Πρόταση δυσπιστίας κατέθεσε στη Βουλή ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ν. Ανδρουλάκης, κατά της κυβέρνησης που «οι πράξεις της αποτελούν μνημείο εγκληματικής ανικανότητας», όπως ανέφερε ανακοινώνοντας την σχετική πρόταση.
Την πρόταση υπογράφουν το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά και η Πλεύση Ελευθερίας.
Για «ετερόκλητη συμμαχία των προθύμων του μηδενισμού» έκανε λόγο ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, παίρνοντας το λόγο μετά την ανακοίνωση της πρότασης. Ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση αποδέχεται να ξεκινήσει σήμερα, στις 7 το απόγευμα η συζήτηση.
Πυρήνας της πρότασης δυσπιστίας είναι η «ανάγκη» να επανέλθει η «εμπιστοσύνη» στο σάπιο αστικό κράτος και τους θεσμούς του που έχουν ξεπέσει σε μεγάλο βαθμό στα μάτια του λαού, καθώς η αμαρτωλή σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί να εμφανιστεί ως εγγυητής των ιερών και των οσίων του συστήματος.
Άλλωστε, μιλώντας νωρίτερα στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ν. Ανδρουλάκης, είχε διαμηνύσει πως θα καταθέσουμε πρόταση δυσπιστίας για «να ανασάνει το πολιτικό σύστημα».
Αφού καπηλεύεται τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις του λαού που θέτουν στο στόχαστρο την ίδια την πολιτική που θυσιάζει την ζωή του λαού για το κέρδος κάτω από το σύνθημα «Τα κέρδη τους ή οι ζωές μας» -πολιτική που με συνέπεια υπηρετεί διαχρονικά το ΠΑΣΟΚ, αφού αναφέρεται στην «εδραιωμένη πεποίθηση» για τις ευθύνες της κυβέρνησης τόσο για το ίδιο το έγκλημα όσο και για την απόπειρα συγκάλυψης, στο κείμενο που κατατέθηκε στη Βουλή χαρακτηρίζεται «απονομιμοποιημένη» η κυβέρνηση και «απονομιμοποιημένος» ο πρωθυπουργός.
Απαριθμώντας τα όσα έγιναν πριν το έγκλημα με την απουσία συστημάτων τηλεδιοίκησης και τα όσα έγιναν μετά με την «συντεταγμένη προσπάθεια συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών», εγκαλείται η κυβέρνηση πως «με τις πρακτικές υπονόμευσης του Κράτους Δικαίου και της απαξίωσης των θεσμών» κλονίζεται «η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στην πολιτική, στους θεσμούς, τη Δικαιοσύνη και τελικά την ίδια τη Δημοκρατία».
Το κείμενο της πρότασης δυσπιστίας, αποτελεί ταυτόχρονα ένα λιβανιστήρι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθαγιάζοντας την Κομισιον και τους άλλους αντιδραστικούς θεσμούς της ΕΕ που τάχα έχουν εγκαλέσει την κυβέρνηση για τα προβλήματα στην ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Όμως τα όσα συνέβησαν στον ελληνικό σιδηρόδρομο δεν ήταν μια «παραφωνία» από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», το αντίθετο, ήταν η πιστή υλοποίηση μιας στρατηγικής που προτάσσει τα κέρδη των «επενδυτών» και όχι την ασφάλεια των μεταφορών. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που μόνο το 13% του κεντρικού δικτύου σε επίπεδο ΕΕ λειτουργεί με συστήματα τηλεδιοίκησης, αφού τα συστήματα αυτά εγκαθίστανται μόνο στο δίκτυο που έχει εμπορικό ενδιαφέρον.
Αυτονόητα, στην πρόταση δυσπιστίας δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην απελευθέρωση των σιδηροδρόμων, στην ιδιωτικοποίηση, στην κατάτμηση του σιδηροδρομικού έργου και των συμβάσεων, σε όλα τα …«καλά» του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» δηλαδή που γεννούν Τέμπη!