Β. Μπέλλος: Το κριτήριο κόστους – οφέλους αφήνει την κοινωνία ανοχύρωτη στις φυσικές καταστροφές

Παρέμβαση έκανε ο Βασίλης Μπέλλος, υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, στην παρουσίαση της Ερώτησης που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ με θέμα «Μέτρα της κυβέρνησης για την επικείμενη αντιπυρική περίοδο».

Είπε συγκεκριμένα:

«Το δάσος είναι ένας από τους βασικούς ρυθμιστές του κύκλου του νερού: Συντελεί στη συγκράτηση υδατικού δυναμικού και τον εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφορέα, ενώ είναι και ένας από τους κρίσιμους παράγοντες για την ανάσχεση των πλημμυρών. Τα μεγάλα πλημμυρικά γεγονότα και η ανομβρία των τελευταίων ετών σε συνάρτηση με την καταστροφή μεγάλων δασικών συστημάτων, είτε με τον άμεσο τρόπο της δασικής πυρκαγιάς, είτε με τη σταδιακή αλλαγή των χρήσεων γης με τους δασοκτόνους νόμους, θα έπρεπε να σημάνουν συναγερμό στη χώρα μας.

Η τωρινή κυβέρνηση εναρμονίζεται πλήρως με την ΕΕ, υιοθετώντας την πρόσφατη Ευρωπαϊκή Οδηγία για την (δήθεν θα πούμε) αποκατάσταση της φύσης, όπως και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες υιοθέτησαν τις αντίστοιχες Οδηγίες στο παρελθόν. Αυτό όμως που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι ότι η περιβόητη πράσινη ανάπτυξη της ΕΕ δεν έχει να κάνει με την προστασία τους περιβάλλοντος, αλλά με την οργάνωση και θωράκιση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Η παγκόσμια τάση για αστικοποίηση δεν οδηγεί στην άρση των αντιθέσεων πόλης – χωριού, αλλά στην εγκατάλειψη της υπαίθρου. Η καπιταλιστική ιδιοκτησία στη γη και το κέρδος των επιχειρήσεων είναι αυτά που διαμορφώνουν τις νέες χρήσεις γης και τη μετατροπή των δασικών εκτάσεων σε εμπορεύματα, τα οποία καταστρέφονται είτε άμεσα για τη διαμόρφωση επενδύσεων άλλης μορφής (π.χ. ενεργειακά πάρκα) είτε έμμεσα με την υψηλού βαθμού τουριστικοποίηση.

Η ανάλυση κόστους – οφέλους οδηγεί στην κατάσταση όπου η κοινωνία είναι ανοχύρωτη και απροστάτευτη από τις πλημμύρες. Αντί να επενδύουν στην ολοκληρωμένη προστασία σε όλα τα επίπεδα (από την ορεινή υδρονομία μέχρι τη θωράκιση των πόλεων), επαναπαύονται με την κατάχρηση του 112, ενώ δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν την όποια καταστροφή για ριζικές αναδιαρθρώσεις. Το παράδειγμα της Θεσσαλίας είναι χαρακτηριστικό. Αφήνοντας στην άκρη τον τρόπο με τον οποίο δόθηκε η κατάρτιση του masterplan σε μία εταιρεία που δεν έχει σχέση με τη διαχείριση των πλημμυρών, ούτε και έχει το επιστημονικό δυναμικό για να την εκπονήσει, και ερχόμενοι στην ουσία του ζητήματος, βλέπουμε ότι αντί να δοθεί ένα masterplan με έμφαση στην ολοκληρωμένη αντιπλημμυρική προστασία, δόθηκε ένα σχέδιο για τη ριζική αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής στην περιοχή.

Η μείωση των βροχοπτώσεων, που είναι αναμενόμενη στο πλαίσιο μιας κλιματικής μεταβλητότητας, αποδίδεται στην περιβόητη “κλιματική κρίση” και η οποία είναι το άλλοθι για την επιβολή και εφαρμογή πολιτικών που δεν έχουν καμία σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά με τη διαμάχη των ενεργειακών μονοπωλίων για το ενεργειακό μείγμα. Αντί να θωρακίσουμε τα δίκτυα ύδρευσης και άρδευσης και να κατασκευάσουμε καινούρια φράγματα, η άρχουσα τάξη προκρίνει ό,τι συμφέρει τις επιχειρήσεις: Αλλαγή των χρήσεων γης, αλλαγή των καλλιεργειών και καμπάνιες για την αποτροπή της σπατάλης νερού σε ατομικό επίπεδο. Την ώρα που επιδοτείται το ξερίζωμα ελιών για να μπει αβοκάντο και το ξενοδοχειακό κεφάλαιο κατασκευάζει γήπεδα γκολφ, κρίσιμες υποδομές, όπως είναι τα δίκτυα ύδρευσης, αφήνονται στην εγκατάλειψη, μέχρι φυσικά να αποκτήσουν και αυτά “επενδυτικό ενδιαφέρον”, όπως λένε, και γίνουν και αυτά πόλος εκμετάλλευσης.

Επίσης το παράδειγμα της Θεσσαλίας είναι χαρακτηριστικό και σε αυτή την περίπτωση. Στο νέο νομοσχέδιο προτείνεται η δημιουργία μιας νέας ΑΕ η οποία θα διαχειρίζεται το νερό σε κεντρικό – περιφερειακό επίπεδο, πάντα φυσικά με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Έχοντας ως πρόσχημα την έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού και τον κατακερματισμό της διαχείρισης του νερού, διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο για την εισβολή μονοπωλίων που διαχειρίζονται τη γη και καταστρέφουν τη μικρή και μεσαία αγροτιά. Το δε μοντέλο είναι τόσο αρεστό στην κυβέρνηση, που δεν διστάζει να το “διαφημίσει” και σε άλλες Περιφέρειες, όπως είναι η Κρήτη.

Η ΕΕ και όλες κυβερνήσεις που την υπηρετούν, τα επιχειρηματικά τραστ και οι ενώσεις εργοδοτών ομολογούν κυνικά ότι στην περιβόητη ανάπτυξη που ευαγγελίζονται το μεγάλο κεφάλαιο θα θησαυρίζει, αλλά παράλληλα θα δίνει και κάποια ψίχουλα στα λαϊκά στρώματα. Από τα λίγα παραδείγματα που είδαμε όμως μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Όταν φτάνουμε στο σημείο όπου οι πόροι μας, η γη, το νερό, τα δάση, ακόμα και η προστασία της κοινωνίας από φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές, μετατρέπονται σε εμπορεύματα και μπαίνουν στη ζυγαριά κόστους – οφέλους, το μόνο που αφήνεται πίσω είναι η βαρβαρότητα: Φτώχεια, δυστυχία και νεκροί.

Η κοινωνία του κέρδους δεν μπορεί να διασφαλίσει την προστασία των δασών: Μπορεί μόνο να τα κάψει και να τα καταστρέψει. Δεν μπορεί να διασφαλίσει την ολοκληρωμένη προστασία μας από τις πλημμύρες: Μπορούμε μόνο να ευελπιστούμε ότι θα συμφέρει πιο πολύ να κατασκευαστεί κάποιο έργο αντί να μας αποζημιώσουν ή να βρισκόμαστε σε κάποια περιοχή όπου πρέπει να προστατευτεί κάποια επένδυση. Δεν μπορεί να διασφαλίσει μία φιλολαϊκή διαχείριση των υδατικών πόρων: Μπορεί μόνο να δώσει το νερό σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους για τα κέρδη τους.

Μόνο ένας ανώτερος τρόπος οργάνωσης μπορεί να διασφαλίσει μία πραγματική ανάπτυξη από την οποία θα επωφελείται το σύνολο της κοινωνίας και όχι μία ισχνή μειοψηφία που παρασιτεί εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Μόνο ένας ανώτερος τρόπος οργάνωσης μπορεί να εντάξει όλα τα επιστημονικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής στην υπηρεσία του λαού και των αναγκών του και όχι στις ορέξεις του κεφαλαίου. Αυτός ο ανώτερος τρόπος οργάνωσης είναι ο κεντρικός σχεδιασμός σε μία κοινωνία που έχει απορρίψει το κέρδος ως βασικό κριτήριο ανάπτυξης, το οποίο και μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα».

Δείτε ακόμα...