Μνημείο πρόκλησης αποτελεί η απάντηση του σοσιαλδημοκράτη Επιτρόπου Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, N. Schmit, σε ερώτηση της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ σχετικά με την «εξαήμερη εργασία στις επιχειρήσεις του τουρισμού – επισιτισμού», με αφορμή την ενεργοποίηση της επιβολής εξαήμερης εργασίας από 1η Ιούλη.
Βαπτίζοντας το «άσπρο – μαύρο», ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποστηρίζει ότι η Οδηγία 2003/88 εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, εφόσον θεσπίζει «ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης». Οι εργαζόμενοι πρέπει μάλλον να πουν και …ευχαριστώ που ναι μεν, θα δουλεύουν 13 ώρες την ημέρα και έξι ημέρες την εβδομάδα, αλλά θα έχουν …«εξασφαλισμένο» ένα 11ωρο ανάπαυσης.
Υλοποιώντας το αντεργατικό οπλοστάσιο της ΕΕ με τις Οδηγίες 2003/88 και 2019/1152, που μεταξύ άλλων άνοιξαν το δρόμο για τις διαβόητες συμβάσεις γαλέρας των «μηδενικών ορών», η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, σε συνέχεια όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, εξαπέλυσε νέο γύρο επίθεσης ενάντια στα εργασιακά δικαιώματα, εφαρμόζοντας την 6ήμερη εργασία για φθηνό εργατικό δυναμικό, διαθέσιμο όσο, όποτε και όπου θέλει η εργοδοσία.
Η πραγματικότητα που βιώνουν εκατομμύρια εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς ξεσκεπάζει την κυβερνητική και ευρωενωσιακή προπαγάνδα για μια «φιλολαϊκή ΕΕ», υπέρμαχο των δικαιωμάτων. Καθημερινά έρχονται αντιμέτωποι με την εργοδοτική ασυδοσία του ωραρίου – λάστιχο, της 13ωρης εργασίας ακόμη και σε παραπάνω του ενός εργοδότες, των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της εξαήμερης απασχόλησης, των πενιχρών μισθών, των απλήρωτων υπερωριών και της άλωσης της Κυριακής αργίας με τη «βούλα» των νόμων Χατζηδάκη και Γεωργιάδη.
Η εντατικοποίηση αυτή οδηγεί σε εκτόξευση των εργατικών ατυχημάτων, ενώ έχει συνοδευτεί από την υποστελέχωση του Σώματος Επιθεώρησης εργασίας σύμφωνα με τα «πρότυπα» της «Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας». Ήδη στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 7.800 εργατικά ατυχήματα μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2024, με ένα νεκρό κάθε τρεις μέρες με την πλειοψηφία των ατυχημάτων να συμβαίνουν σε ώρες υπερεργασίας. Ενδεικτική είναι τέλος κι η μετατροπή του χαρτοφυλακίου της νέας Κομισιόν από «Απασχόλησης και κοινωνικών δικαιωμάτων» σε «Ανθρώπινου δυναμικού, δεξιοτήτων κι ετοιμότητας» που προμηνύει νέα αντεργατικά τερατουργήματα.
Τα οξυμένα αυτά προβλήματα θα πάρουν αποφασιστική απάντηση από τους ίδιους τους εργαζόμενους και την πάλη μέσα από τα σωματεία τους ενάντια στο εργασιακό μεσαίωνα ΕΕ, κυβερνήσεων, κεφαλαίου. Με οργάνωση του αγώνα τους σε κάθε χώρο δουλειάς, διεκδικώντας δικαιώματα στο ύψος των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων, συλλογικές συμβάσεις για μόνιμη και σταθερή εργασία με ουσιαστικές αυξήσεις των μισθών, με μείωση του ημερήσιου κι εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, που θα ενσωματώνουν τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής και ασφαλείας.
Η ερώτηση της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ
Η κυβέρνηση της ΝΔ, υλοποιώντας προαπαιτούμενα του Ταμείου Ανάκαμψης, φέρνει εγκύκλιο που δίνει άλλο ένα χτύπημα στον εργάσιμο χρόνο προχωρώντας στην πλήρη εφαρμογή του εκτρωματικού νόμου Γεωργιάδη, νομιμοποιώντας την εξαήμερη εργασία.
Η ψηφιακή κάρτα, που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση με στήριξη ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο του νόμου Χατζηδάκη, αποτελεί εργαλείο επέκτασης εργάσιμου χρόνου, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για εφαρμογή κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον διαχωρισμό του εργάσιμου χρόνου σε «ενεργό» και «ανενεργό». Ελαστικοποιεί ακόμα περισσότερο το ωράριο, εντατικοποιεί την εργασία, επιβάλλοντας εξαήμερη εργασία ανάλογα με τον φόρτο εργασίας. Πετάει τον χρόνο προετοιμασίας για τη βιομηχανία «εκτός ωραρίου», δίνοντας επιπλέον απλήρωτο χρόνο στους εργοδότες.
Η κυβέρνηση προχωράει σε κλιμάκωση των αντεργατικών μέτρων που βασίζονται σε ευρωενωσιακές οδηγίες, όπως η οδηγία 2003/88 της ΕΕ για «την οργάνωση του χρόνου εργασίας».
Ερωτάται η Επιτροπή πώς τοποθετείται:
1. Στο γεγονός ότι με τις οδηγίες της ΕΕ διαμορφώνεται το αντεργατικό πλαίσιο στα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως οι νόμοι Χατζηδάκη και Γεωργιάδη στην Ελλάδα, που επιταχύνει το ξεχείλωμα και την ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου, την αύξηση εκμετάλλευσης εργαζόμενων;
2. Στις δίκαιες διεκδικήσεις εργαζομένων, σε μια σειρά κλάδων κι επιχειρήσεων, για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας μέσω των οποίων μπορούν να κατοχυρωθούν σταθερός ημερήσιος και εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας, το 7ωρο – 5ήμερο – 35ωρο, ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, πλήρη εργασιακά δικαιώματα;
Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Η οδηγία για τον χρόνο εργασίας όχι μόνο δεν αποτελεί αντι-εργατικό μέσο, αλλά, αντιθέτως, καθορίζει ελάχιστες απαιτήσεις για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων σε όλους τους τομείς δραστηριότητας. Οι διατάξεις της οδηγίας συγκεκριμενοποιούν το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, το οποίο κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Η οδηγία δεν κάνει διάκριση μεταξύ «ενεργών» και «ανενεργών» περιόδων χρόνου εργασίας, δεδομένου ότι οι έννοιες του χρόνου εργασίας και της περιόδου ανάπαυσης αλληλοαποκλείονται. Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει εκτενώς τις έννοιες αυτές για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας.
Η οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις ή να επιτρέπουν την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων που είναι ευνοϊκότερες από τα ελάχιστα πρότυπα που ορίζει για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.
Η Επιτροπή ενθαρρύνει τον κοινωνικό διάλογο και τη διαπραγμάτευση και σύναψη συλλογικών συμβάσεων που ρυθμίζουν την απασχόληση και τους όρους εργασίας των εργαζομένων. Στήριξε μάλιστα την ομάδα υψηλού επιπέδου εμπειρογνωμόνων για τον κοινωνικό διάλογο, η οποία συστάθηκε το 2018 στην Ελλάδα, και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή των συμπερασμάτων της. Ωστόσο, η λειτουργία του εθνικού κοινωνικού διαλόγου, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους. Τον Ιούνιο του 2023, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο της ΕΕ εξέδωσε τη σύσταση για την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου στην ΕΕ. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους, την εφαρμογή της σύστασης σε εθνικό επίπεδο».