Νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25% ανακοίνωσε χτες η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ.
Με τη δέκατη αύξηση από τον Ιούλη του 2022, το κόστος δανεισμού διαμορφώνεται στο 4%, που είναι ιστορικό υψηλό από την εποχή που κυκλοφόρησε το ευρώ – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για νοικοκυριά και αυτοαπασχολούμενους με χρέη στις τράπεζες.
Παρά τις διαδοχικές αυξήσεις στα επιτόκια, στελέχη της ΕΚΤ εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει «σε πολύ υψηλό επίπεδο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα».
Παράλληλα, με φόντο τα υφεσιακά «καμπανάκια» στην Ευρωζώνη, η Λαγκάρντ παραδέχτηκε δημόσια τις αντιθέσεις που εκφράστηκαν εντός της ΕΚΤ.
«Κάποια μέλη του ΔΣ θα προτιμούσαν σήμερα να κάνουμε μια παύση και να δούμε πώς θα κινηθούμε στη συνέχεια, όταν θα έχουμε περισσότερα στοιχεία», δήλωσε, προσθέτοντας ωστόσο ότι μια «ισχυρή πλειοψηφία» του ΔΣ τάχθηκε υπέρ της νέας αύξησης των επιτοκίων.
Η ίδια αναγνώρισε τη δυσμενή επίπτωση που έχει η «σφιχτή» νομισματική πολιτική και προειδοποίησε πως η οικονομία στην Ευρωζώνη θα παραμείνει «υποτονική» βραχυπρόθεσμα.
Στο μεταξύ, αποτυπώνοντας τα στενά περιθώρια «ελιγμών» στην αστική διαχείριση, παρά τις αντιδράσεις επενδυτών και την αρνητική τοποθέτηση της ΕΚΤ στο σχέδιο της ιταλικής κυβέρνησης για μια φορολόγηση σε υπερκέρδη των τραπεζών, η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι ξεκαθάρισε ότι η όποια συζήτηση για τροποποίηση σε αυτόν τον έκτακτο φόρο μπορεί να προχωρήσει μόνο «εφόσον οι εισροές θα παραμείνουν αμετάβλητες».