Επιτυχημένη εκδήλωση όπου αναδείχθηκε ότι το φάρμακο αποτελεί κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα πραγματοποίησε η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ στις Βρυξέλλες. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο ευρωβουλευτής του Κόμματος, Λευτέρης Νικολάου – Αλαβάνος. Το λόγο πήραν έπειτα και εργαζόμενοι στον κλάδο του φαρμάκου που μετέφεραν πλούσια πείρα από τις εξελίξεις στον κλάδο και το πως οργανώνεται η πάλη των εργαζομένων ενάντια στη στρατηγική ΕΕ – κυβερνήσεων για φάρμακο-εμπόρευμα.
Παρεμβάσεις πραγματοποίησαν οι: Γιώτα Ταβουλάρη, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στο Φάρμακο, Γιάννης Καβαλάρης, μέλος του ΔΣ του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, Φωτεινή Αναγνώστου, εργαζόμενη σε φαρμακευτική εταιρεία, Δημήτρης Δουλουφάκης, μέλος Γενικής Συνέλευσης του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, Μαρία Καταχανά, μέλος ΔΣ του Σωματείου, Φιλιώ Δήμιζα, μέλος Γενικής Συνέλευσης του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, Μάκης Παπάς, χημικός στον τομέα της έρευνας. Το λόγο πήραν επίσης ο Κωνσταντίνος Ματσιόλης, πρόεδρος φαρμακευτικού συλλόγου Μαγνησίας και ο Αθανάσιος Κουτσούκης, πρόεδρος φαρμακευτικού συλλόγου Λάρισας.
Η εκδήλωση ξεκίνησε παίρνοντας το λόγο ο Λευτέρης Νικολάου-Αλαβάνος λέγοντας: «Εκ μέρους της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ θέλω να σας καλωσορίσω στην σημερινή εκδήλωσή μας, στο Ευρωκοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, με θέμα την Φαρμακευτική Στρατηγική της ΕΕ, τα κέρδη στα μονοπώλια, το κόστος στο λαό, και για το φάρμακο κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα.
Είναι μία εκδήλωση ιδιαίτερα επίκαιρη, καθώς τα ζητήματα της υγειονομικής και φαρμακευτικής περίθαλψης μπήκαν ξανά στο επίκεντρο των αγώνων των εργαζομένων το προηγούμενο διάστημα, στις μεγάλες κλαδικές απεργίες και στην πανελλαδική πανεργατική απεργία της 20ης Νοεμβρίου που διατράνωσε την ανάγκη για αυξήσεις στους μισθούς, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καλυτέρευση των όρων δουλειάς, απεμπλοκή της χώρας μας από τα επικίνδυνα ευρωατλαντικά σχέδια, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία μεταξύ ΝΑΤΟ-Ρωσίας και την σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από το κράτος-κατακτητή του Ισραήλ.
Είναι θέματα που τα έχει θέσει η ίδια η πραγματικότητα που βιώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά. Το γεγονός ότι η φαρμακευτική δαπάνη των κρατικών προϋπολογισμών σε δέκα χρόνια μειώθηκε κατά 62%, επιτείνει σήμερα το αυξημένο κόστος των φαρμάκων, τις μεγάλες ελλείψεις σε βασικά φάρμακα, αντιβιοτικά, άλλα σκευάσματα. Αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν με την πανδημία COVID-19, τις βαριές ευθύνες της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων σχετικά με τα μέτρα προστασίας που κόστισαν απώλειες εκατομμυρίων ζωών, τον εμβολιασμό, την αντιπαράθεση που άνοιξε σχετικά με την έγκαιρη πρόσβαση των λαών σε ασφαλή κι αποτελεσματικά εμβόλια».
Σχετικά με τη φαρμακευτική στρατηγική της ΕΕ ο ευρωβουλευτής του Κόμματος τόνισε: «Εάν μελετήσετε το βασικό κείμενο της ΕΕ τη “φαρμακευτική στρατηγική για την Ευρώπη”, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ψηφιστεί τα τελευταία χρόνια από το Ευρωκοινοβούλιο (Κατευθυντήριες Γραμμές για τα Εμβόλια 2021, Ευρωπαϊκή Ένωση Υγείας, EU4Health, έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου για τα συμπεράσματα από την πανδημία κ.α.) θα διαπιστώσετε ότι συνθέτουν ένα πλέγμα αντιλαϊκών κατευθύνσεων που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των φαρμακοβιομήχανων σε βάρος του δικαιώματος του λαού στη φαρμακευτική περίθαλψη.
Στο επίκεντρο τίθεται η “ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών ομίλων”, η “διαφοροποίηση της αλυσίδας εφοδιασμού”, η γενίκευση των Συμπράξεων Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα σε κάθε πλευρά του λεγόμενου κλάδου “παροχής υπηρεσιών υγείας”. Στοιχεία που διατηρούνται περαιτέρω και σήμερα, με το πέρασμα από την “Ψηφιακή και Πράσινη Μετάβαση” στην “πολεμική οικονομία” της ΕΕ και στην ενίσχυση της “ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων” σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι. Στον απόηχο της πανδημίας συζητούν ενίσχυση των πνευματικών δικαιωμάτων για εμβόλια και φάρμακα, δίνοντας περισσότερα κίνητρα στους ομίλους κι εξασφαλίζοντας συνεχή χρηματοδότησή τους τέτοιες μεταρρυθμίσεις, ως “φαρμακευτικό πακέτο” ψηφίστηκαν τον Απρίλη του 2024 στο Ευρωκοινοβούλιο, με την ψήφο των ευρωβουλευτών της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΕΑΡ.
Η βασική ανησυχία της ΕΕ και των αστικών κομμάτων, είναι το πως οι ευρωπαϊκές φαρμακοβιομηχανίες θα ενισχυθούν στο διεθνή ανταγωνισμό, μπροστά στην διαφαινόμενη διεθνή καπιταλιστική κρίση, κι ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι όμιλοι των ΗΠΑ προπορεύονται, η ΕΕ αντιμετωπίζει στασιμότητα, ενώ η Κίνα έχει ταχύτατη ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία, όπως και η Ινδία. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η υποχώρηση των ευρωενωσιακών ομίλων, η διατήρηση των αμερικάνικων στην πρωτιά και η ραγδαία άνοδος των κινέζικων σημειώνονται την στιγμή που η κερδοφορία τους σπάει τα ρεκόρ, ενώ οι καθυστερήσεις δεν σχετίζονται με την αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί στα καπιταλιστικά κράτη, όπως οι τιμές των φαρμάκων, οι ελλείψεις κ.α.
Εξάλλου, η ΕΕ αποτελεί έδρα ορισμένων από τους ισχυρότερους φαρμακευτικούς ομίλους παγκοσμίως (Sanofi, Bayer, Novo Nordisk, Roche, AstraZeneca), με συνολική αξία παραγόμενων φαρμάκων σχεδόν 300 δις το 2020 και πάνω από 835.000 εργαζόμενους».
Στη συνέχεια ο Λευτέρης Νικολάου-Αλαβάνος έκανε αναδρομή στην περίοδο της πανδημίας και τη στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια σημειώνοντας: «Στην έρευνα κι ανάπτυξη των εμβολίων Covid δε, εφαρμόστηκε “μέχρι κεραίας”, με ενιαίο τρόπο και απροσχημάτιστα η ευρωενωσιακή στρατηγική. Και σε αυτή την περίπτωση “βγάζουν μάτι” οι αντιθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Γρήγορα αποδείχθηκε ότι προηγμένη τεχνολογία των εμβολίων που χρησιμοποιήθηκε ήταν ήδη γνωστή στις φαρμακοβιομηχανίες και στα ερευνητικά κέντρα, όμως η πρακτική της εφαρμογή εξαρτήθηκε από τους κανόνες της καπιταλιστικής αγοράς. Για τους καπιταλιστές και το κράτος τους, θεωρήθηκε “κόστος” και “σπατάλη” η εξαρχής έρευνα ενός εμβολίου, με ισχυρή την πιθανότητα αυτό ποτέ να μην παραχθεί και πολύ περισσότερο όταν αυτό δε θα τους απέδιδε την απαιτούμενη κερδοφορία. Για να κινηθεί η “αγορά των εμβολίων” χρειάστηκε η αδρή χρηματοδότηση από την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις, με χρήματα των εργαζομένων, με έως σήμερα αδημοσίευτες συμφωνίες. Οι ίδιες κυβερνήσεις που διύλιζαν τον κώνωπα κι άφησαν τους εργαζόμενους, τους αυτοαπασχολούμενους, στην τύχη τους την περίοδο των lockdown – οικονομικά κι υγειονομικά – δεν δίστασαν ούτε μία στιγμή να ενισχύσουν με παχυλές επιδοτήσεις κάθε λογής μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση. Ούτε βεβαίως να ανοιγοκλείνουν τα πρωτόκολλα ανάλογα με την πιθανότητα καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μάλιστα σημειώνοντας ότι η αγορά φαρμάκων και εμβολίων “είναι μία ιδιαιτέρως ανταγωνιστική αγορά” και ότι πρέπει να προστατευθούν “ευαίσθητες επιχειρηματικές πληροφορίες” επιλέγει χωρίς περιστροφές να αποκρύψει από τους λαούς τις συμβάσεις που έχει υπογράψει για να προστατέψει την καπιταλιστική κερδοφορία σε βάρος της δημόσιας υγείας. Ενώ η Κομισιόν είχε στήσει διαδικασία-εμπαιγμό όπου οι ευρωβουλευτές δήθεν “ενημερώνονταν” σε δωμάτιο απομόνωσης με …δείγματα συμβάσεων, τα μονοπώλια του φαρμάκου με τους λομπίστες τους αλώνιζαν, όπως και σήμερα, στο ευρωκοινοβούλιο, διαμορφώνοντας τις αποφάσεις του σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Αυτό άλλωστε έχουν επικροτήσει όλα τα άλλα κόμματα – πλην του ΚΚΕ – αναγνωρίζοντας με την ψήφο τους τα λόμπι ως “ζωτικό στοιχείο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας”.
Την ίδια στιγμή, η ενίσχυση με το αζημίωτο της “ανταγωνιστικής αγοράς” των φαρμακευτικών με χρήμα των λαών, δεν εμπόδισε τους κολοσσούς να διαθέτουν τα σκευάσματα σε όποιον πλήρωνε τα περισσότερα χρήματα, αφήνοντας πρακτικά για μήνες τις φτωχότερες χώρες της υφηλίου χωρίς πρόσβαση σε εμβόλια, ενώ υπήρχαν εκατομμύρια δόσεις που δεν χρησιμοποιήθηκαν, χρυσοπληρώθηκαν και καταστράφηκαν».
Ολοκληρώνοντας την εισηγητική ομιλία ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ ανέφερε: «Το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία υποτάσσεται στις ορέξεις του κεφαλαίου, και αυτό υπηρετείται συνολικά από τη διάταξη των δομών υγείας, το νομικό καθεστώς λειτουργίας τους, τον όγκο, τις σχέσεις εργασίας του προσωπικού, τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί το δικαίωμα στην πρόληψη, την περίθαλψη και νοσηλεία, στο φάρμακο κ.α(….)
Σήμερα είναι ανάγκη να δυναμώσει η εργατική-λαϊκή και πάλη. Για ένταξη όλων των ιατρικών, διαγνωστικών, εργαστηριακών, προληπτικών εξετάσεων, όλων των φαρμάκων και εμβολίων στο καθεστώς της πλήρους αποζημίωσης από το κράτος ή μέσω των ασφαλιστικών ταμείων με τη χρηματοδότησή τους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και φορολόγηση του κεφαλαίου κ.ά.
Με ανάπτυξη κρατικού φορέα έρευνας, παραγωγής, εισαγωγής και δωρεάν διάθεσης φαρμάκων και εμβολίων από τις κρατικές μονάδες υγείας, τα νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας, το δίκτυο των κρατικών φαρμακείων και κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στο χώρο του φαρμάκου. Με τη μεγαλύτερη δυνατή αυτοτέλεια στην παραγωγή όλων όσων απαιτούνται σε ιατρικά μηχανήματα, φάρμακα, εμβόλια, υγειονομικό υλικό κλπ., αξιοποιώντας τη δυνατότητα όλων των αναγκαίων για την εξασφάλισή τους.
Για μας, δε νοείται υγεία με κέρδος, κόστος, επιχειρηματική δράση. Δε νοείται η υγεία, ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, να είναι εμπόρευμα. Ιδιαίτερα σήμερα, που μπορεί να υπάρξει ενιαίο, αποκλειστικά κρατικό σύστημα υγείας, με κριτήριο τη δωρεάν πρόληψη, περίθαλψη, αποκατάσταση της υγείας του λαού. Όπως και η κάλυψη των αναγκών σε φάρμακα όταν τα χρειάζεται ο λαός, σε όλες τις συνθήκες αυξημένων και έκτακτων αναγκών, που δεν αποτελούν κάτι πέρα από τη λειτουργία των νοσοκομείων, αλλά είναι ακριβώς συνυφασμένες με αυτήν. Ο λαός να μην επιτρέψει να γίνεται η ζωή του θυσία στο καπιταλιστικό κέρδος. Να παλέψει κόντρα στην ΕΕ, τα μονοπώλια και το κράτος τους, για σύγχρονο, εξοπλισμένο, στελεχωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, χωρίς καμία επιχειρηματική δράση, με προσωπικό με μόνιμη και σταθερή δουλειά, με μισθούς στη βάση των σύγχρονων αναγκών».
Στην παρέμβαση της η Γιώτα Ταβουλάρη μετέφερε τις διεκδικήσεις των εργαζομένων στον κλάδο του φαρμάκου αναδεικνύοντας πως «από το 2009 οι εργαζόμενοι στο φάρμακο είναι χωρίς κλαδική σύμβαση. Δουλεύουν σε συνθήκες εντατικοποίησης, ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, με ατέλειωτες υπερωρίες νομότυπα εγκεκριμένες για τους εργοδότες, ειδικά στην περίοδο της πανδημίας. Το 5ήμερο – 8ωρο από Δευτέρα έως Παρασκευή έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τα κυλιόμενα ωράρια. Για τις φαρμακαποθήκες, ύστερα από απαίτηση των εργοδοτών, διευρύνθηκε νομοθετικά το ωράριο λειτουργίας και κατά τη μέρα του Σαββάτου, ακόμα και της Κυριακής».
Η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Φαρμάκου στάθηκε επίσης στη διασύνδεση πανεπιστημίων και καπιταλιστικής αγοράς τονίζοντας πως «αιτία της είναι η τεράστια “πίτα” πολλών εκατομμυρίων ευρώ που υπολογίζουν οι φαρμακοβιομήχανοι ότι θα έρθει τα επόμενα χρόνια στη χώρα από τον τομέα του φαρμάκου και την οποία θέλουν να καρπωθούν με τη βοήθεια των δημόσιων πανεπιστημίων.(…)
Οι ίδιοι εργοδότες του φαρμάκου που φιγουράρουν προκλητικά ως φορείς της “ανάπτυξης”, τώρα εμφανίζονται και ως φορείς της “έρευνας”, με μόνο κριτήριο την ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της κερδοφορίας τους, η οποία χτίζεται καθημερινά πάνω στο τσάκισμα των δικαιωμάτων των εργαζομένων στον κλάδο του φαρμάκου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο τα τελευταία δύο χρόνια, η πρόεδρος του Ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη (ΟΦΕΤ) και υποψήφια πρόεδρος του ΣΕΒ στις τελευταίες εκλογές του έχει αναγορευθεί, όχι μια αλλά δύο φορές, Επίτιμη Δρ. Φαρμακευτικής, την πρώτη φορά από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον Ιούνιο του 2022, και τη δεύτερη από το πανεπιστήμιο Πάτρας πριν από λίγες μέρες (Ιούνιος 2024)».
Η Γιώτα Ταβουλάρη ολοκλήρωσε την παρέμβασή της στην εκδήλωση λέγοντας τα εξής: «Σήμερα, που υπάρχουν όλες οι δυνατότητες στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στην παραγωγή, το απαραίτητο εξειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό για την ανάπτυξη της έρευνας και της παραγωγής, ώστε να εξασφαλίζεται η επάρκεια φαρμάκων για όλους και δωρεάν, ο απαραίτητος καθημερινός αγώνας των εργαζόμενων και των σωματείων τους για να μη μείνει κανένας χωρίς φάρμακο, πρέπει να στοχεύει και στο πραγματικό εμπόδιο για την επίτευξη αυτού του σκοπού: Τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την επιχειρηματική δραστηριότητα».
Το λόγο πήρε έπειτα ο Γιάννης Καβαλάρης λέγοντας πως «τα φάρμακα είναι «σύγχρονα “όπλα”, που συμβάλλουν για την πιο ασφαλή, έγκαιρη και αποτελεσματική παρέμβαση στην πρόληψη, στην περίθαλψη και στην αποκατάσταση της υγείας καθολικά του λαού.
Όλα αυτά όμως, ως δυνατότητες, πάντα “φιλτράρονται” σύμφωνα με το κριτήριο του “κόστους – οφέλους” τόσο από το αστικό κράτος όσο και από την καπιταλιστική φαρμακοβιομηχανία. Έτσι το αστικό κράτος για να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα συμπιέζει την τιμή της εργατικής δύναμης μέσω και της μείωσης του λεγόμενου “μη μισθολογικού κόστους”, που μέρος του είναι και η φαρμακευτική περίθαλψη, μειώνει την κρατική χρηματοδότηση στην υγεία – φάρμακο, προκειμένου να διευρυνθεί η δυνατότητά του να χρηματοδοτήσει με διάφορους τρόπους και την καπιταλιστική φαρμακοβιομηχανία».
Ο Γιάννης Καβαλάρης αναφέρθηκε επίσης και στο κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης λέγοντας τα εξής: «Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος της φαρμακευτικής δαπάνης σε σχέση με το παρελθόν πληρώνεται από τους εργαζόμενους άμεσα και έμμεσα. Σε αυτήν την κατεύθυνση ενισχύθηκαν τα μέτρα κατά τη διάρκεια της περασμένης οικονομικής κρίσης. Σε αυτήν τη φάση πάρθηκαν και πρόσθετα μέτρα όπως οι “υποχρεωτικές εκπτώσεις – Rebate” και “υποχρεωτικές επιστροφές – Clawback” στην καπιταλιστική φαρμακοβιομηχανία, της οποίας θίχτηκε ένα μέρος της κερδοφορίας της προκειμένου να στηριχτεί το συλλογικό συμφέρον των καπιταλιστών και απ’ τη σκοπιά της διατήρησης της υγείας των εργαζομένων στο ελάχιστο επίπεδο, αλλά και να προληφθούν πιθανές κοινωνικές αντιδράσεις. Επομένως τα μέτρα αυτά δεν πάρθηκαν γιατί οι αστικές κυβερνήσεις μεταλλάχτηκαν σε αντικαπιταλιστικές, αλλά για να στηρίξουν τους καπιταλιστές μεταξύ των οποίων και τους φαρμακοβιομηχάνους, από τους οποίους ζητήθηκε να συμβάλλουν ως κλάδος που στην περίοδο της οικονομικής κρίσης ήταν δεύτεροι – μετά τον κλάδο των πετρελαίων – με αύξηση των κερδών».
Και κατέληξε λέγοντας: «Καπιταλιστική φαρμακοβιομηχανία, ντόπια ή ξένη, με φάρμακα εμπορεύματα και ακριβά ή λαϊκή φαρμακοβιομηχανία, με φάρμακα κοινωνικά αγαθά και δωρεάν; Αυτό είναι το κριτήριο με το οποίο πρέπει να κρίνουν τα λαϊκά στρώματα, αυτό είναι το αναγκαίο για την περίθαλψή του και για αυτό είναι ρεαλιστικό. Δηλαδή να αντιστοιχηθεί η πλήρης και δωρεάν κάλυψη των λαϊκών αναγκών σύμφωνα με τις σύγχρονες δυνατότητες της επιστήμης, της τεχνολογίας, της παραγωγικότητας με την αξιοποίηση του σύγχρονου επιστημονικού και άλλου εξειδικευμένου προσωπικού».
Στη συνέχεια πήρε το λόγο η Φωτεινή Αναγνώστου φωτίζοντας με παραδείγματα το πως η έρευνα στην καπιταλιστική αγορά υποτάσσεται στα κέρδη του κεφαλαίου και τόνισε «ότι η έρευνα θα απελευθερωθεί από τα δεσμά της και θα πραγματοποιήσει άλματα όταν πια αποδεσμευθεί από τους νόμους της αγοράς του καπιταλισμού. Όσο οι παραγωγικές δυνάμεις παραμένουν εγκλωβισμένες στα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, η ανθρωπότητα δε μπορεί να προοδεύσει με το ρυθμό που της αξίζει».
Ο Δ. Δουλουφάκης από τη μεριά του αναφέρθηκε στα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις την τελευταία δεκαετία με στόχο «την ενίσχυση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου που θέλει να επενδύσει στο φαρμακείο, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό με τους μικρομεσαίους φαρμακοποιούς από θέση ισχύος. Η πρώτη εφαρμογή αυτής της πολιτικής ήταν, φυσικά, η κατάργηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και η απελευθέρωση του ωραρίου».
Παράλληλα ο Δ. Δουλουφάκης στηλίτευσε τη στάση ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων των φαρμακοποιών που «εξακολουθεί να αποτρέπει κάθε είδους διεκδίκηση και αγώνα των φαρμακοποιών».
Η Μαρία Καταχανά στην παρέμβασή της έκανε αναφορά στις εργασιακές συνθήκες που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι εργαζόμενοι στον κλάδο του φαρμάκου αναδεικνύοντας τις συνέπειες στα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων που δουλεύουν μέσω εργολαβικών εταιρειών. Στάθηκε επίσης και στις συνέπειες των νόμων που θέσπισαν τα προηγούμενα χρόνια οι κυβερνήσεις και διεύρυναν την εργασιακή ανασφάλεια αλλά και θέσπισαν τα ωράρια – «λάστιχο» για τους εργαζόμενους.
Η Φιλιώ Δήμιζα από την πλευρά της μετέφερε πείρα από την περίοδο της πανδημίας Covid-19, που οι φαρμακοποιοί αναγκάστηκαν να καλύψουν τις τεράστιες ελλείψεις και τη γύμνια του δημόσιου συστήματος υγείας και να συμμετέχουν ουσιαστικά στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Παίρνοντας το λόγο ο Μάκης Παππάς, στάθηκε στις συνθήκες που επικρατούν στα εργοστάσια λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οι εταιρείες του χώρου προσλαμβάνουν χημικούς που εργάζονται στα εργαστήρια τους με συμβάσεις υπαλλήλων κι όχι χημικών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κλάση των ενσήμων (βαρέα δλδ) αλλά και τον μισθό. Έτσι, δημιουργείται κι ένα παράδοξο, να υπάρχει χημείο εταιρείας και να μην υπάρχει δηλωμένος ούτε ένας χημικός!!(…)
Κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι η πίεση που ασκείται στους εργαζομένους για την εκπλήρωση των στόχων. Ο αγώνας δρόμου που κάνουν όλες οι εταιρείες για το ποιος θα λανσάρει πρώτος στην αγορά το νέο γενόσημο έχει επιπτώσεις στην ζωή των εργαζομένων».
Στη σύντομη παρέμβαση του ο Κωνσταντίνος Ματσιόλης στάθηκε στο γεγονός ότι η ένταξη και απένταξη φαρμάκων από τη λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων μεγαλώνει το κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης για τους εργαζόμενους και αυξάνει τα κέρδη των φαρμακευτικών ομίλων.
Τέλος, ο Αθανάσιος Κουτσούκης αναφέρθηκε στα μεγάλα προβλήματα του καθεστώτος «παράλληλων εξαγωγών» για τους αυτοαπασχολούμενους φαρμακοποιούς και τους ασθενείς.