Εκδήλωση για τα 50 χρόνια από την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας διοργάνωσαν οι Οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στη Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, με ομιλήτρια την Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Στην εκδήλωση απαντήθηκαν μια σειρά ερωτήματα: Ποια ήταν η συμβολή του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στην οργάνωση της αντιδικτατορικής πάλης; Tι ρόλο διαδραμάτισε ο φοιτητικός εργατικός λαϊκός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου; Τι είναι τελικά η «μεταπολίτευση»; Υπάρχει δημοκρατία και ελευθερία σήμερα; Ποιός ο ρόλος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Πόσο δίκαιο είναι το ‘«κράτος δικαίου»;
Οι απαντήσεις «φωτίστηκαν» από τη σκοπιά της πραγματικής διεξόδου για το λαό και τη νεολαία.
Η μετάβαση από τη δικτατορία στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία
Παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα:
«Τον Ιούλη του 1974 δηλαδή πριν 50 χρόνια έγινε η μετάβαση από την αστική στρατιωτική δικτατορία, που διήρκεσε 7 χρόνια, στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η αλλαγή στη διακυβέρνηση ήταν προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην στρατιωτική ηγεσία της δικτατορίας και τους πολιτικούς ηγέτες των προδικτατορικών κομμάτων με ιδιαίτερο ρόλο του Κ. Καραμανλή καθώς αποδέχθηκε τελικά αναλάβει το σχηματισμό ”κυβέρνησης εθνικής ενότητας”.
Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι ο λαϊκός παράγοντας δεν έπαιξε το δικό του ρόλο, η χούντα ήταν απονομιμοποιημένη στη συνείδηση του ελληνικού λαού, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του.
Η στρατιωτική χούντα επιβλήθηκε χωρίς λαϊκή αντίσταση στις 21 Απριλίου 1967, καθώς έλειπε παντελώς η ιδεολογική και πολιτική προετοιμασία για μια τέτοια εξέλιξη, από το εργατικό – λαϊκό κίνημα και δυστυχώς και από το ίδιο το Κόμμα, που δεν είχε κομματικές οργανώσεις στην Ελλάδα. Από την πρώτη στιγμή και κυρίως στην πορεία της, η χούντα ήταν καταδικασμένη στη συνείδηση του λαού. Ο αντιδικτατορικός αγώνας έδωσε κάποια δείγματα μικρής σε μαζικότητα συμμετοχής από τις πρώτες μέρες, τελικά απόκτησε σχετικά μαζικό χαρακτήρα μετά το 1971 και κυρίως το 1973, οπότε η χούντα κάτω από την λαϊκή δυσαρέσκεια έκανε τον λεγόμενο ελιγμό της ”φιλελευθεροποίησης”, και απελευθέρωσε πολιτικούς κρατούμενους που στην πλειοψηφία τους ήταν κομουνιστές, έμπειροι άνθρωποι της ταξικής πάλης που συνέβαλαν στην τόνωση της αντιδικτατορικής δράσης. Ο φοιτητικός λαϊκός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου έγινε ο επιταχυντής της πτώσης της, σε συνδυασμό με το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο που άδραξε την ευκαιρία η Τουρκία να την καταλάβει στρατιωτικά στο 39% του εδάφους της.
Αν η χούντα είχε πέσει με λαϊκή εξέγερση, τότε το λαϊκό κίνημα θα ήταν από καλύτερη θέση μετά την ήττα της, το 1974. Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που στις συνθήκες της δικτατορίας έθετε ως ζήτημα την ανατροπή της χούντας κάτω από την δράση του λαϊκού παράγοντα με όλες τις δυνατές μορφές που απαιτούνταν. Το ΚΚΕ χαρακτήρισε την εναλλαγή ως συναινετική. Η νομιμοποίηση του Κόμματος ύστερα από 27 χρόνια παρανομίας (που επιβλήθηκε το 1947) ήταν, από το ίδιο, προαποφασισμένη. Το Κόμμα πολύ έγκαιρα είχε δηλώσει ότι θα κατακτήσει ντε φάκτο τη νόμιμη δράση του, άσχετα αποφάσεων μεταδικτατορικά. Η νέα κυβέρνηση που ορίστηκε, μετά τη συναλλαγή με τη χούντα, αποδέχθηκε την νομιμοποίηση του, ενώ δεν έλειψαν και πολιτικοί προβληματισμοί και μάταιες ελπίδες ότι θα ενσωματώνονταν αυτό αποκλειστικά και μόνο στις συνθήκες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ευκαιρία αποθέωσης του μύθου του «κράτους δικαίου» και της αστικής δημοκρατίας
Φέτος που συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την εναλλαγή του Ιουλίου του 74, όλα τα κόμματα, από την ΝΔ ως και τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα μικρότερα, βρήκαν την ευκαιρία να αναπέμψουν ύμνους στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, και στο αστικό κράτος, ενώ δεν υπάρχει μέρα που να μη μη αναφέρονται στο λεγόμενο ”κράτος δικαίου”, που τάχα έχει το πιο χαρακτηριστικό του πρότυπο στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει ”κράτος δικαίου”, ούτε ”κράτος πρόνοιας”, ή όπως αλλιώς μπορεί να προσδιοριστεί το κράτος. Γενικά, και χωρίς προσδιορισμό, είναι όργανο εξουσίας της κυρίαρχης τάξης. Στον καπιταλισμό της αστικής, στο σοσιαλισμό της εργατικής εξουσίας. Καθώς ο σοσιαλισμός είναι η κατώτερη, ατελής βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας, αξίζει να σημειώσουμε ότι η αυτή, δηλαδή η κομμουνιστική κοινωνία, όταν επιτευχθεί, θα είναι η κοινωνία της αυτοδιεύθυνσης, δεν χρειάζεται το κράτος.
Τα κόμματα που αντιπολιτεύονται σήμερα τη ΝΔ, διεκδικώντας να γίνουν οι χαλίφης στη θέση του χαλίφη, της κάνουν κριτική ότι παραβιάζει τις λεγόμενες ”αξίες” της αστικής δημοκρατίας, συγκαλύπτοντας έτσι τον ταξικό και αυταρχικό χαρακτήρα της αστικής πολιτικής εξουσίας, την κρατική βία και καταστολή, τον αχρείο αντικομουνισμό που ταυτίζεται πια επίσημα ως κρατική ιδεολογία με τον φασισμό κλπ. Και όταν μιλάνε για παραβιάσεις της δημοκρατίας ξεχνάνε εντελώς ένα χώρο που η δημοκρατία βρίσκει την πόρτα κλειστή, τα εργοστάσια, τις επιχειρήσεις, εκεί που βασιλεύει η εργοδοτική αλλά και η κρατική τρομοκρατία ανοικτή και συγκαλυμμένη.
Όπως ως κόμμα έχουμε επανειλημμένα υπογραμμίσει, η διεθνής ιστορική πείρα έχει επιβεβαιώσει πλήρως ότι οι λειτουργίες του αστικού κράτους, ιδεολογικές, οικονομικές, νομικές, κατασταλτικές διαπλέκονται και υπηρετούν ενιαία τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης, δεν υπάρχει λειτουργία που να μη υπηρετεί αυτόν τον αντιλαϊκό στόχο.
Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ένα σύστημα που το προτιμά περισσότερο η αστική τάξη, ο καπιταλισμός ας το πούμε γενικά, ακριβώς γιατί χωράει τα πάντα, μπορεί να κάνει την δουλειά της καλά, να απολαμβάνει και την νομιμοποίηση της ψήφου, ενώ δεν απαγορεύει τα πιο σκληρά κατασταλτικά μέτρα. Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία χωράει, από φασιστοειδή κόμματα, ακροδεξιά ως και απαγορεύσεις απεργιών, συλλήψεις συνδικαλιστών κλπ
Η Χρυσή Αυγή μέσω των εκλογών έφθασε στο αστικό κοινοβούλιο, και ανάλογα ή περίπου με αυτήν κόμματα εκλέγονται στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είχαμε και το 1936 όταν ο Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός μέσα από τη βουλή, ο γνωστός δικτάτορας. Μέσα από τον δρόμο του γερμανικού κοινοβουλίου, ανακηρύχθηκε ο Χίτλερ καγκελάριος και όχι μόνο. Υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα της 10ετίας του 50-67 όπου οι φυλακές και οι εξορίες ήταν γεμάτες από τους κομμουνιστές, ήταν απαγορευμένο το ΚΚΕ, υπήρχαν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Οι διώξεις σε βάρος των πρώην αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, του ΔΣΕ ήταν γενικευμένες, έφθαναν μέχρι τον δεύτερο και τρίτο βαθμό της οικογένειάς τους που είχαν στο κεφάλι τους τα λεγόμενα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων.
Γιατί έγινε στρατιωτική δικτατορία
Όταν το αστικό πολιτικό σύστημα έχει προβλήματα στη διαχείριση των συμφερόντων του κεφαλαίου, όταν επέρχονται ρήγματα ή περνάει σε κρίση, τότε προκύπτουν επιλογές για την κατάργηση του κοινοβουλίου για τόσο -όσο χρονικό διάστημα- θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τις δυσλειτουργίες που συναντά. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο έγινε η δικτατορία. Στο Ελληνικό σύνταγμα του 52, με τη σύμφωνη γνώμη των τότε αστικών κομμάτων, είχε συμπεριληφθεί άρθρο που πρόβλεπε αναστολή της λειτουργίας της βουλής, τον διορισμό κυβέρνησης από το βασιλιά. Η χούντα των συνταγματαρχών πρόλαβε να κηρύξει, πρώτη την δικτατορία, καθώς και οι στρατηγοί ετοίμαζαν χωριστά πραξικόπημα. Η μόνη χουντική παρέκκλιση που έγινε, ήταν ότι δεν τηρήθηκε το άρθρο του συντάγματος να μπει μπροστά ο βασιλιάς, εκ των υστέρων αναζητήθηκε η στήριξη του.
Η δικτατορία ξεπήδησε μέσα από την κρίση που περνούσε το αστικό πολιτικό σύστημα, όχι εξ’ αιτίας της ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος, ή για να αποφευχθεί η ενδεχόμενη νίκη της Ένωσης Κέντρου, όπως τότε ειπώθηκε, αλλά εξ’ αιτίας της επιβίωσης του μετεμφυλιακου καθεστώτος σε μια περίοδο που ο καπιταλισμός έπρεπε να κάνει ορισμένους αστικούς εκσυγχρονισμούς, είχαν δηλαδή ωριμάσει και σαν ανάγκη του κεφαλαίου.
Το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα ήταν αναχρονιστικό σε σχέση με τις τότε ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην Ελλάδα υπήρχε πάνω από ένα κέντρο διακυβέρνησης, από τη μια η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η εκλεγμένη κυβέρνηση και από την άλλη ο θρόνος που είχε υπερεξουσίες μέχρι λόγο και στη σύνθεση της κυβέρνησης, και μάλιστα ως επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ήταν ορατή η δυσκολία να επιτευχθεί σε τέτοιες συνθήκες η λαϊκή ενσωμάτωση. Ρόλο έπαιξαν και οι μετεμφυλιακοί τρομοκρατικοί νόμοι, το καθεστώς των φυλακίσεων και εξοριών, των πολιτικών προσφύγων, των πιστοποιητικών των κοινωνικών φρονημάτων.
Τα περί «μεταπολίτευσης»
Κατά την 50ή επέτειο της μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία για μια ακόμη φορά από όλα τα κόμματα χρησιμοποιήθηκε ο αποπροσανατολιστικός τίτλος ”50 χρόνια μεταπολίτευσης”. Όλα τα κόμματα, κυβέρνηση, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και μικρότερα, με καρμπόν ομιλίες σε καίρια ζητήματα, ισχυρίσθηκαν, ότι τον Ιούλη του 74 έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος και άνοιξε ένας νέος κύκλος, μια νέα 50ετία ως το 2024, ενώ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μίλησαν για νέες προκλήσεις, νέες μεταρρυθμίσεις και σεισμούς που μέλλονται να έλθουν.
Στην πραγματικότητα από το 1974 ως σήμερα συνεχίζεται και επαυξάνει η ίδια ρότα της 10ετιας 50 και 60 στα βασικά ζητήματα, αρχής γενομένης από την υπηρέτηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας, από την ενεργητική συμμετοχή στην ΕΟΚ/ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με τη στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ.
Πάρτε υπόψη ότι η χούντα σε δυο κρίσιμους τομείς για το καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε την ίδια πολιτική στην οικονομία και στις εξωτερικές διεθνείς σχέσεις με μικροδιαφορές ελιγμών, ίδια δηλαδή πολιτική με όλες τις προδικτατορικές κυβερνήσεις. Εξ’ ου και οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν ένιωσαν καμία ανησυχία με την επικράτησή της δικτατορίας. Ο αρχικός αιφνιδιασμός και η υποκριτική αμηχανία που έδειξαν καταλάγιασε όταν είδαν ότι η δικτατορία δεν θα έθιγε καθόλου τα συμφέροντα τους.
Πάρτε, επίσης, υπόψη ότι τόσο το εφοπλιστικό κεφάλαιο όσο και οι βιομήχανοι, ένιωσαν ασφάλεια και στήριξαν την χούντα, αφού αναδείχθηκε πολύ γαλαντόμα απέναντι τους όπως και οι προδικτατορικές κυβερνήσεις. Εκτός από τα οικονομικά προνόμια που τους παρείχε, τους έδωσε και το άλλο γνωστό δώρο, την απαγόρευση της δράσης όλων των πολιτικών και μαζικών οργανώσεων, εγγύηση δηλαδή γι΄αυτούς ότι τέλος η απεργία. Βέβαια όταν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ο λαός δεν δίστασε, όπως έδειξε ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου αλλά και άλλοι αγώνες που έγιναν, με οικονομικά αιτήματα το 1973.
Εμείς δεν εξισώνουμε την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία με την περίοδο της άρσης της λειτουργίας του κοινοβουλίου και της απαγόρευσης της δράσης των πολιτικών κομμάτων, των συνδικάτων, γενικά των μαζικών οργανώσεων. Βεβαίως και δεν τις ταυτίζουμε, το εργατικό – λαϊκό κίνημα μπορεί σχετικά πιο εύκολα να δρα σε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δεν την θεωρούμε απαύγασμα δημοκρατίας, δική μας δημοκρατία, δημοκρατία για το λαό, παρότι αυτή νομιμοποιείται με τη λαϊκή ψήφο. Παλεύουμε κατά των αντεργατικών και αντιδημοκρατικών νόμων, για τα δικαιώματα στην απεργία και στις μαζικές εκδηλώσεις. Αυτός ο αγώνας όμως είναι απολύτως ενταγμένος στην αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή πάλη και την κοινωνική της συμμαχία, όπου κατευθύνεται στην ανατροπή της αστικής εξουσίας υπέρ της εργατικής.
Ορισμένα νέα στοιχεία που ενσωματώθηκαν στο αστικό πολιτικό σύστημα
Καινούργιο στοιχείο ήταν η κατάργηση του θρόνου, (τον είχε καταργήσει και για τους δικούς της λόγους η χούντα) και η ίδρυση δυο νέων κομμάτων, της ΝΔ στη θέση της ΕΡΕ, και του ΠΑΣΟΚ στη θέση της ΕΚ. Τα δυο μεγαλύτερα αστικά κόμματα είχαν χάσει κάθε κύρος. Η ΕΡΕ ήταν ταυτισμένη με διώξεις, καταστολή, εκλογική νοθεία, παρακρατικές οργανώσεις. Η ΕΚ δεν μπορούσε να εμφανιστεί ως αντιπολίτευση με ουσιαστικές διαφορές απέναντι της, όπως έδειξε η σύντομη διακυβέρνησή της αλλά και το ίδιο της το πρόγραμμα.
Η ΝΔ δίστασε ή δεν θέλησε ίσως και για λόγους κομματικής ενότητας ή ιδεολογικής εμμονής, να επιλύσει μια σειρά ζητήματα αστικού εκσυγχρονισμού, μέτρα έστω κατάργησης ορισμένων μετεμφυλιακών νόμων. Ζητήματα που τα αξιοποίησε το ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα η ταυτότητα του να θεωρηθεί πολύ πιο προωθημένη δημοκρατική και ριζοσπαστική την περίοδο που προετοιμάσθηκε η ανάδειξή τους στη κυβέρνηση.
Και από τις δύο κυβερνήσεις, τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ, ως τα τέλη της 10ετίας του 80, ακολουθήθηκε πολιτική κρατικοποιήσεων, δηλαδή η κευνσιανή πολιτική διαχείρισης που ακολουθούνταν και στην καπιταλιστική Ευρώπη. Οι εκσυγχρονισμοί στην Παιδεία και την Υγεία αξιοποιήθηκαν -όσο ήταν δυνατό, από το λαϊκό κίνημα- ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούσαν και την αυταπάτη ότι οι αστικές μεταρρυθμίσεις είχαν φιλολαϊκό και μόνο περιεχόμενο. Στην πορεία αφυδατώθηκαν και έχασαν την όποια δυναμική διαρκείας που υποτίθεται θα είχαν.
Οι εκσυγχρονισμοί της ΝΔ είχαν πολύ περιορισμένο χαρακτήρα κάτω από το βάρος των ιδεολογικών της παραδόσεων, ενώ αποδείχθηκε πιο ευέλικτο το ΠΑΣΟΚ που πήρε μέτρα τα οποία είχαν παρθεί σε πολλά καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όπως ήταν η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, η κατοχύρωση ορισμένων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, αλλαγές στο αστικό και οικογενειακό δίκαιο, η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων. Εννοείται ότι ορισμένα θετικά μέτρα, κατώτερα από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, χωρίς καθολικό, αλλά επιλεκτικό χαρακτήρα, επιβλήθηκαν και από τους εργατικούς – λαϊκούς αγώνες, ενώ στην 10ετία 70 – 80 παρέμενε στη συνείδηση των λαών ο ρόλος του σοσιαλισμού, της κοινωνικής του πολιτικής, η διεθνιστική του αλληλεγγύη στου λαούς που υπέφεραν από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Η ταυτότητα που χρησιμοποίησαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ
Η ΝΔ αρχικά, και με διάφορες εκδοχές στην πορεία, εμφανίζονταν ως η ”λαϊκή” δεξιά, η ”κοινωνική” δεξιά. Εδώ και λίγα χρόνια αυτοαναγορεύεται σε κεντροδεξιά, αν και υπολογίζει και τη στήριξη ακροδεξιών αντιλήψεων. Σε κάθε περίπτωση, όποιο τίτλο και να χρησιμοποιεί, αποτέλεσε και αποτελεί στυλοβάτη του σάπιου, εκμεταλλευτικού συστήματος. Μόνο που την περίοδο της λεγόμενης δήθεν μεταπολίτευσης βρέθηκε απέναντι σε νεώτερες δυνάμεις του συστήματος που έκαναν ακόμα καλύτερα από αυτήν την δουλειά, όπως αρχικά το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση. Όταν λέμε ότι έκαναν καλύτερα τη δουλειά από τη ΝΔ, εννοούμε ότι μπόρεσαν να ξεγελάσουν ότι είναι κόμματα ριζοσπαστικά, προοδευτικά.
Η ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ προσδιορίστηκε ως σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα που αγωνίζονταν για ”εθνική ανεξαρτησία”, ”λαϊκή κυριαρχία”, ”κοινωνική απελευθέρωση”, ”δημοκρατική διαδικασία”.Ταυτόχρονα, από το 74 ως το 81, φώναζε το σύνθημα ”ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”, ενώ ορκίζονταν ότι θα κλείσει τη βάση της Σούδας κ.λπ. Κατάγγελλε τα μονοπώλια και το διεθνή ιμπεριαλισμό, έφθανε στο σημείο να διαχωρίζεται από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία κατηγορώντας της ως ”το μακρύ χέρι του διεθνούς ιμπεριαλισμού” κ. α. Με αυτή την παραπλανητική, σε σχέση με τις πραγματικές του προθέσεις, προπαγάνδα, κατάφερε να συσπειρώσει πέρα από δυνάμεις που ανήκαν στην ΕΚ και δυνάμεις που ανήκαν στην ΕΔΑ, ένα μεγάλο μέρος αγωνιστών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ λίγο μετά την εκλογική νίκη του και ιδιαίτερα από το 1984 και μετά αποκήρυξε τα λεκτικά συνθήματα του, εναντίον της ΕΟΚ, του ΝΑΤΟ, ανανέωσε το καθεστώς των αμερικανονατοικών βάσεων στην Ελλάδα. Από το 1985 προχώρησε σε μέτρα λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, σε αντεργατικά μέτρα προετοιμασίας της ”ενιαίας εσωτερικής αγοράς” που προετοίμαζε τη μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ, προθάλαμο για την συνθήκη του Μάαστριχτ, την οποία το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε ως αξιωματική αντιπολίτευση το 1992, αν και χρησιμοποίησε υψηλούς τόνους καταγγελίας κατά της κυριαρχίας του φιλελευθερισμού ή του νεοφιλελευθερισμού στην ΕΟΚ. Ευκαιρία σήμερα να θυμηθείτε πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ μιμήθηκε το ΠΑΣΟΚ το 2012 και μετά ως το 2015 όταν φώναζε ότι θα ”σκίσει” τα μνημόνια και ως κυβέρνηση θα επιβάλλει στις αγορές να ”χορεύουν” στον δικό της, τάχα ”αριστερό ρυθμό”.
Η πολιτική των κρατικοποιήσεων και αποκρατικοποιήσεων καθορίζεται από τις συγκεκριμένες σε κάθε φάση ή περίοδο ανάγκες του καπιταλιστικού κεφαλαίου. Δεν καθορίζεται, ούτε εξαρτάται από την ιδεολογική ταυτότητα της εκάστοτε κυβέρνησης. Ακόμα και το ίδιο το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς εφάρμοσε την πιο καθαρή μορφή κευνσιανισμού, γιατί αυτό επέβαλλαν οι ανάγκες του κεφαλαίου, του αστικού κράτους, καθώς προετοιμάζονταν για ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η ΝΔ από το 74-81 έκανε κρατικοποιήσεις, το ίδιο και το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια και οι δυο τους από τις αρχές της 10ετίας του 90 ρίχτηκαν στις αποκρατικοποιήσεις.
Στις παραμονές των εκλογών του ’81 όπου διαγραφόταν καθαρά η εναλλαγή της ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ, κυριάρχησε η αντιπαράθεση μεταξύ τους με την μορφή διλήμματος ανάμεσα στην παραμονή της ”επάρατης δεξιάς” στην διακυβέρνηση ή στην ”αλλαγή” με την νίκη του ΠΑΣΟΚ. Τελικά χρειάστηκαν 9 μόνο χρόνια για να επανέλθει η ΝΔ στη διακυβέρνηση, κάτω από την απογοήτευση που έσπειρε το ΠΑΣΟΚ, αρχικά, σε ένα όχι τόσο μεγάλο μέρος, αλλά κρίσιμο τμήμα των ψηφοφόρων. Έτσι μέχρι το 2012 ζήσαμε την εναλλαγή ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στην διακυβέρνηση, κάτι που δεν ενόχλησε καθόλου ούτε το μεγάλο κεφάλαιο ούτε τους καπιταλιστές συμμάχους, ούτε, εννοείται, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ που έβλεπαν και βλέπουν την Ελλάδα σαν μια ειδικής σημασίας πολεμική βάση. Στη συνέχεια έγινε η συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με την ”επάρατη” όπως έλεγαν ΝΔ, το 2012 προκειμένου, δήθεν, να σώσουν την Ελλάδα, δηλαδή το κεφάλαιο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Ο μύθος της σύγκρουσης «δεξιάς» και «αριστεράς»
Η αντιπαράθεση ”δεξιάς” και ”αριστεράς” για την διακυβέρνηση πήρε οξυμένο και έντονο χαρακτήρα την περίοδο της βαθιάς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, το 2012-2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με τα γνωστά υποκριτικά αντιμνημονιακά του συνθήματα κατά της ΕΕ, περί ”εξανθρωπισμού” του καπιταλισμού, δρέποντας, μάλιστα, τις συντριπτικές απώλειες του ΠΑΣΟΚ και μέρους της ΝΔ.
Μετά το 2015 ως σήμερα, όσο και αν η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, και τον ΣΥΡΙΖΑ περιβάλλεται με ηχηρές φράσεις, έντονους, πολεμικούς διαξιφισμούς, δεν κρύβεται ότι το πεδίο της διαμάχης έχει συρρικνωθεί ως ουσία και περιεχόμενο. Από εδώ προέκυψε και η επανάκαμψη της δύναμης της ΝΔ και στη συνέχεια η αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ και η εκφυλιστική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα είναι ολοφάνερο ότι πίσω από τις παλιές και νέες εστίες πολέμων στην περιοχή, αλλά και στην Αφρική υπάρχει ο αδυσώπητος ανταγωνισμός δυο παγκόσμιων και όχι τοπικών ιμπεριαλιστικών μετώπων, το ένα είναι το ευρωατλαντικό με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, και το άλλο το μέτωπο της Κίνας, της Ρωσίας και των συμμάχων τους. Οι πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται θυμίζουν τον μεσοπόλεμο του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει λιμάνι, αεροδρόμιο, στρατιωτική εγκατάσταση στην Ελλάδα που δεν έχει μπει στην υπηρεσία των δυο πολέμων, στην Ουκρανία και στην περιοχή της Παλαιστίνης, Λιβάνου και όχι μόνο.
Αν παρακολουθήσετε τις προ ημερησίας διάταξης συζητήσεις στη Βουλή, διαγράφεται ολοκάθαρα ένας αηδιαστικός, με συγχωρείτε για την έκφραση, τσακωμός, με επίκεντρο από τη μια μεριά τη ΝΔ που επαίρεται για την πολιτική της, που μας λέει ότι δεν υπάρχουν ”λεφτόδενδρα” για το λαό, και από την άλλη τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης που κατηγορούν την κυβέρνηση για την πολιτική λιτότητας, για ανικανότητα, αλαζονεία κ.λπ.
Δεν θα ακούσετε μια κουβέντα για την ελληνική εμπλοκή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για την μετατροπή της Ελλάδας σε ορμητήριο θανάτου των λαών. Τσακώνονται πώς θα μοιραστούν τα κλεμμένα από τους λαούς χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, σε ποια ομάδα επιχειρηματιών και διεθνικών ομίλων. Κουβέντα για τις τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες που δεν έχουν σχέση με την άμυνα της Ελλάδας, αλλά με το νέο γύρο πολεμικών συγκρούσεων για το ποια δύναμη, οι ΗΠΑ ή η Κίνα θα έχουν την πρωτοκαθεδρία.
Και μετά μας εγκαλούν όταν τους λέμε ότι παρά τις επί μέρους διαφορές τους σε ορισμένα σημεία τακτικής, κινούνται στην ίδια γενική πολιτική γραμμή.
Η καθολική επέλαση κατάργησης των λαϊκών κατακτήσεων κορυφώθηκε το 2009 με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Όλα τα άλλα κόμματα ψήφισαν την κατάργηση λαϊκών κατακτήσεων και σήμερα δεν κάνουν κουβέντα για την επαναφορά κάποιων μέτρων όπως ήταν ο 13ος και 14ος μισθός. Να ένα πεδίο που δείχνει την υποκρισία όλων των κομμάτων και την αταλάντευτη επιλογή τους να διασώσουν το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό που αναφέρουν ως εθνικό στόχο, την καπιταλιστική ανάπτυξη της Ελλάδας και την ανταγωνιστικότητα της, την βαφτίζουν ως λαϊκό στόχο.
Η ΝΔ έρρινε την ευθύνη της οικονομικής κρίσης στο ΠΑΣΟΚ και στις δήθεν παροχές που έκανε, το ΠΑΣΟΚ έριχνε την ευθύνη στα σκάνδαλα της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε την ευκαιρία να εμφανιστεί ως ένα αθώο κόμμα που δεν λέρωσε τα χέρια του με διακυβέρνηση, απέδωσε την κρίση στα σκάνδαλα, τη ρεμούλα κλπ. Και ενώ η καπιταλιστική κρίση χτύπαγε συγχρονισμένα, τόσο συγχρονισμένα που δεν είχε σημειωθεί πριν, σε μια σειρά καπιταλιστικά κράτη. Η οικονομική κρίση του καπιταλισμού δεν είναι καινούργια, έχει παρελθόν δύο αιώνων ας πούμε, εμφανίστηκε δριμύτερη από την στιγμή που ο καπιταλισμός πέρασε στο ανώτερο του στάδιο το μονοπωλιακό. Δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο της κρίσης διαδέχθηκε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, Πρώτος και Δεύτερος παγκόσμιος, έτσι δόθηκε διέξοδος υπέρ του κεφαλαίου, αφού εξαντλήθηκαν τα πολιτικά μέσα και μέτρα. Σήμερα έχουν σωρευτεί σύννεφα που προμηνύουν το ενδεχόμενο μιας νέας συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης, γι΄αυτό και επεκτάθηκα στην κρίση του 2009.
Η καπιταλιστική οικονομική κρίση δεν δημιουργείται γιατί τάχα υπάρχει έλλειψη κεφαλαίων που κάποιοι τα καταχράστηκαν, ή γιατί υπήρξε διαχειριστική ανικανότητα. Αντίθετα έρχεται κάθε φορά που υπάρχει υπερσυσσώρευση κεφαλαίων με όλες τις μορφές που έχει αυτό, ως αποτέλεσμα της μεγάλης καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η υπερσυσσώρευση οδηγεί τα κεφάλαια να λιμνάζουν όταν δεν βρίσκουν ακόμα πιο κερδοφόρους διεξόδους, σίγουρα υπερκέρδη, άρα ένα μέρος από αυτά πρέπει να καταστραφούν για να βρουν διέξοδο τα υπόλοιπα. Σήμερα λιμνάζουν υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που είναι διστακτικά να κάνουν επενδύσεις και εξ αιτίας των γεωπολιτικών λόγων, και γιατί απαιτούνται τεράστια κεφάλαια που απαιτεί η λεγόμενη ”πράσινη ανάπτυξη”, κλπ. Οι πραγματικοί κατεστραμμένοι σχετικά και απόλυτα ήταν και είναι οι λαοί, που δεν χάνουν μόνο σε δικαιώματα αλλά οδηγούνται στην πορεία να δίνουν τη ζωή και το αίμα τους για την διανομή της λείας ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Όχι ότι δεν υπάρχουν σκάνδαλα και κακοδιαχείριση, αλλά αυτά δεν γεννάνε καπιταλιστική κρίση. Όλα τα κόμματα φρόντισαν και φροντίζουν να απενοχοποιήσουν τον καπιταλισμό, και να φορτώσουν τις αποκλειστικές ευθύνες το ένα στο άλλο, ακόμα σε κάποια πρόσωπα, ακόμα και σε δικά τους, αγαπημένα.
Σχετικά καινούργιο στοιχείο, όχι για την Ευρώπη, αλλά για την Ελλάδα, ότι εμφανίστηκε το 2012 το ρήγμα στη κλασσική δικομματική εναλλαγή με τις εκλογικές απώλειες της ΝΔ και κυρίως τη καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, που τελικά υποκαταστάθηκε από ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του ακροδεξιού ΑΝΕΛ συνέχισε την προηγούμενη πολιτική, επαυξάνοντας τα μνημόνια, και πήρε συνειδητά μια νέα απόφαση, να προσφέρει νέα ελληνικά εδάφη ως πολεμικές βάσεις και προγεφυρώματα για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο μέσω της νέας στρατηγικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Αυτή είναι και η αιτία της σημερινής εκφυλιστικής πορείας.
Η κοινή αντίληψη για «στρεβλώσεις» του καπιταλισμού και της διαχείρισης και η δήθεν «απόκλιση» από την Ευρώπη
Όπως γνωρίζετε, σήμερα όλα τα κόμματα, ακόμα και το κυβερνητικό, αναφέρουν ότι υπάρχει μια ανισορροπία στο αστικό πολιτικό σύστημα. Τι εννοούν; Ότι δεν υπάρχει εξασφαλισμένη δικομματική ή διπολική εναλλαγή. Το λένε βέβαια πονηρά ότι τάχα δεν υπάρχει αντιπολίτευση. Από μια μεριά ταιριάζει αυτή η αντίληψη στο χαρακτήρα τους. Όλοι τους απεχθάνονται την ταξική πάλη, δηλαδή τον πραγματικό αντίπαλό τους. Όταν είναι στην αντιπολίτευση, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλούνται τους λαϊκούς αγώνες για τους οποίους δεν έχουν κουνήσει ούτε το χεράκι τους, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τους έχουν πολεμήσει και σαμποτάρει. Τους επικαλούνται μόνο και μόνο για να χρησιμοποιήσουν την λαϊκή δυσαρέσκεια στις εκλογές, για να υφαρπάξουν ψήφους.
Κυρίως η σημερινή κατάσταση απασχολεί την αστική τάξη και τους συμμάχους της, αν στις επόμενες εκλογές δεν διασφαλιστεί σταθερή κυβέρνηση, μονοκομματική ή συνεργασίας, ώστε να εγκλωβιστεί ο εργατικός, ο λαϊκός παράγοντας. Αισθάνονται αγωνία γιατί η καρέκλα της ΝΔ δεν είναι σταθερή, από την άλλη όμως τρέμουν καθώς βλέπουν σήμερα ότι υπάρχει δυσκολία στην εναλλαγή με τη σοσιαλδημοκρατία, ίσως το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρει αυτοδυναμία, ενώ η εκφυλιστική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ τους προβληματίζει. Προβληματίζονται για ίδρυση νέων κομμάτων στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Η αβεβαιότητα μεγαλώνει καθώς διαβλέπουν ανοδική πορεία της ταξικής πάλης. Δηλαδή της πραγματικής και μοναδικής αντιπολίτευσης. Η ΝΔ ταλαντεύεται αν με το κεντροδεξιό πρόσημο μπορεί να καταλαγιάσει ακροδεξιές αντιληψεις, ενώ το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά και η Πλεύση και το νέο ή νέα παιδιά που θα γεννηθούν από την ενδεχόμενη πλήρη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, στριμώχνονται στον ίδιο χώρο της αμαρτωλής σοσιαλδηκρατίας.
Ένα δεύτερο κοινό στοιχείο όλων των κομμάτων, από τη ΝΔ ως το μικρότερο κοινοβουλευτικό, με εξαίρεση το ΚΚΕ, είναι ότι όταν κάνουν προτάσεις για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, ορκίζονται ότι είναι προτάσεις κοστολογημένες με βάση τις προδιαγραφές της ΕΕ. Στην πραγματικότητα κάνουν αυτό που κάνει η ΝΔ. Όταν π.χ. ο κατώτατος και μέσος μισθός είναι κάτω από τους μισθούς του 2009, αυτή περηφανεύεται για αυξήσεις που είναι μεταξύ 20 ευρώ και 40 ευρώ μικτά για το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Κοστολογημένα προγράμματα σημαίνει λίγο πάνω και λίγο κάτω από ό,τι κάνει η ΝΔ. Για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο σε όλες τις συνιστώσες του, πρέπει να χάσει το κεφάλαιο. Δεν υπάρχει μέσος δρόμος.
Ένα τρίτο κοινό στοιχείο τους είναι ή διαβεβαίωση που συνεχώς δίνουν ότι έχουν ρεαλιστικές προτάσεις, δηλαδή από χέρι αντιλαϊκές. Μέσα εκεί είναι και οι θέσεις τους για την Παιδεία. Στη πραγματικότητα είναι όλοι τους ικανοποιημένη με την διογκούμενη ιδιωτική επιχειρηματική παιδεία και την εμπορευματοποίηση της δημόσιας. Πριν την δικτατορία, και στην 10ετία του 70, η ιδιωτική παιδεία ήταν σχετικά περιορισμένη, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στην επαγγελματική. Σήμερα έχει διογκωθεί απίστευτα, και αυτό ξεκίνησε στην 10ετία του 80 και εντάθηκε μετά το 2000 ως σήμερα. Ειρηνική συνύπαρξη δημόσιας και ιδιωτικής δεν υπάρχει.
Μπορεί να ασχολούνται με ζητήματα υποδομών, αλλά κουβέντα δεν λένε για τον χαρακτήρα της έρευνας, για την σύνδεση της με την καπιταλιστική αγορά και όχι τις λαϊκές ανάγκες. Κουβέντα δεν λένε για το ότι οι επιστήμονες ακόμα και με μεταπτυχιακά και διδακτορικά τελικά δεν μπορούν να θέσουν την επιστήμη και την γνώση στην υπηρεσία του λαού. Ένα πολύ μεγάλο μέρος κόντρα στα όνειρα και τους στόχους που είχαν και έχουν, κάνουν απλά εκτελεστική και όχι και επιτελική δουλειά, τίποτε παραπάνω.
Τώρα όλα τα κόμματα ισχυρίζονται ότι έχουν βγάλει συμπεράσματα από τα 50 προηγούμενα χρόνια. Ο Τσίπρας μετά τις εκλογές του 2023 ομολόγησε, σε απάντηση της επίθεσης που του έκανε η ΝΔ, ότι δεν είχε σκοπό να βγάλει την Ελλάδα από την ζώνη του ευρώ, το σύνθημα για το ”σκίσιμο” των μνημονίων το χρησιμοποιούσε ως διαπραγματευτικό χαρτί, γι΄αυτό άλλωστε υπέγραψε και το τρίτο χειρότερο μνημόνιο. Σε άλλη στιγμή έκανε αυτοκριτική περί ”μαξιμαλισμού”, λέγοντας πως η ευθύνη της Αριστεράς ”την περίοδο του μεγάλου και ανταγωνιστικού δικομματισμού (…) είναι ότικαι αυτή στον λόγο και τις διεκδικήσεις της έδειχνε να παραγνωρίζει εντελώς τους κινδύνους των μακροοικονομικών ανισορροπιών”. Κρατείστε το αυτό γιατί το πρόσωπο αυτό είναι ίσως εφεδρεία για το σύστημα.
Το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να επιτύχει επιστροφή ψηφοφόρων του που πήγαν στη ΝΔ, από τη μια μεριά αναφέρεται σε δήθεν μεγάλες επαναστατικές τομές που έκανε το ΠΑΣΟΚ το 81, από την άλλη όμως θυμίζει ότι το 2024 δεν είναι 1974 ούτε 1981. Άρα τέρμα οι τομές υπέρ του λαού.
Οι δήθεν ”διαχωριστικές” γραμμές μεταξύ ”προόδου” και ”συντήρησης” στο αστικό πολιτικό σύστημα μετατοπίζονται όλο και πιο βαθιά στη ζούγκλα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ακολουθώντας τη συνολική πορεία αντιδραστικοποίησης του σάπιου συστήματος. Και ενώ σερβίρουν προοδευτικά και εκσυγχρονιστικά παραμύθια, επισείουν και τον κίνδυνο της ακροδεξιάς με στόχο να τρομοκρατήσουν τον λαό, τους λαούς, γιατί αυτό γίνεται σε όλη την Ευρώπη και να κλείσουν το στόμα τους. Οι ακροδεξιές, φασιστικές και φασίζουσες απόψεις θέριεψαν κάτω από την απογοήτευση που έσπειραν τα αστικά κόμματα, και ιδιαίτερα η σοσιαλδημοκρατία, τα δήθεν αριστερά προοδευτικά, τα ευρωκομμουνιστικά.
Συνολικά άλλωστε η πείρα των 50 αυτών χρόνων επιβεβαίωσε πανηγυρικά το γεγονός ότι καμία ”προοδευτική” διαχείριση δεν μπορεί να συμβιβάσει τις επιδιώξεις της αστικής τάξης με τα συμφέροντα της εργατικής – λαϊκής πλειοψηφίας, ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση, που όπως και αν αυτοχαρακτηρίζεται μπορεί να βελτιώσει τη θέση του λαού στο έδαφος του καπιταλισμού, πολύ περισσότερο να ανοίξει δρόμο για ριζικές αλλαγές.
Η στάση του ΚΚΕ
Εδώ προσπάθησα να αναπτύξω τις θέσεις του Κόμματος για την περίοδο αυτή, σε βασικά γεγονότα, και όχι αναλυτικά. Αξίζει να έλθετε σε επαφή με την πορεία του Κόμματος ιδιαίτερα μετά τις τρεις πρώτες 10ετίες της περιόδου, μετά το 1974 καθώς δεν την έχετε γνωρίσει.
Το Κόμμα αποδείχθηκε μπροστάρης σε όλους τους αγώνες, είτε με κυβέρνηση ΝΔ είτε με ΠΑΣΟΚ, έδωσε μάλιστα έντονη ιδεολογική μάχη με το λεγόμενο ”ΚΚΕ Εσωτερικού”, ένα οπορτουνιστικό κόμμα που τα στελέχη του είχαν αποσπασθεί από το ΚΚΕ. Ιδεολογική διαμάχη έδωσε και με τον λεγόμενο ”ευρωκομμουνισμό”, παρ΄ όλα αυτά πέρασε σε βαθιά κρίση, καθώς στην ΚΕ και το ΠΓ είχε εμφανιστεί μια νέα οπορτουνιστική ομάδα, που έβαλε αέρα στα πανιά της όταν διασταυρώθηκε με την αντεπαναστατική εξέλιξη στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
Για το Κόμμα μας ξεκίνησε μια νέα πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού του χαρακτήρα, σε μια βασανιστική πορεία διερεύνησης και μελέτης που οδήγησαν στην νέα στρατηγική του και το Πρόγραμμα του 19ου συνεδρίου του 2013 αλλά και μια βασική μελέτη για τις αιτίες της αντεπανάστασης που ψήφισε τελικά το 18ο συνέδριο το 2009, ενώ έχει επεξεργασθεί την ιστορική του πορεία από το 1918 ως το 1974. Έχει ξεκινήσει η νέα μελέτη για το δοκίμιο της περιόδου 1974-1991. Όλα αυτά μαζί και παράλληλα με την πρωτοπορία του στην ταξική πάλη και ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Η πραγματική διέξοδος
Σε αντίθεση λοιπόν με τους μύθους που διακίνησαν πάλι τις μέρες αυτές τα αστικά κόμματα, η πραγματικότητα είναι πως – όπως έλεγε και η Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 50 χρόνια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – ”μοναδική απάντηση στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της προσφυγιάς, των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, της ανεργίας και της εξαθλίωσης είναι η διαμόρφωση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τους βιοπαλαιστές αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους νέους και τις γυναίκες από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, που θα βάζει στο στόχαστρο την πραγματική ρίζα των προβλημάτων, τον πραγματικό τους εχθρό: Το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, τη σοσιαλιστική επανάσταση, την οικοδόμηση και την εδραίωση της σοσιαλιστικής εξουσίας, που θα αξιοποιεί τη θετική και αρνητική πείρα των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη διάρκεια του 20ού αιώνα, αποτελεί τη μόνη διέξοδο στα αδιέξοδα του καπιταλισμού και ταυτόχρονα τον αποδοτικότερο φόρο τιμής σε όσους αγωνίστηκαν για την ανατροπή της απριλιανής δικτατορίας, σε όσους διαχρονικά θυσιάστηκαν για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο”».