Στο πλαίσιο της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης του ευρωατλαντικού άξονα με τη Ρωσία, την Παρασκευή οι υπουργοί Οικονομικών του G7 (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Καναδάς, Ιαπωνία) είχαν συνομιλίες με θέμα τον σχεδιασμό τους να επιβάλουν ανώτατο όριο (πλαφόν) στην τιμή πώλησης του ρωσικού πετρελαίου παγκοσμίως, με στόχο να μειωθούν τα τεράστια έσοδα της Ρωσίας από τη μεγάλη άνοδο των τιμών.
Σε ανακοίνωσή τους μετά τις συνομιλίες οι υπουργοί Οικονομικών του G7 δήλωσαν την «πολιτική πρόθεσή» τους «να οριστικοποιήσουμε και να εφαρμόσουμε μια συνολική απαγόρευση υπηρεσιών που επιτρέπουν τη θαλάσσια μεταφορά αργού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου ρωσικής προέλευσης παγκοσμίως». Η μεταφορά να επιτρέπεται «μόνο αν το πετρέλαιο και τα προϊόντα πετρελαίου αγοράζονται μέχρι μια τιμή (πλαφόν) η οποία καθορίζεται από τον ευρύ συνασπισμό χωρών που τηρούν και εφαρμόζουν το ανώτατο όριο τιμών».
Με βάση τον παραπάνω σχεδιασμό, μόνο οι χώρες και οι εταιρείες που συμμορφώνονται με την ανώτατη τιμή πώλησης για το ρωσικό πετρέλαιο θα συνεχίσουν να λαμβάνουν κρίσιμες υπηρεσίες όπως η χρηματοδότηση και η ασφάλιση δεξαμενόπλοιων.
Αναφέρεται επίσης ότι «στόχος μας είναι να ευθυγραμμίσουμε την εφαρμογή με το χρονοδιάγραμμα των σχετικών μέτρων στο πλαίσιο του έκτου πακέτου κυρώσεων της ΕΕ» κατά της Ρωσίας. Το δε αρχικό ανώτατο όριο τιμής «θα βασίζεται σε μια σειρά τεχνικών δεδομένων και θα αποφασιστεί από όλο τον συνασπισμό πριν από την εφαρμογή του».
Παρ’ όλα αυτά, συγκεκριμένες ανακοινώσεις για το ύψος αυτού του πλαφόν ή για το ακριβές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του δεν έγιναν, αφού δεν έχει γίνει γνωστό ποιος θα είναι αυτός ο «ευρύς συνασπισμός χωρών» που θα το εφαρμόσουν, παρά τις αλλεπάλληλες επαφές του G7 σε διάφορες χώρες από τα τέλη Ιούνη, όταν συζητήθηκαν αυτά τα σχέδια στη Σύνοδο Κορυφής του G7, μέχρι σήμερα.
Κρίσιμος παράγοντας θεωρείται η στάση μεγάλων αγοραστών πετρελαίου, όπως η Ινδία, σε συνθήκες μάλιστα που Ινδία και Κίνα όχι μόνο δεν συμμετέχουν στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αλλά τις εκμεταλλεύονται, έχοντας αυξήσει κατά πολύ τις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Από την πλευρά της Ρωσίας, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμ. Πεσκόφ προειδοποίησε ότι «εταιρείες που επιβάλλουν ανώτατο όριο τιμών δεν θα βρίσκονται μεταξύ των παραληπτών ρωσικού πετρελαίου», ενώ πρόσθεσε πως η επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου «θα οδηγήσει σε σημαντική αποσταθεροποίηση των αγορών πετρελαίου».
Σχολιάζοντας δε συνολικότερα τις κυρώσεις της ΕΕ, ο Πεσκόφ ανέφερε ότι «τα αντιρωσικά μέτρα έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση η Ευρώπη να αγοράζει υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ για πολύ περισσότερα χρήματα – αδικαιολόγητα χρήματα – και έτσι οι αμερικανικές εταιρείες να γίνονται πλουσιότερες και οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι φτωχότεροι».
Αλλά και ο Ντμ. Μεντβέντεφ, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας και πρώην Πρόεδρος της χώρας, σχολιάζοντας δηλώσεις της προέδρου της Κομισιόν για σχέδια επιβολής πλαφόν στην τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου που εισάγεται στην ΕΕ, ξεκαθάρισε ότι σε αυτήν την περίπτωση «απλώς δεν θα υπάρξει ρωσικό αέριο στην Ευρώπη».