Επιτάφιος… Πάθη… Ανάσταση…
Οι μέρες αυτές έχουν εμπνεύσει μεγάλους δημιουργούς στο πέρασμα των χρόνων, για να δώσουν το δικό τους περιεχόμενο, δεμένο με τα πάθη και τους πόθους του λαού μας, αλλά και τη λαϊκή μνήμη και παράδοση.
Από τους «Πόνους της Παναγιάς», του Κώστα Βάρναλη, και της μητέρας που αγωνιά… «πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί»… Στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και το λυρικό μοιρολόι της μάνας του νεκρού εργάτη. Εκεί που το ατομικό της πένθος και ο αβάσταχτος πόνος της γίνονται οργή και μετατρέπονται στην ταξική αφύπνισή της. Γίνεται πια μάνα κοινωνική, ένα συλλογικό σύμβολο, καθώς σμίγει με τους συντρόφους του γιου της, ορκιζόμενη εκδίκηση. Και στην «Ανάσταση», το τραγούδι αποχαιρετισμού των γυναικών κρατουμένων στις φυλακές Αβέρωφ στις συντρόφισσές τους που πήγαιναν για εκτέλεση…
Για την ανάστασή σου λαέ μας
όλα τα δίνουμε κάθε στιγμή.
Άλλοι στις μάχες κι εμείς στα κελιά μας
του λυτρωμού σου η ώρα να 'ρθει...
Γι’ αυτήν την ανάσταση, για αυτήν την ελπίδα και την ελευθερία, κόντρα στο σκοτάδι της σκλαβιάς και της τυραννίας, είναι «αφιερωμένη» η σελίδα μας.
***
Οι μέρες αυτές είχαν τη δική τους βαρύτητα στις φυλακές και τις εξορίες. Αυτές τις μέρες γινόταν ακόμα πιο έντονη η ομορφιά της ζωής, αλλά και η βαθιά συνείδηση του Χρέους. Οι χιλιάδες εξόριστοι κομμουνιστές και λαϊκοί αγωνιστές είχαν επίγνωση της θέσης τους… Γι’ αυτό ήταν και ελεύθεροι…
«Όπως όλος ο ελληνικός λαός κάτω από τις πλέον τραγικότερες συνθήκες, έτσι και η Ομάδα μας ανεβαίνοντας το δρόμο του μαρτυρίου και της τιμής γιόρτασε το Πάσχα.
Μέσα στις δοκιμασίες και ταλαιπωρίες που σκληραίνουν την ψυχή μας δεν μπορούσε παρά να νιώσουμε τη συγκίνηση εκείνη που πηγάζει απ’ αυτή τη μέρα, σαν μέρα που σκορπάει τη χαρά, την αγάπη.
Δεν θα έπρεπε να κλειστούμε στον εαυτό μας, να παραδοθούμε στις σκέψεις μας, να πικραθούμε και να στενοχωρηθούμε. Έπρεπε να χαρούμε, γι’ αυτό και οργανώσαμε τη γιορτή του Πάσχα»…
Ετσι ξεκινούσε το άρθρο της χειρόγραφης εφημερίδας «Η φωνή του εξόριστου» που έβγαζε η Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων του Αη Στράτη, τον Απρίλη του 1947.
***
Εκατοντάδες είναι οι κάρτες με ευχές για το Πάσχα που φυλάσσονται στο Αρχείο του ΚΚΕ. Μια ζωγραφιά και δύο λόγια… Με την ελπίδα να ανταμώσουμε σύντομα… Για αυτές τις μέρες σου στέλνω τις θερμότερες ευχές…
Με τις κάρτες που φιλοτεχνούσαν οι ίδιοι ή οι συγκρατούμενοί τους, οι εξόριστοι και οι φυλακισμένοι δήλωναν ότι ζουν και συνεχίζουν να ονειρεύονται. Δήλωναν ότι αντιστέκονται στην απομόνωση που τους επέβαλλε το αστικό κράτος. Παρά τις αφάνταστες δυσκολίες, τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, με ελάχιστα υλικά και χρώματα οι εξόριστοι δεν έπαυαν να δημιουργούν. Αλλωστε, οι κάρτες ήταν μια ξεχωριστή επαφή με την οικογένεια, φίλους και συντρόφους τους σε κάθε σημαντική στιγμή.
Η επικοινωνία με τους «έξω» εκτός από βαθιά ανάγκη ήταν και μια νίκη, μια κατάκτηση μικρή, αλλά τόσο σημαντική. Ακόμα και αυτές οι δύο φράσεις που συνοδεύονταν με τη λέξη «ελογοκρίθη» σήμαιναν πολλά.
Αντίστοιχης σημασίας ήταν και τα γράμματα που λάμβαναν οι εξόριστοι και οι φυλακισμένοι από τους δικούς τους ανθρώπους. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο, όπως περιγράφεται στα «Στρατόπεδα Γυναικών» στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου στη Χίο ή στο Τρίκερι, ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που η διοίκηση του στρατοπέδου καθυστερούσε τα γράμματα και ειδικά σε μεγάλες γιορτές, όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, τα συγκέντρωνε και τα έβαζε στην πυρά μπροστά σε όλες τις κρατούμενες.
***
Τέτοιες μέρες υπήρχε η πιθανότητα οι κρατούμενοι να συναντηθούν με τους «έξω», με τους κατοίκους των νησιών. Και αυτοί δεν έχαναν την ευκαιρία να τους δείξουν την αγάπη τους, τον σεβασμό τους…
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Μαριγούλας Μαστρολέων – Ζέρβα στο βιβλίο της «Κρατούμενες στα Γιούρα, 1967».
«Στο προαύλιο των φυλακών Αλικαρνασσού Κρήτης υπάρχει μια εκκλησία, ο Αγιος Λευτέρης. Τη Μεγάλη Εβδομάδα μάς λέει ο διοικητής: “Τη Μ. Παρασκευή και το Μ. Σάββατο θα λειτουργήσουνε το εκκλησάκι και θα σας επιτρέψω να πάτε και εσείς”…
Εφθασε η Μ. Παρασκευή και η αυλή γέμισε κόσμο, παπάδες και ο Επιτάφιος ήταν έτοιμος. Επιτέλους ήρθε η ώρα και μας έβγαλαν έξω. Μόλις μπήκαμε μες στην εκκλησία και μας είδε ο κόσμος, αμέσως έπεσαν επάνω μας, μας φιλούσαν και μας ρωτούσαν με δίψα να μάθουν πώς περνάμε. Οι χωροφύλακες παρακολουθούσαν και όσο έβλεπαν τέτοια υποδοχή, που δεν την περίμεναν, τόσο πιο πολύ κατσούφιαζαν. Ηταν σίγουροι πως ο κόσμος θα μας περιφρονούσε και θα μας απέφευγε. Αλλά εμείς δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλες με όλες τις γυναίκες. Πιαστήκαμε αγκαζέ και παρακολουθούσαμε τον Επιτάφιο και ζευγάρια ζευγάρια αλλάζαμε με τις κοπέλες που τον σήκωναν. Κάναμε σχέδια για την Ανάσταση, γιατί μας είχε πει ο διοικητής πως θα μας έβγαζε και το Μ. Σάββατο στην Ανάσταση.
Τέλειωσε η εκκλησία, πάλι φιλιά, καληνυχτιστήκαμε και είπαμε: “Αύριο πάλι στην Ανάσταση”. Ομως, για την Ανάσταση, ο διοικητής είχε αλλάξει γνώμη, έπειτα απ’ αυτό που είχε δει στον Επιτάφιο και μας ανακοίνωσε, χωρίς καμιά εξήγηση, ότι δεν πρόκειται να βγούμε. Ετσι το βράδυ καθίσαμε στα κελιά μας και βλέπαμε από μακριά μέσα από τα σίδερα… Ο κόσμος όμως που είχε έρθει και ήταν τριπλάσιος από την προηγούμενη και κρατούσε πακέτα με λαμπριάτικα δώρα για να μας τα δώσει, απορούσε και φώναζε: “Δε θα έρθετε;”. Τότε πήγε κοντά ένας σκοπός και τους είπε πως δεν πρόκειται να βγούμε. Πολλοί φύγανε και εκείνοι που έμειναν μετά την Ανάσταση μας φώναζαν από μακριά: “Καλή λευτεριά κοπέλες, γρήγορα σπίτια σας”…».