Επιτάφιος θρήνος τη Μεγαλοβδομάδα των Χριστουγέννων – Videoart του ζωγράφου Τάκη Βαρελά

«Η περιφορά του Επιταφίου στη Σαλαμίνα» είναι κείμενο του λαογράφου μας Πέτρου Φουρίκη, γράφτηκε εν έτει 1925 και παρουσιάζεται σήμερα σε μορφή Videoart με εικονογράφηση και αφήγηση του ζωγράφου Τάκη Βαρελά, μουσική από το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη από το έργο «Ανοίγω το στόμα μου». Η ψηφιακή επεξεργασία της εικόνας και του ήχου είναι του Μιχάλη Αγγελίδη.

Δείτε εδώ το Videoart

Το Videoart σηματοδοτεί εν μέσω πανδημίας το βαρύ κλίμα που βιώνει κάθε λαϊκή οικογένεια στην πατρίδα μας και στον κόσμο όλο, η οποία κάθε άλλο δεν μας επιτρέπει να μην ανησυχούμε, αλλά να απαιτούμε μέτρα και θωράκιση παντός τύπου της υγείας του λαού μας, για μη θρηνεί καθημερινά τόσους νεκρούς.

Σημειώνει για το έργο ο ζωγράφος Τάκης Βαρελάς και παράλληλα στέλνει τις ευχές του στους αναγνώστες του 902.gr και του ALT.gr:

«Το κείμενο “Επιτάφιος θρήνος τη Μεγαλοβδομάδα των Χριστουγέννων” ακούγεται σαν παράκαιρη αντίφαση της εποχής, που τίποτε δεν θυμίζει το τέλος και την αρχή της χρονιάς.

Ανησυχία, αγωνία και αν θέλετε θυμό μας αφήνει ετούτος ο καιρός, μιας και μπαίνουμε στον καινούργιο χρόνο αθωράκιστοι, με ένα κράτος αναλγησίας να βάζει στην ίδια ζυγαριά τη ζωή με το κέρδος.

Πορευόμαστε και δεν περιφερόμαστε!

Με πεισματώδη αισιοδοξία, υγεία, εμείς τον κόσμο θα τον γυρίσουμε ανάποδα

Χρόνια πολλά

Το 2021 θα βγούμε στο ξέφωτο πιο δυνατοί!».

Επιτάφιος θρήνος τη Μεγαλοβδομάδα των Χριστουγέννων

Γράφει ο Τάκης Βαρελάς, ζωγράφος

Τώρα που τελειώνει το μπάρκο του και αυτός χρόνος, θα μετρήσουμε την πραμάτεια του στο λιμάνι της αιωνιότητας.

Τι πήρε μαζί του, τι άφησε, τι πέταξε στους πέντε ανέμους, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι όλα δικά μας.

Ναι, είναι όλα δικά μας και όταν λέω δικά μας, εννοώ μόνο δικά μας.

Θα ήταν ψέματα να σας πω ότι είναι και των άλλων, αυτών που την αγωνία των πεινασμένων δεν την μετρήσαμε ποτέ στα μάτια τους.

Ο χρόνος μάς βρίσκει να περπατάμε, σαν αναμμένες ευχές, σαν σε περιφορά Επιταφίου, ακολουθώντας τον καιρό που γράφει στου νου, σαν Μεγαλοβδομάδα του Πάσχα κι έχουμε δυστυχώς Χριστούγεννα.

Ο εγκλεισμός και η φίμωση έχουν τη μυρουδιά του μπαρουτιού. Προετοιμάζουν τη μεγάλη έξοδο στις αγορές κρατώντας ένα κερί για φως και μια αναπνοή, μα ξέρουμε πως με ήλιο και αέρα τρέφεται η ζωή.

Θυμωμένος ο χρόνος που φεύγει.

Θυμωμένος και βουβός ο κόσμος που υπομένει.

Άνθρωποι που αναζητούν στα κλεφτά μια καλημέρα, μια ανάγκη να συναντηθούν τα μάτια, στη ματιά των δικών τους, να γαληνέψουν οι καρδιές, να καταλαγιάσουν οι πόνοι, με την ευχή να τελειώσει το μαρτύριο και αντάμα να ξεχυθούν στο ξέφωτο.

Ανυπομονούν να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, σαν εκείνο το τριαντάφυλλο που χάθηκε ανθισμένο μέσα στο καταχείμωνο. Παρηγοριά μόνο το μικρό μπουμπούκι που έσκασε και άνθισε στην ώρα του, σημάδι πως η κίνηση προς τα εμπρός είναι εδώ και κουβαλάει τις ανάγκες, επιθυμίες και όνειρα.

Ας είναι και έτσι!

Εφέτος η άνοιξη αν και ήρθε, δυστυχώς δεν μπόρεσε να μπει στις καρδιές μας, βρήκε όμως τρόπο και τρύπωσε στα όνειρά μας, αφού τα λουλούδια που άνθισαν τα είδαμε, μα εμείς τα χαιρετήσαμε από μακριά, λες και αυτά θα στοίχειωναν τις ψυχές μας, η βαρβαρότητα που δέρνει τον κόσμο όλο.

Μεγαλοβδόμαδο των Χριστουγέννων. Επιτάφιος θρήνος.

Με ύφος εκατό καρδιναλίων, μπροστά περνούν αυτοί που κυβερνούν.

Πορεύονται σαν φουσκωμένα παγόνια, τινάζοντας ψηλά το κεφάλι, για να πουν «Εγώ είμαι ο τρανός του τόπου»!

Από κοντά καμιά τριανταριά σφογγοκωλάριοι, παρατρεχάμενοι της εξουσίας, με τα γυαλισμένα γαλόνια, καμαρώνουν σαν γύφτικα σκεπάρνια, ξέροντας πως είναι ξύλα απελέκητα που περιφέρονται σαν τα κοπρόσκυλα, από αφεντικό σε αφεντικό, λιγδιασμένοι από τις ρεμούλες και τα μπαξίσια.

Χειμωνιάτικη περιφορά.

Χωρίς στολισμένο Επιτάφιο, μα με στολισμένους δρόμους, που δηλώνουν το κενό και την απουσία της φτωχολογιάς και της ευλάβειας τις μέρες αυτές.

Όμως και οι προύχοντες της πόλης, ατάραχοι και συνεπείς, περιφέρονται χορεύοντας έναν απίστευτο και συνάμα αλλοπρόσαλλο θεατρικό παραλογισμό.

Χαιρετούν τις κούκλες των μαγαζιών, τις πλησιάζουν και τις μιλούν, γνέφουν πάντα θετικά, μιας και έτσι επιτάσσει ο ρόλος. Εδώ οι μάσκες τους θυμίζουν αποκριάτικη περιφορά των καρνάβαλων και των μασκαράδων.

Κουδουνάδες των αστών, με λαμέ κουστούμι και γραβάτα σαν χαμένα τομάρια κυκλοφορούν ξεδιάντροπα.

Προκαλούν…

Στον Επιτάφιο των Χριστουγέννων τελικά πορεύονται μόνο οι χορτάτοι.

Ο φτωχός λαός περιφέρει τα σωθικά του, κάνοντας κύκλους του κόσμου τα όνειρα, μέσα σε δυο άδειες καμάρες, μετρώντας απουσίες, επιθυμίες και προσδοκίες.

Τα παιδιά δεν θα έρθουν εφέτος, τα κάλαντα και τα χρόνια πολλά θα έρθουν με ένα μήνυμα, έστω ένα τηλέφωνο.

Οι γονείς θα είναι πάντα εδώ, με εκείνο το φαρδύ χαμόγελο της έγνοιας.

Μακριά και αγαπημένοι, μα πάντα υγιείς.

Μετρημένα λόγια.

Μετρημένο τραπέζι.

Ξέρουν ότι το μέτρο των φτωχών είναι η τέχνη της ζωής.

Αυτή ήταν η προίκα τους και αυτήν θα αφήσουν στα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Έρχεται από μακριά η σκούφια τους.

Προπατορικό αμάρτημα, το γένος εργαζόμενος, ήταν και θα είναι όσο η βαρβαρότητα θα περιφέρει τον επιτάφιο θρήνο των εργατών.

Εφέτος η περιφορά του Επιταφίου ήρθε πιο γρήγορα, με τις εποχές και τις μέρες να εναλλάσσονται ως αριθμοί άνευ περιεχομένου.

Εμείς θα κάνουμε τον γύρο του κόσμου και αυτός τον γύρο των ανθρώπων.

Έστω. Ας είναι και έτσι.

Το σίγουρο είναι πως κάποια στιγμή θα βγούμε πάλι στα μπαλκόνια και τις αυλές με εκείνα τα φαρδιά χαμόγελα και τις ανοιχτές αγκαλιές, άλλοτε σαν κουπιά και άλλοτε σαν κατάρτια, αρμενίζοντας τα όνειρα στις γειτονιές με τα ασβεστωμένα πεζούλια και τα ζουμπούλια, αλλάζοντας τα χρώματα του κόσμου και μαζί τους θα αλλάζουμε και εμείς.

Τα χείλη μας θα σπάσουν την πέτρα για να βγει νερό, δροσιά για το ταξίδι στην ώριμη Ανατολή.

Έτσι τα βουνά έφτιαξαν τους κάμπους, έτσι θα χτίσουμε τον κόσμο και εμείς.

Με τις ανάγκες μας και τα όνειρά μας!

Μεγάλη Εβδομάδα των παθών στο καταχείμωνο.

Επιτάφιος θρήνος για τους απόντες και τους παρόντες.

Στη ζωή και τον θάνατο, την αρχή και το τέλος το ορίζει το δάκρυ. Ένα καυτό δάκρυ στο πρώτο κλάμα μωρού που δεν γνωρίζει, αλλά θα μάθει ταξιδεύοντας στον κύκλο των γεννητόρων του.

Τότε, εκεί στο τέλος του ταξιδιού, με ένα γλυκό λυγμό που δεν φοβάται το σκοτάδι, θα κυλήσει ένα καυτό δάκρυ στις αυλακιές της ζωής, σαν σεμνός αποχαιρετισμός, για αυτά που γνώρισε, είδε και δεν τα άλλαξε.

Και εδώ τελειώνει η περιφορά του Επιταφίου, ξέροντας ότι όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες της Ανάστασης.

Τότε θα ανοίξουμε τα σεντούκια με τα γιορτινά ρούχα.

Θα φορέσουμε τα άσπρα πουκάμισα με το κόκκινο γαρίφαλο στο στήθος, σημάδι πως ξεκινάμε για τη μεγάλη πορεία που δεν περιφέρεται και ακολουθεί τους πρώτους, τους χορτάτους και τους λίγους. Μάθαμε στη ζωή να είμαστε πρώτοι με τους πρώτους.

Συνοδοιπόροι ίσοι, μεταξύ ίσων προς ίσους.

Τα δικά μας λάβαρα δεν θα είναι από μετάξι, χρυσό και ασημί, αλλά από το αίμα όσων πορεύτηκαν και ματώθηκαν για την ανθρωπιά και το δίκιο.

Τα δικά μας τραγούδια δεν θα είναι «Ελέησον με, Κύριε»,

αλλά «Άνθρωπε μέγα και παντοδύναμε, δημιουργέ ορατών τε και αοράτων, ιδού ο κόσμος και τα θαύματά σου».

Πορεύσου εν ζωή, πάλεψε και ζήσε ως άνθρωπος.

Ετικέτες:

Δείτε ακόμα...