Αυτές τις μέρες που γίνεται τόση συζήτηση για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, καλό είναι εκτός από τη στάση διαχρονικά των ελληνικών κυβερνήσεων, να θυμόμαστε και αυτή της ΕΕ. Με Ερώτησή της προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ είχε θέσει το αίτημα επιστροφής των Γλυπτών από το 2020, ενόψει τότε της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ.
Στην Ερώτηση τονιζόταν συγκεκριμένα: «Η επιστροφή των Γλυπτών και η αποκατάσταση του Παρθενώνα της Ακρόπολης των Αθηνών, ως ένα ενοποιημένο μνημείο στον τόπο της δημιουργίας του, σημαίνει σεβασμό προς την αξία και τον συμβολισμό του μνημείου, αναγνωρισμένου από την UNESCO ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, αποτελεί αποκατάσταση μιας παλιάς και συνεχιζόμενης αδικίας. Ολα τα χρόνια που η Βρετανία ήταν μέλος της ΕΕ, η τελευταία δεν πήρε καμία πρωτοβουλία για την επιστροφή των γλυπτών στην Ελλάδα».
Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ ζητούσε την τοποθέτηση της Επιτροπής ως προς το αίτημα «της πλήρους και μόνιμης επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο τους και στη φυσική τους θέση, ώστε να συνενωθούν με ό,τι είναι αναπόσπαστα δεμένα στην Ακρόπολη των Αθηνών».
Απέναντι σ’ αυτό το ιστορικά – επιστημονικά και ηθικά δίκαιο αίτημα, η Κομισιόν αρκέστηκε να διατυπώσει το νομοθετικό πλαίσιο ότι «σύμφωνα με την Οδηγία 2014/60/ΕΕ, μπορεί να διαθέσει νομικά μέσα για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών που έχουν απομακρυνθεί παράνομα από το έδαφος κράτους – μέλους από την 1η Γενάρη 1993 και μετά»!
Δηλαδή, η ΕΕ προσχηματικά δηλώνει «αναρμόδια», επειδή η κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα έλαβε χώρα …πριν από το έτος ίδρυσής της. Αυτή η παρελκυστική τακτική της ΕΕ είναι που συνέβαλε στη διαμόρφωση του εδάφους που τροφοδοτεί τα σημερινά παζάρια της κυβέρνησης με το Βρετανικό Μουσείο, με όρους που νομιμοποιούν την κλοπή των πολιτιστικών αυτών θησαυρών.
Πηγή: «Ριζοσπάστης»