Στις 20 Μάρτη, μέρα Κυριακή, και ενώ ήμουν στο σπίτι μου, χτυπάει το τηλέφωνό μου κατά τις 9 το βράδυ. Ηταν ο πρώην άντρας μου, ο οποίος είχε έρθει από την Αθήνα στα Χανιά για να δει τα παιδιά μας. Τρέξε, μου λέει. Αμερικανοί στρατιώτες μπούκαραν στο δωμάτιο και ήταν η μικρή μόνη. Η κόρη μου, τότε 14 ετών, τρία χρόνια πριν, είχε μείνει για λίγο μόνη στο δωμάτιο, μέχρι ο πατέρας της και ο αδελφός της να πάνε να φέρουν κάτι να φάνε.
Μπήκε να κάνει ένα μπάνιο και ξαφνικά ακούει κάποιους να φωνάζουν στα Αγγλικά και να προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα. Φύγετε, φωνάζει έντρομη και κλειδώνει την πόρτα του μπάνιου. Δεν είναι αυτό το δωμάτιό σας. Αυτοί σαν να μην άκουσαν τίποτα, και ενώ η μικρή μιλούσε στα Αγγλικά, μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο, μεθυσμένοι και έτοιμοι για όλα. Ηταν τρεις άντρες και μια γυναίκα.
Μπαίνουν, κάθονται και αρχίζουν να γδύνονται. Η μικρή από το μπάνιο συνέχιζε να φωνάζει, αλλά αυτοί δεν έδιναν καμία σημασία. Ευτυχώς που κρατούσε το τηλέφωνο μαζί της. Παίρνει τον πατέρα της με λυγμούς για να ζητήσει βοήθεια. Αυτός με τη σειρά του παίρνει τον ξενοδόχο του και του λέει να ανέβει στο δωμάτιο, μέχρι να φτάσει και ο ίδιος.
Οντως ο άνθρωπος ανέβηκε το δίχως άλλο. Μπήκε μέσα και με τα χίλια ζόρια τους έβγαλε έξω. Ωστόσο τους κράτησε εκεί μέχρι ο πρώην άντρας μου φτάσει εκεί με τον γιο μας. Φώναξαν αμέσως την αστυνομία και την ώρα που περίμεναν, οι στρατιώτες φώναζαν και έλεγαν ότι άδικα τους κρατάνε, γιατί είναι Αμερικανοί πολίτες και δεν μπορούν να τους κάνουν τίποτα.
Η αστυνομία ήρθε με τα χίλια ζόρια, και μέχρι να έρθει, η κοπέλα με τον έναν στρατιώτη κατάφεραν να φύγουν. Οταν έφτασαν οι αστυνομικοί δεν ήθελαν να τους συλλάβουν και τελικά το έκαναν σαν αγγαρεία μετά από μεγάλη πίεση και την άρνησή μας να τους αφήσουμε έτσι. Ολη νύχτα τη βγάλαμε στο τμήμα. Κάναμε μήνυση με κάθε νόμιμη διαδικασία, σαν πολίτες αυτής της χώρας, που θέλουμε να λέμε και να νιώθουμε ότι είναι χώρα μας.
Την επόμενη μέρα η συνέχεια δόθηκε στην Εισαγγελία Χανίων, όπου είχε βγει από το βράδυ ένταλμα για αυτόφωρο. Δυστυχώς η εξέλιξη στην Εισαγγελία ήταν η αναμενόμενη. Τους άφησαν από νωρίς το πρωί ελεύθερους ενώ τους κρατούσαν ολόκληρη τη νύχτα και η εισαγγελέας είχε το θράσος να μας πει ότι δεν διάβασε καν τη μηνυτήρια αναφορά, αλλά αρκέστηκε στην αναφορά του αξιωματικού υπηρεσίας, που της είπε ότι απλά μπήκαν σε λάθος πόρτα, μόνο που ξέχασε να πει ότι μπήκαν και σε λάθος ξενοδοχείο, βγήκαν, οπότε το περιστατικό θεωρείται λήξαν…
Το εντυπωσιακό ήταν ότι μέσα απ’ όλη αυτήν την κατάσταση και το γεγονός φυσικά ότι εμείς δεν το αφήσαμε έτσι, η αντίδραση του κόσμου των Χανίων, και κυρίως της νεολαίας, ήταν ακαριαία.
Αυτό σημαίνει ότι ο χανιώτικος λαός έχει αρχίσει να καταλαβαίνει πόσο επικίνδυνη είναι η ύπαρξη της βάσης στο νησί μας. Οχι μόνο γιατί άμεσα μπορεί να γίνουμε στόχος αντιποίνων, επειδή συμμετέχει ενεργά η χώρα μας στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, αλλά και γιατί κάθε φορά που έρχονται εδώ αεροπλανοφόρα, κινδυνεύει άμεσα και η σωματική ακεραιότητά μας.
Με αφορμή τη δική μας εμπειρία, έμαθα πόσα περιστατικά έχουν συμβεί και έχουν θαφτεί, λόγω του φόβου που επικρατεί και σίγουρα κάθε φορά είναι και μια νέα πρόκληση. Υπάρχει φυσικά μια μερίδα της κοινωνίας που θεωρεί ότι ωφελείται από την ύπαρξη της βάσης στα Χανιά, αλλά πλέον νομίζω ότι ο κόσμος αρχίζει και αντιδρά όλο και περισσότερο και καταλαβαίνει ότι το κλείσιμο της βάσης είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να ζήσουμε μια φυσιολογική και ειρηνική ζωή. Εμείς σαν οικογένεια βρήκαμε τρομερά μεγάλη στήριξη από την τοπική κοινωνία και αυτό δείχνει ότι τελικά μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό.
Γιατί μπορεί τελικά να μη δικάστηκαν ποτέ οι ένοχοι, όμως από την άλλη καταφέραμε να τους συλλάβουν, να τους γίνει μήνυση και στην τελική να έχεις όλη τη νύχτα Αμερικανούς αξιωματικούς να προσπαθούν να πάρουν από το τμήμα τους στρατιώτες και να μην μπορούν. Καταφέραμε να δοθεί τόση μεγάλη δημοσιότητα στο γεγονός και να αναδείξουμε ότι κανένας δεν είναι μόνος του, αρκεί να τολμήσουμε να μπούμε μπροστά από τα προβλήματα.
Μόνο τις αρχές και τη Δικαιοσύνη βρήκαμε απέναντί μας. Ακριβώς όπως και στο έγκλημα των Τεμπών. Μια Δικαιοσύνη που εθελοτυφλεί, σε όφελος πάντα της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της. Είναι αδιανόητο να μην μπορούμε να ζήσουμε στον τόπο μας ελεύθεροι. Να λέμε πως πατάμε ελληνικό χώμα, αλλά κουμάντο να κάνουν οι ΝΑΤΟικές δυνάμεις. Το μόνο που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι αν δεν παλέψουμε εμείς να σώσουμε τον εαυτό μας και την κοινωνία, δεν θα το κάνει κανένας άλλος για εμάς. Και αν γίνουμε και πολλοί τόσο αυξάνουμε τις πιθανότητες να καταφέρουμε αυτήν την ανατροπή.
Μαρία Σταφυλλίδου, μητέρα 14χρονης που της επιτέθηκαν ΝΑΤΟικοί στρατιώτες