εργατικού κινήματος, στην κατεύθυνση της πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε συνθήκες. Είτε είναι συνθήκες παρανομίας είτε νομιμότητας, είτε συνθήκες πολεμικές είτε ειρηνικές, πανδημίας ή οικονομικής κρίσης ή και τα δύο, οτιδήποτε μπορεί να φέρει η ζωή. Δεν πρέπει να παρεκκλίνει, δηλαδή οι κινήσεις του, οι αγώνες του, ακόμα και αν τύχει κάποιοι επιμέρους αγώνες να συμπέσουν και με κάποιες άλλες δυνάμεις, δεν πρέπει να γίνουν στοιχείο πολιτικής συνεργασίας με αστικές δυνάμεις. Αυτό είναι το συμπέρασμα, αλλιώς χάνει την αυτοτέλειά του, περιορίζει, απομακρύνει, αντί να προετοιμάζει τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις για τον βασικό στόχο, την απαλλαγή από την εκμετάλλευση.

Η πείρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης, του σοσιαλιστικού κράτους σε αυτόν τον πόλεμο, με όλες αυτές τις ιδιαιτερότητες που συζητήσαμε, έχει περιθώρια να μελετηθεί ακόμα περισσότερο, σε βάθος, σε έκταση και με αρχεία ανάλογα. Τα συμπεράσματα να αξιοποιηθούν προς όφελος του εργατικού επαναστατικού κινήματος και όχι της αναθεώρησης της Ιστορίας, που επιδιώκει σε αντιδραστική κατεύθυνση η αστική τάξη, είτε με τα επιτελεία της ΕΕ είτε με οποιαδήποτε άλλα επιτελεία και με στόχο να σώσει το διάτρητο πια καπιταλιστικό σύστημα. Εμείς ως ΚΚΕ φιλοδοξούμε να ανταποκριθούμε σε αυτόν το στόχο, στο καθήκον της βαθύτερης μελέτης και σε τέτοια σημεία της έκβασης του πολέμου, που φωτίζουν καλύτερα τις δυνατότητες περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ριζοσπάστης”

Ετικέτες: ,

Δείτε ακόμα...