Χρειαζόμαστε την αλληλεγγύη αλλά και την κατανόηση της Ιστορίας για να μη γίνουν τα ίδια λάθη

Ο Γιώργος Νταλάρας στο Ηρώδειο

Μετά από τις θριαμβευτικές περιοδείες του σε Ευρώπη, Αμερική και Καναδά και πριν από μια σειρά συναυλιών με τίτλο «Ρεμπέτικο με ωραία παρέα», στο «Christmas Theater», από 15 Γενάρη, ο Γιώργος Νταλάρας προλαβαίνει να μου δώσει αυτήν την χριστουγεννιάτικη συνέντευξη. Μιλάμε για την καλλιτεχνική δημιουργικότητα μέσα στη δυστοπία, για τον κώδικα της παρέας και του «μαζί», τον δυναμισμό του ρεμπέτικου, για τους πρόσφυγες που θα γεννήσουν τις νέες μουσικές, για τον ζόφο της καθημερινής εκατόμβης από την πανδημία, για τη μεγάλη σημασία της αλληλεγγύης, για την επιτακτική ανάγκη να γίνουμε ενεργοί πολίτες, αλλά και για τον άνθρωπο που του έδωσε το πρώτο πολύτιμο μάθημα Πολιτικής Οικονομίας στη ζωή του. Τέλος, αποκαλύπτει ποιους θα ήθελε να βρίσκονται μαζί του απόψε, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.


Για το τι είναι και τι μας επιφυλάσσει ένα ταξίδι με «ωραία παρέα» στο ρεμπέτικο, ο Γ. Νταλάρας λέει: «Το ρεμπέτικο είναι το πιο επαναστατικό και το πιο ζωντανό είδος της μουσικής μας. Θεωρώ ότι ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα γίνει μουσειακό ή γραφικό. Θα συγκινεί και θα εμπνέει πάντα, τους πιο αξιόλογους, ταλαντούχους κι ευαίσθητους ανθρώπους κάθε γενιάς. Τους μουσικούς, συνθέτες και τραγουδιστές, που στην ουσία είναι η μεγάλη ελπίδα του ελληνικού τραγουδιού.

Κάθε φορά που καταπιάνομαι με αυτό το τραγούδι, όσο βαθιά κι αν είναι ριζωμένο μέσα μου μουσικά, ανακαλύπτω ακόμη άγνωστα πράγματα, στους μουσικούς δρόμους, στις ερμηνείες, στον δυναμισμό και στην ιδιαιτερότητα με την οποία οι στίχοι αποτυπώνουν συναισθήματα και γεγονότα, συμβάλλοντας αποφασιστικά σε αυτήν την τοιχογραφία της συλλογικής κοινωνικής συνείδησης και του ήθους του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού».

Πώς θα στηθεί αυτή η μουσική γιορτή;

— Προσκαλώ φίλους από τον χώρο του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, ταλαντούχους τραγουδοποιούς, ερμηνευτές, μουσικούς που αγαπάω και θαυμάζω και μου αρέσει πολύ να τραγουδάω παρέα. Μαζί τους και με οδηγό τραγούδια, γνωστά και ανείπωτα, επιδιώκω να μεταμορφώσω το κοινό της κάθε βραδιάς στο «Christmas Theater» σε μια ωραία παρέα. Γιατί είναι ωραία να είμαστε παρέα. Γιατί όταν μοιραζόμαστε την κοινή μας αγάπη για τα ίδια τραγούδια, ανακαλύπτουμε τον κώδικα του «μαζί», της παρέας, της ομάδας, και πορευόμαστε με σεβασμό σε κοινές αξίες.

Ποιο γεγονός αυτής της χρονιάς – που τελειώνει σε λίγες μέρες – θεωρείς πως ήταν το χειρότερο που μας συνέβη και ποιο σε γέμισε αισιοδοξία;

— Πολλά ήταν τα κακά δυστυχώς. Ελπίζαμε σε κάτι καλύτερο, αλλά και αυτή η χρονιά μάς γέμισε θλίψη και αγωνία για το αύριο. Είναι ο τρόμος και ο ζόφος της καθημερινής εκατόμβης των νεκρών της πανδημίας, είναι οι πυρκαγιές που έκαψαν τα δάση, τα σπίτια των ανθρώπων, τα ζώα τους, τις ψυχές τους, τα όνειρά τους, είναι η αγωνία των νέων για το αύριο.

Και είναι κι αυτό που έλεγα, σε δική μας πάλι κουβέντα, ένα χρόνο νομίζω πριν, η μετατραυματική περίοδος που θα ζήσουμε όταν ο εφιάλτης του κορονοϊού περάσει. Πώς θα ξεπεράσουμε την απομόνωση που έχουμε όλοι υποστεί, πώς θα ξαναπλησιάσουμε τον διπλανό μας, πώς θα εξοικειωθούμε ξανά με την εξωστρέφεια, με τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για να γίνουμε ενεργοί πολίτες, ν’ αντιληφθούμε τη γλώσσα του «άλλου», αλλά και του ξένου, γιατί σ’ αυτήν τη νοοτροπία οφείλει να βασίζεται η ηθική της κοινωνίας, αλλιώς…

Και τα καλά, τα αισιόδοξα; Ναι, υπήρχαν. Οι Ολυμπιονίκες μας που μας γέμισαν χαρά και μέσα από τη νίκη τους αντιληφθήκαμε για άλλη μια φορά τον αγώνα τους, τον άνισο και δύσκολο. Και οι μικρές καθημερινές ιστορίες που δεν προβάλλονται γιατί αρέσει περισσότερο, ή πουλάει περισσότερο, ο κόσμος της αγριότητας, του μαχαιρώματος, μεταφορικά και πραγματικά, της μισαλλοδοξίας.

Γι’ αυτό θα δανειστώ δυο λόγια, που μου έκαναν εντύπωση, της αγαπημένης μου φίλης Ερης Ρίτσου, που νομίζω αξίζει ν’ ακούγονται και πέρα από το περιβάλλον της κοινωνικής δικτύωσης. Λέει η Ερη: «Η κοινωνία της αγριότητας δε χρειάζεται συστάσεις. Εγώ θα γράψω για τους γονείς που κάνουν καλή δουλειά, για τους δασκάλους που κάνουν καλή δουλειά. Για τα δυο παιδάκια που πήγαν από πέντε ευρώ στη δασκάλα τους, κρυφά, για να εξασφαλίσουν το εισιτήριο του συμμαθητή τους, που δεν είχε χρήματα να πληρώσει για να πάει εκδρομή και που, περήφανο παιδάκι το ίδιο, ισχυριζόταν πως ζαλίζεται στο λεωφορείο. Για τα παιδιά αυτά που μας κάνουν όλους περήφανους».

Αυτά τα παιδιά, αυτοί οι γονείς, αυτοί οι δάσκαλοι μας γεμίζουν αισιοδοξία, είναι η παρηγοριά μας και το μέλλον μας.

Συναυλίες, στούντιο, ταξίδια, νέοι δίσκοι… Πώς τα καταφέρνεις κι είσαι πάντα τόσο δημιουργικός και ακούραστος; Πού βρίσκεις τη δύναμη, όχι μόνο να έχεις τον ακάθιστο, αλλά και να ρισκάρεις, μέσα σε τόση δυστοπία;

— Α, το στούντιο βάλτο χωριστά σε παρακαλώ. Το στούντιο είναι η ζωή μου, δεν είναι μόνο η δουλειά μου. Δε θα σταματήσω ποτέ τη μουσική. Εχω ανοίξει μεγάλες παρτίδες μαζί της. Αλλά και οι δίσκοι, τα καινούργια τραγούδια εννοείς, φαντάζομαι. Να ήξερες πόσα παιδιά, πόσοι συνθέτες, πόσοι στιχουργοί, πόσοι τραγουδιστές μέσα σ’ αυτήν τη δυστοπία κάνουν καταπληκτικά πράγματα. Γεμίζω δύναμη και αισιοδοξία όταν τ’ ανακαλύπτω και όταν συμμετέχω όπως μπορώ.

Οσο για τις συναυλίες, θεωρώ πάντα σημαντική αυτήν την επαφή με τον κόσμο. Και το κάνω με αγάπη και χαρά, ειδικά τώρα και για έναν πρόσθετο λόγο. Οι μουσικοί μας, δυστυχώς, επιβιώνουν μόνο, μέσα σ’ αυτές τις τρομακτικές συνθήκες, από αυτές τις συναυλίες. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, μετά το τέλος της βραδιάς, μετά το χειροκρότημα και τη χαρά, μένει μια μεγάλη πίκρα. Δεν είναι εύκολο να βλέπεις μάσκες κάτω από τη σκηνή, την αγωνία στα πρόσωπα του κόσμου και το τραγούδι τους αχνό κάτω απ’ τις μάσκες.

Θα ‘θελες να περιγράψεις κάποια Χριστούγεννα της παιδικής σου ηλικίας στην Κοκκινιά, που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;

— Και στην Κοκκινιά και στη Δάφνη και στον Αγιο Δημήτριο και στα Εξάρχεια ως έφηβος. Είχαμε πολλούς προορισμούς χειμερινών διακοπών, όπως ξέρεις, με την μάνα μου και τον αδελφό μου, στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Δύσκολοι χειμώνες. Πολύ κρύο έξω, αλλά ζέστη, χαρά και αγάπη στην καρδιά μας. Ολα τα θυμάμαι.

Να σου πω ένα, που νομίζω ότι στο έχω ξαναπεί. Μετά τα κάλαντα, πήγαμε με τα παιδιά στο σπίτι μου, στη Δάφνη, για να κάνει η μάνα τη μοιρασιά. Ηταν και κάτι θεόφαλτσοι στην παρέα. Είχαμε κάνει γενναία είσπραξη. Ημουν πολύ χαρούμενος. Αδειάζει η μάνα μου τα λεφτά από το κουτί και αρχίζει να μοιράζει διά του έξι, όσοι ήμασταν. «Τι λες βρε μαμά;», της λέω, «εγώ θα πάρω τα ίδια με αυτούς τους φάλτσους που χαλάνε τα κάλαντα; Που έκανα και τόσες μέρες για να τους τα μάθω; Μόνο δυο τραγουδάμε σωστά». «Σοβαρά μιλάς;», μου απαντάει η μάνα μου. «Ομάδα δεν είσαστε; Ιδια θα πάρετε. Αλλιώς να πήγαινες μόνος σου». Μου κακοφάνηκε τότε, αλλά ήταν το πρώτο μάθημα Πολιτικής Οικονομίας στη ζωή μου.

Ο παιδικός σου εαυτός θα ήταν ικανοποιημένος, λες, από την εξέλιξη του Γιώργου Νταλάρα;

— Ε, τώρα αν δεν σου έλεγα αυτή την ιστορία, δεν θα το ρώταγες. Ναι, ναι. Ο μικρός είναι ευχαριστημένος και για τον Νταλάρα καλλιτεχνικά και για τον Γιώργο ανθρώπινα.

Ποιο ελάττωμα δεν θα του συγχωρούσε ο μικρός και για ποια επιλογή του θα ήταν περήφανος;

— Δεν θα του συγχωρούσε ποτέ την έπαρση και τη φήμη. Αντίθετα, θα ήταν περήφανος για την επιλογή του να προσπαθεί να βελτιώνεται με κάθε τρόπο. Για τον εαυτό του, όχι για τη διάκριση. Η διάκριση έπεται.

Στη χαώδη εποχή μας η μουσική αντέχει; Η μελωδία και η ποίηση θα επιβιώσουν; Ισχύει αυτό που μου έλεγες σε παλαιότερη κουβέντα μας, ότι η Τέχνη, για άλλη μια φορά, θ’ αποδειχθεί γιατρικό και παυσίλυπο, γιατί είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο;

— Αν αντέχει λέει; Την ημέρα που «έφυγε» ο Μίκης και τις επόμενες μέρες, ομόρφυνε η πόλη από τα τραγούδια που ακούγονταν στα ραδιόφωνα. Ημέρεψε ο κόσμος, καλοσύνεψε. Και σε λίγες μέρες άρχισε πάλι η θολούρα. Τι να κάνουμε, όμως, είναι νομοτέλεια φαίνεται. Πρέπει να ταρακουνηθούμε, να πνιγούμε, για ν’ αναζητήσουμε το οξυγόνο. Και βέβαια η Τέχνη είναι παυσίλυπο. Ομορφαίνει την καθημερινότητά μας και μας δυναμώνει. Η Τέχνη είναι είδος πρώτης ανάγκης. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάνε οι ιθύνοντες. Ανήκει στον κόσμο, στον λαό. Η Τέχνη είναι ελευθερία. Και όπως έλεγε ο Μίκης, η διαφύλαξη αυτής της ελευθερίας είναι το χρέος μας.

Πώς πιστεύεις πως θα μας βρει η επόμενη μέρα της πανδημίας; Διαλυμένους ή καλύτερους και πιο δυνατούς;

— Πέρσι ήμουν πιο αισιόδοξος. Δεν αντέχεται αυτό που ζούμε, αυτές οι καθημερινές απώλειες σκληρού πολέμου. Κακά τα ψέματα, αδύναμους θα μας βρει. Θα χρειαστούμε μεγάλες προσπάθειες για να ξεπεράσουμε το μετατραυματικό σοκ και σωματικά και ηθικά. Αλλά πρέπει να είμαστε παρόντες με κάθε τρόπο, έστω και μ’ ένα τηλεφώνημα, μια καλή κουβέντα στους φίλους μας που δεν μπορούμε να δούμε. Από την πολιτική και την κοινωνική μέριμνα, που είναι υποχρέωση της πολιτείας, μέχρι τη δική μας. Ποτέ δεν θα αντικαταστήσουν την προσωπική επαφή τα γραπτά μηνύματα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τη μετά εποχή, που θα είναι πολύ δύσκολη.

Πώς εξηγείς το γεγονός ότι παρότι είμαστε στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της «ψηφιακής οικονομίας», οι νέες γενιές ζουν χειρότερα από τις προηγούμενες, δουλεύοντας σαν σκλάβοι, με όλο και λιγότερα δικαιώματα;

 Δεν διαφωνώ καθόλου με την ψηφιακή επανάσταση. Ισα ίσα. Θαυμάζω τις ευκαιρίες που προσφέρει στον πολίτη. Αν χρησιμοποιηθεί σωστά, καλλιεργεί και μια δικαιοσύνη αν θέλεις και ιδανικά μια «ψηφιακή οικονομία» ίσων ευκαιριών. Ισχύει όμως αυτό; Δεν νομίζω ότι ισχύει. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει χτυπήσει τις νέες γενιές. Νέοι, καθαροί άνθρωποι, με όνειρα, που θέλουν να ξεφύγουν από την παλιά νοοτροπία του πολιτικού βύσματος, βγαίνουν στον κόσμο μορφωμένοι, αγνοί και τρώνε τα μούτρα τους.

Αυτή η νέα πραγματικότητα πιστεύεις, ωστόσο, πως έφερε και κάποιες καινούργιες ευκαιρίες;

— Βεβαίως και έφερε. Υπάρχουν παιδιά που επιμένουν. Σύγχρονοι άνθρωποι που θα συμβάλουν αποφασιστικά στην καινούργια τοιχογραφία της συλλογικής κοινωνικής συνείδησης και του πολιτικού ήθους. Θα μείνουν εδώ, όμως, ή θα αναζητήσουν καλύτερη μοίρα σε άλλες χώρες με περισσότερη αξιοκρατία;

Θα καταφέρει να μας διασώσει η αλληλεγγύη, που μπορεί να μην έχουμε όλοι, αλλά είναι βασική και απαραίτητη για να πάμε παρακάτω;

— Μόνο με αυτό θα επιβιώσουμε. Και με τη σωστή εκπαίδευση, με την Παιδεία, με τ’ ανοιχτά μυαλά, με την απαγκίστρωση από προκαταλήψεις, αστερίσκους και στερεότυπα. Γι’ αυτό πιστεύω στον δυναμισμό των νέων ανθρώπων. Ανήκω σε μια γενιά που, παρά τις δυσκολίες, πέρασε καλύτερα από τους γονείς της, αλλά δυστυχώς και καλύτερα από τα παιδιά της. Καθόλου δεν μ’ αρέσει αυτό. Γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία η αλληλεγγύη. Και η μόρφωση, η κατανόηση της Ιστορίας, για να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη.

Εξακολουθείς να θέλεις να διασκευάσεις Nirvana και να πιστεύεις πως οι πρόσφυγες θα γεννήσουν τις νέες μουσικές;

— Βέβαια. Αναρωτιέσαι πώς θα ήταν η μουσική στην Ελλάδα χωρίς τους Μικρασιάτες; Ετσι γινόταν και έτσι θα γίνεται πάντα. Οι νέες μουσικές γεννιούνται από τις διαφορετικές ιδέες, τις διαφορετικές καταβολές και παραδόσεις, την πολυχρωμία, τη διαφορετικότητα.

Αν ετοίμαζες απόψε το γιορτινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποιους θα προσκαλούσες και πώς θα περνούσατε τη βραδιά;

— Τον Μίκη φυσικά, τον αρχάγγελο, και τον Μάνο Ελευθερίου, που έτσι και αλλιώς ήταν πάντα παρών στα οικογενειακά γιορτινά τραπέζια. Με ωραίες μουσικές και ιστορίες. Μεταξύ πραγματικότητας και μύθου. Γιατί μην ξεχνάς, εμείς είμαστε πολύ τυχεροί άνθρωποι. Ζήσαμε μαζί με τον Μίκη!

Συνέντευξη στη
Σεμίνα ΔΙΓΕΝΗ

Δείτε ακόμα...