Μπ. Μπρεχτ: Οι εργάτες της Μόσχας γίνονται ιδιοκτήτες του Μεγάλου Μετρό στις 27 Απρίλη 1935

Οι εργάτες της Μόσχας γίνονται ιδιοκτήτες του Μεγάλου Μετρό στις 27 Απρίλη 1935“, ένα απ’ τα ποιήματα που εμπνεύστηκε ο αυτοεξόριστος απ΄΄ο τη Ναζιστική Γερμανία, Μπέρτολτ Μπρεχτ, παρακολουθώντας τα εγκαίνια του μετρό της Μόσχας τον Απρίλη του 1935:

Ακούσαμε: 80.000 εργαζόμενοι κατασκεύασαν το μετρό, πολλοί μάλιστα μετά την κανονική δουλειά της μέρας συχνά δουλεύοντας όλη νύχτα.

Στη διάρκεια αυτού του χρόνου έβλεπε κανείς πάντα νεαρούς και νεαρές να βγαίνουν γελαστοί από τις σήραγγες , με περηφάνια ανεμίζοντας τα ρούχα της δουλειάς, τα λασπωμένα και μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα. Όλες οι δυσκολίες -υπόγειοι ποταμοί, πίεση από τα πολυώροφα κτίρια, τεράστιοι όγκοι από χώμα που υποχωρούσε – νικήθηκαν.

Για το διάκοσμο δε λυπήθηκαν κόπους. Το καλύτερο μάρμαρο μεταφέρθηκε από τα πέρατα της χώρας, τα πιο όμορφα ξύλα δουλεύτηκαν με σχολαστική φροντίδα. Τα υπέροχα τρένα τρέχουν επιτέλους, σχεδόν αθόρυβα, μέσα σε σήραγγες ολόφωτες σα νά ναι μέρα:για τους απαιτητικούς πελάτες, το καλύτερο απ’ όλα.

Τώρα που κατασκευάστηκε ο υπόγειος σιδηρόδρομος με τα πιο τέλεια σχέδια και οι ιδιοκτήτες ήρθαν να το δουν και να ταξιδέψουν μ’ αυτόν, ήταν αυτοί οι ίδιοι που τον είχαν κατασκευάσει. Χιλιάδες βρίσκονταν εκεί, περιδιαβαίνοντας κι επιθεωρώντας τους γιγάντιους διαδρόμους, ενώ με τα τραίνα περνούσαν πλήθη ανθρώπων, με τα πρόσωπά τους άντρες, γυναίκες και παιδιά, μαζί και γκριζομάλληδες – στραμμένα στους σταθμούς , σαν να ΄τανε στο θέατρο, γιατί οι σταθμοί ήτανε όλοι διαφορετικά χτισμένοι, από πέτρα διαφορετική, με διαφορετικό στυλ, και το φως επίσης προερχόταν κάθε φορά κι από πηγή άλλη.

Καθέναν που επιβιβαζόταν τον έσπρωχναν προς τα πίσω με χαρούμενες σπρωξιές, καθώς τα μπροστινά καθίσματα πρόσφεραν καλύτερη θέα στους σταθμούς. Σε κάθε σταθμό σήκωναν ψηλά τα παιδιά. Όσο το δυνατόν πιο συχνά οι ταξιδιώτες ξεχύνονταν έξω απ’ τα βαγόνια και εξέταζαν με χαρούμενη και απαιτητική ματιά, την τελειωμένη εργασία. Άγγιζαν τις κολώνες και αξιολογούσαν τη λάμψη τους. Έξυναν με τις σόλες των παπουτσιών τους το δάπεδο για να διαπιστώσουν αν οι πλάκες ήταν αλφαδιασμένες.

Σαν επέστρεφαν πάλι στα βαγόνια έλεγχαν τις επιφάνειες των τοιχωμάτων και ψηλαφούσαν τα τζάμια. Άντρες και γυναίκες συνέχεια έδειχναν – αβέβαιοι αν ήταν τα σωστά – τα μέρη που είχαν δουλέψει: η πέτρα είχε τα αποτυπώματα των χεριών τους. Κάθε πρόσωπο φαινόταν καθαρά, γιατί υπήρχε πολύ φως, πολλές λάμπες, περισσότερες από όσες σε οποιονδήποτε σταθμό είχα δει ποτέ.

Φωτισμένες ήταν και οι σήραγγες, δεν υπήρχε ούτε ένα μέτρο εργασίας που να μην είχε φωτιστεί. Και όλα αυτά χτίστηκαν σ’ ένα μόλις χρόνο κι από τόσους πολλούς εργάτες όσο κανένας άλλος σιδηρόδρομος στον κόσμο. Μα ούτε κανένας άλλος σιδηρόδρομος στον κόσμο είχε και τόσους ιδιοχτήτες.

Γιατί γινόταν μάρτυρας τούτο το θαυμάσιο οικοδόμημα αυτού που κανένα προηγούμενό του σε πολλές πόλεις και εποχές ποτέ δεν είχε δει: τους οικοδόμους του σαν ιδιοχτήτες!

Πού να ΄χε πριν αυτό ποτέ συμβεί, τα φρούτα της δουλειάς ν’ ανήκουνε σ’ αυτούς που τα δουλέψαν; Πού έγινε ποτέ να μην πετάξουν έξω απ΄ το οικοδόμημα αυτούς που το υψώσαν;

Όταν τους είδαμε να ταξιδεύουν μέσα στα βαγόνια τους, που έργο των χεριών τους ήταν, καταλάβαμε: Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, που μια φορά κάποτε, γεμάτοι ταραχή οι Κλασικοί μας είχανε προβλέψει.

Ετικέτες: ,

Δείτε ακόμα...