* Του Γρ. Λιονή
Οι τελευταίες εξελίξεις στη ΛΑΡΚΟ φέρνουν, αντικειμενικά, στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης το ζήτημα του ορυκτού πλούτου και των όρων αξιοποίησής του προς όφελος των εργαζομένων. Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει τη συμφωνία επένδυσης στη ΛΑΡΚΟ ως χαρακτηριστική της «νέας» εποχής για την παραγωγή στην Ελλάδα, ενώ οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, με περισσή υποκρισία, ασκούν κριτική πως η κυβέρνηση «διαλύει» τη βαριά βιομηχανία και επιχειρούν να εμφανίσουν πως μπορούν να διαχειριστούν διαφορετικά το ζήτημα. Ομως οι λύσεις που προτείνουν όλοι τους, λύσεις μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και της πολιτικής της για την «πράσινη ανάπτυξη» είναι απ΄ τα γεννοφάσκια τους αντιλαϊκές.
Γιατί το πραγματικό ερώτημα δεν είναι ΑΝ θα αξιοποιηθεί ο αξιοσημείωτος ορυκτός πλούτος της χώρας, που γενικά δεν παραμένει «αναξιοποίητος», αλλά αντίθετα βρίσκεται σε τροχιά «αξιοποίησης», και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και εντατικής. Το πραγματικό ερώτημα είναι αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου για ποιον και μέσα σε ποια πλαίσια;
Ο ορυκτός πλούτος της χώρας
Η Ελλάδα διαθέτει αξιοσημείωτο ορυκτό πλούτο, σε διάφορα σημεία και σε διάφορες περιοχές. Σημειώνουμε εδώ, πως η πραγματική έκταση του ορυκτού πλούτου είναι εν πολλοίς άγνωστη ή η γνώση της – έκτασης του πλούτου – βρίσκεται στα χέρια ορισμένων ομίλων, και όχι τυχαία. Ο σχετικός φορέας – πρώην ΙΓΜΕ – οδηγήθηκε σε σταδιακή απαξίωση με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ με αποτέλεσμα να διακοπούν οι προσπάθειες χαρτογράφησής του από το κράτος, ώστε οι σχετικές πληροφορίες να βρίσκονται μόνο στα χέρια των εξορυκτικών ομίλων. Παράλληλα, στο μείζονος σημασίας θέμα της έρευνας υδρογονανθράκων, η σχετική κρατική παρουσία είναι πρακτικά ανύπαρκτη, με την Αρχή υδρογονανθράκων απλά να «διανέμει» οικόπεδα εξερεύνησης. Είναι απολύτως δε ενδεικτικό πως ακόμα και σε ακαδημαϊκό επίπεδο οι δραστηριότητες για την εξερεύνηση υδρογονανθράκων με εγχώρια τεχνογνωσία χρησιμοποιώντας την κυριότερη γεωφυσική μέθοδο (σεισμικές έρευνες) είναι ισχνές. Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, τα πραγματικά δεδομένα για τον ορυκτό πλούτο βρίσκονται στα χέρια των σχετικών μονοπωλιακών ομίλων στους οποίους έχει «εκχωρηθεί» η σχετική εκμετάλλευση.
Ωστόσο, παρά τη λειψή πληροφόρηση, γνωρίζουμε πως η χώρα διαθέτει αξιοσημείωτο ορυκτό πλούτο. Διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα βωξίτη (αλουμινίου), λιγνίτη, νικελίου, κοιτάσματα χρυσού, σημαντικά κοιτάσματα βιομηχανικών ορυκτών, ορισμένα απ’ τα οποία είναι υψηλότατης ποιότητας (περλίτης κ.ά.), μεγάλες αποθέσεις δομικών υλικών. Διαθέτει επίσης εκτεταμένα αποθέματα ενεργειακών πρώτων υλών, μεγάλα αποθέματα λιγνίτη (πρώτη ύλη για παραγωγή Ενέργειας) ενώ τόσο στη θάλασσα, όσο και στη στεριά, υπάρχουν κοιτάσματα υδρογονανθράκων (με την πραγματική τους έκταση να μας είναι άγνωστη).
Οι σπάνιες γαίες, η «πράσινη» ανάπτυξη και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων
Παράλληλα, η χώρα διαθέτει ορισμένες αποθέσεις απ’ τις λεγόμενες «σπάνιες γαίες», μέταλλα που σπανίζουν, χρησιμοποιούνται σε σχετικά μικρότερες ποσότητες, αλλά είναι κρίσιμης σημασίας για την παραγωγή συστημάτων τελευταίας τεχνολογίας (μικρο-ηλεκτρονική, μαγνήτες για κινητήρες και γεννήτριες, σύγχρονα υλικά υψηλών προδιαγραφών κ.ά.).
Οι σπάνιες γαίες, αλλά και άλλα σχετικά μέταλλα παίζουν έναν ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της λεγόμενης «πράσινης» μετάβασης. Οι ισχυροί μαγνήτες που απαιτούνται για τις μεγάλες ανεμογεννήτριες και τους ηλεκτρικούς κινητήρες, τα φωτοβολταϊκά «πάνελ» και οι ολοένα και μεγαλύτερες μπαταρίες – τόσο για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, όσο και οι μεγαλύτερες μπαταρίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας – απαιτούν για την κατασκευή τους διάφορα, λιγότερο ή περισσότερο, ασυνήθιστα στοιχεία, μέταλλα και άλλα. Για παράδειγμα, οι πιο ισχυροί μαγνήτες χρησιμοποιούν το μέταλλο νεοδύμιο, ή έναν συνδυασμό από σαμάριο και κοβάλτιο, ενώ οι μπαταρίες χρησιμοποιούν λίθιο ή και νικέλιο. Σαν αποτέλεσμα αυτών, η παγκόσμια ζήτηση για τέτοια μέταλλα έχει εκτιναχθεί το τελευταίο διάστημα, ενώ αν και υπάρχουν μια σειρά από ερευνητικές λύσεις αντικατάστασής τους από πολύ πιο συνηθισμένα στοιχεία, η εμπορική εφαρμογή των λύσεων αυτών απέχει ακόμα. Ετσι αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησής τους τα επόμενα χρόνια.
Γύρω απ’ τις σπάνιες γαίες υπάρχει μια μεγάλη «αναταραχή» το τελευταίο διάστημα, όχι μόνο λόγω της κρισιμότητάς τους για την παραγωγή συστημάτων νέας τεχνολογίας, αλλά και γιατί εμφανίζεται μια μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής τους στην Κίνα, που έχει οδηγήσει τις ΗΠΑ και την ΕΕ σε μια προσπάθεια εύρεσης εναλλακτικών πηγών υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Η ΕΕ εν προκειμένω έχει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα, π.χ. Πράξη για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, με στόχο να αυξηθεί η παραγωγή τους μέσα στην ΕΕ και να «αποκεντρωθεί» η παροχή τους στην ΕΕ (με άλλα λόγια να μειωθεί η εξάρτηση της ΕΕ απ’ την Κίνα που φθάνει μέχρι και το 100%).
Οι εξελίξεις στην αξιοποίηση των ορυκτών πόρων στην Ελλάδα
Το παραπάνω σκηνικό πλέον αρχίζει να «εξηγεί» τις τελευταίες σχετικές εξελίξεις στην Ελλάδα, και κυρίως μας επιτρέπει να κάνουμε ορισμένες εκτιμήσεις για τους σχεδιασμούς, μιας μερίδας τουλάχιστον του κεφαλαίου.
Η προωθούμενη επένδυση στη ΛΑΡΚΟ, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, είναι ενδεικτική. Στόχος είναι η ΛΑΡΚΟ να μετασχηματιστεί σε μια επιχείρηση που θα παράγει πλέον νικέλιο για χρήση σε μπαταρίες της «πράσινης» μετάβασης, ενώ μέχρι πρότινος παρήγαγε κυρίως πρώτη ύλη για ανοξείδωτους χάλυβες. Ο αναπροσανατολισμός δε της παραγωγής της θα συνοδευτεί τόσο με δραστική αλλαγή της παραγωγικής διαδικασίας όσο και με αξιοποίηση σημαντικά μεγαλύτερης έκτασης κοιτασμάτων, αξιοποιώντας – κατά τους ειδικούς – τα διασκορπισμένα «φτωχά… κοιτάσματα πλην όμως υδρομεταλλουργικώς αξιοποιήσιμα», σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά ενδεχομένως και στα Βαλκάνια.
Σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχουν ενδείξεις για εξόρυξη σπάνιων γαιών, όπως για παράδειγμα στη Λοκρίδα και το Βροντερό Φλώρινας, στη ζώνη Παρνασσού – Γκιώνας, στον Φανό Σαμοθράκης, στα Λουτρά Ελευθερών Νέας Περάμου, σε εκβολές των ποταμών Εβρου, Στρυμόνα και Νέστου, αλλά και στο υποθαλάσσιο περιβάλλον μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Χαλκιδικής, στη Χίο και αλλού. Υπάρχουν δε εκτεταμένες αναφορές για τον ρόλο που θα παίξει η Ελλάδα στις κρίσιμες πρώτες ύλες της ΕΕ τα επόμενα χρόνια. Υπάρχει, συνεπώς, συγκεκριμένο σχέδιο που θέλει την Ελλάδα να γίνεται «Μέκκα» εξορύξεων πρώτων υλών, στον νέο ψυχρό πόλεμο των σπάνιων γαιών.
Στον καπιταλισμό, κριτήριο είναι οι ανάγκες του κεφαλαίου
Οι εξελίξεις αυτές είναι αποκαλυπτικές για τα κριτήρια της ανάπτυξης γενικά, και της εξορυκτικής δραστηριότητας ειδικά, στις σημερινές συνθήκες.
Η πολιτική της «πράσινης» Ενέργειας, για να «δώσει χώρο» στις ΑΠΕ και για να προχωρήσει η «απελευθέρωση» της Ενέργειας, συνοδεύτηκε με απαξίωση της λιγνιτικής παραγωγής, με δραστική μείωση της εξόρυξης στη χώρα. Κερασάκι στην τούρτα της απαξίωσης είναι το κλείσιμο της ΛΑΡΚΟ αλλά και η πρόσφατη ανατίναξη – στην κυριολεξία – μιας εναπομείνασας υποδομής λιγνίτη στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, ώστε να είναι εξαιρετικά δυσκολότερη η χρήση της. Μάλιστα, η καταστροφή των λιγνιτικών υποδομών – που παράγουν φθηνό ενδογενώς ρεύμα – γίνεται σε μια περίοδο που τα λαϊκά νοικοκυριά γονατίζουν απ’ το πανάκριβο ρεύμα των ΑΠΕ, ενώ οι εξορύξεις για την αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων προχωράνε με τους ρυθμούς που ευνοούν τους ομίλους εξόρυξης.
Απ’ την άλλη, η ίδια η πολιτική της ΕΕ για την «πράσινη» μετάβαση, και η στροφή στις κρίσιμες πρώτες ύλες για την «πράσινη» βιομηχανία οδηγεί σε σχεδιασμό για γρήγορη αλλαγή της ΛΑΡΚΟ από επιχείρηση της βαριάς βιομηχανίας (πρώτη ύλη για χάλυβες) σε παραγωγό εξαρτημάτων για την «πράσινη» μετάβαση, που συνοδεύεται από καταστροφή της εξειδίκευσης σχεδόν ολόκληρου του προσωπικού του εργοστασίου. Η δε στροφή στις «σπάνιες γαίες» ενδεχομένως να οδηγήσει σε πολλαπλασιασμό των σχετικών εξορύξεων σε ολόκληρη τη χώρα.
Φυσικά, στον καπιταλισμό, όπου κριτήριο είναι το ποσοστό κέρδους, με την αναρχία και τη διαμόρφωση «φιλοεπενδυτικών» όρων, οι εξορύξεις δεν είναι καθόλου «αθώες». Ειδικά οι εξορύξεις για την εξεύρεση «ασυνήθιστων» (δηλαδή πολύ ακριβών) μετάλλων που βρίσκονται σε μικρές ποσότητες έχουν πελώριο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Απαιτείται τεράστιας έκτασης εκσκαφική δραστηριότητα και μέθοδοι επεξεργασίας με πολύ αρνητικό αποτύπωμα στο περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο πως στην Ινδονησία, που κατέχει τα πρωτεία στην παραγωγή νικελίου, υπάρχει σωρεία από καταγγελίες για τεράστιας κλίμακας καταστροφή του περιβάλλοντος και αρπαγή γης από κατοίκους, ενώ αντίστοιχα φαινόμενα υπάρχουν στην Αφρική.
Ο σχεδιασμός ορισμένων ομίλων για τη χώρα μας είναι αντίστοιχος. Εκτεταμένες εξορύξεις σε πολλά σημεία για να εξορυχτούν νικέλιο, σπάνιες γαίες και άλλα πολύτιμα ορυκτά, με εξαιρετικά αρνητικό αποτύπωμα στο φυσικό περιβάλλον, στις τοπικές οικονομίες.
Παράλληλα, πρόκειται για μεταλλευτικές δραστηριότητες το αποτέλεσμα των οποίων δεν οδηγεί σε βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων της χώρας, αλλά αντίθετα αξιοποιείται για να προωθηθεί η πολιτική της «πράσινης» μετάβασης, του πανάκριβου «πράσινου» ρεύματος, των απλησίαστων αυτοκινήτων, της εκτεταμένης καταστροφής βουνών, βραχονησίδων και αγροτικού χώρου για ΑΠΕ.
Οι εξορύξεις φωτίζουν αποκαλυπτικά μια βασική νομοτέλεια του καπιταλισμού, πως το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω στην παραγωγή και αποφασίζει τι θα παράξει, πού και με ποιον τρόπο θα το παράξει, με αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος του.
Οι σχεδιαζόμενες εξορύξεις, σε ολόκληρη τη χώρα, δεν έχουν ως κριτήριο την κοινωνική χρησιμότητα των παραγόμενων προϊόντων για τον εργαζόμενο λαό, τις ανάγκες των εργαζομένων, ούτε τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην τοπική οικονομία που μπορεί να είναι πελώριες. Εχουν ως κριτήριο το ποσοστό κέρδους των επενδυτών και τη γενικότερη ευθυγράμμιση με την πολιτική ΕΕ – άρχουσας τάξης για την «πράσινη» ανάπτυξη.
Με άλλα λόγια, το εν λόγω σχέδιο, να γίνει η Ελλάδα «Μέκκα» της «πράσινης» ανάπτυξης, στον βαθμό που υλοποιηθεί σημαίνει με απλά λόγια ότι θα αντιμετωπίσουμε εκτεταμένη περιβαλλοντική επιβάρυνση για να βγουν νικέλιο και σπάνιες γαίες που θα χρησιμοποιηθούν για να φτιαχτούν μπαταρίες και μαγνήτες για ανεμογεννήτριες, η χρήση των οποίων θα οδηγήσει σε επιπλέον καταστροφή του περιβάλλοντος, σε ΑΠΕ σε κάθε βουνό, σε επικίνδυνες μπαταρίες μέσα στα σπίτια, σε ακόμα ακριβότερο ρεύμα για τους εργαζόμενους.
Αποδεικνύουν πως η ανάπτυξη της αγοράς ευνοεί μόνο το κεφάλαιο.
Η φιλολαϊκή αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου
Στον αντίποδα αυτών, η εργατική εξουσία, με την κοινωνικοποιημένη γη και παραγωγή μπορεί να αντιμετωπίσει και το ζήτημα της εξόρυξης με τελείως διαφορετικό τρόπο, σταθμίζοντας τις κοινωνικές συνέπειες με το κοινωνικό αποτέλεσμα, υπολογίζοντας μακροπρόθεσμα την παραγωγική διαδικασία, αξιοποιώντας το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό και όχι καταστρέφοντάς το. Ο αντικειμενικά αλληλένδετος σχεδιασμός εξορύξεων, μεταποίησης και Ενέργειας θα λάμβανε υπόψη συνειδητά τις αλληλοσυνδέσεις και θα γινόταν με κριτήριο τη λαϊκή ευημερία, και όχι με κριτήριο το κέρδος. Σε αυτές τις συνθήκες, η παραγωγή και η εξόρυξη, με κοινό ιδιοκτήτη την εργατική τάξη και το κράτος της θα συμπλήρωναν η μία την άλλη, παράγοντας για παράδειγμα ανοξείδωτο χάλυβα, για λιγνιτικούς σταθμούς υψηλής απόδοσης που θα παρήγαγαν φθηνό ρεύμα. Η υπεροχή του σοσιαλισμού και του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού αποκαλύπτεται.
Σήμερα το ΚΚΕ δεν σταματά να παλεύει για το δίκιο των εργαζομένων. Συνεχίζει τη δράση του για να εξηγήσει πως όλα αυτά που συμβαίνουν στην καπιταλιστική ανάπτυξη έχουν οικονομικές νομοτέλειες, συνεχίζει να φωτίζει την καταλυτική υπεροχή του σοσιαλισμού, συνεχίζει να παλεύει για να παρεμποδίσει την επέλαση του κεφαλαίου και να αμβλυνθούν οι συνέπειες απ’ αυτήν στους εργαζόμενους σε σύγκρουση με την πολιτική ΕΕ – αστικής τάξης. Σ΄ αυτήν την κατεύθυνση, οι δυνάμεις του ΚΚΕ πρωτοστατούν και στους σημερινούς αγώνες, για την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, την ασφάλεια στους χώρους δουλειάς, την προστασία της κατοικίας του λαού, για να μπουν φραγμοί στους εγκληματικούς σχεδιασμούς κυβέρνησης και κεφαλαίου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ηρωικό αγώνα στη ΛΑΡΚΟ. Σε αυτήν την κατεύθυνση συνεχίζουμε με ακλόνητη πεποίθηση πως οι σημερινοί αγώνες θα βρουν τελικά την πραγματική δικαίωσή τους στις μεγάλες μάχες που έρχονται τα επόμενα χρόνια.
** Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ.