Νέες δυσμενείς προβλέψεις για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της γερμανικής οικονομίας κατέγραψε πρόσφατη έρευνα του πρακτορείου «Bloomberg», αναδεικνύοντας τις πιθανότητες περαιτέρω επιδείνωσης της ύφεσης μέχρι το τέλος του 2023, κάτι που επιβεβαιώθηκε και επίσημα τον περασμένο χειμώνα.
Σε ανάλυση του πρακτορείου αναφέρεται ότι η γερμανική οικονομία θα παραμείνει στάσιμη και στο γ’ τρίμηνο του 2023, ενώ στο δ’ τρίμηνο εκτιμάται πως θα ενισχυθεί οριακά, μόλις κατά 0,1%, χάνοντας 0,1% για κάθε τρίμηνο σε σύγκριση με τις προηγούμενες προβλέψεις. Επιπλέον αναφέρεται ότι συνολικά για το 2023 η οικονομία στην «ατμομηχανή της Ευρώπης» θα συρρικνωθεί κατά 0,3%, ενώ πιθανή αλλά ισχνή ανάκαμψη δεν αναμένεται πριν το 2024 και εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 0,8% (αντί αρχικής εκτίμησης για 1%). Οι προβλέψεις αυτές «κουμπώνουν» με ανάλογες πρόσφατες προβλέψεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι η Γερμανία θα είναι η μόνη από τις χώρες του G7 που θα μπει σε ύφεση.
Παράλληλα, η τελευταία μηνιαία έκθεση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών τονίζει ότι δεν αναμένεται βιώσιμη ανάκαμψη για την οικονομία της χώρας εντός του 2023, με βάση τα μακροοικονομικά στοιχεία και το επενδυτικό κλίμα.
Τις παραπάνω εκτιμήσεις και προβλέψεις επιβεβαιώνει νέα ανάλυση της «Ντόιτσε Βέλε», ότι η ύφεση στην νομισματική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών και οι σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων ακριβαίνουν τον δανεισμό για επιχειρήσεις και καταναλωτές, μειώνοντας έτσι τις προσδοκίες για νέες επενδύσεις. Στην ίδια ανάλυση επισημαίνονται και διαρθρωτικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας, μετά την αποτυχία του κάποτε επιτυχημένου μοντέλου που στηριζόταν στην εισαγωγή φτηνής (κυρίως ρωσικής) Ενέργειας και φτηνών πρώτων υλών, με αποτέλεσμα μεταποιητικά προϊόντα υψηλής τιμής και ανταγωνιστικών προδιαγραφών.