Εκτακτη σύνοδος κορυφής με τη συμμετοχή Γαλλίας, Γερμανίας, Βρετανίας, Ιταλίας, Πολωνίας, Ισπανίας, Ολλανδίας και Δανίας έγινε σήμερα στο Παρίσι, με τη συμμετοχή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα, την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον γγ του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε.
Η σύνοδος έγινε με πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου Εμάνουελ Μακρόν, καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις του ΝΑΤΟ εξετάζουν τις επόμενες κινήσεις τους, μετά την ομιλία του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζ. Ντ. Βανς στο Μόναχο και τις δηλώσεις του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ Κιθ Κέλογκ πως η Ευρώπη δεν θα κάτσει στο «τραπέζι» των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουάσιγκτον – Μόσχας, αλλά και το αμερικανικό «σχέδιο» η Ευρώπη να επωμιστεί το μεγαλύτερο στρατιωτικό βάρος στην Ουκρανία και την Ευρώπη, αγοράζοντας αμερικανικά όπλα και στέλνοντας ευρωπαϊκά στρατεύματα.
Λίγο πριν τη συνάντηση στο Παρίσι, Γάλλος πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν μίλησε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ
«Αυτή είναι η αρχή μιας διαδικασίας που θα συνεχιστεί με την εμπλοκή όλων των εταίρων που δεσμεύονται για την ειρήνη και την ασφάλεια της Ευρώπης. Η ΕΕ και τα κράτη – μέλη της θα παίξουν κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία», δήλωσε ο Κόστα, ενώ η φον ντερ Λάιεν επισήμανε πως «η ασφάλεια της Ευρώπης βρίσκεται σε σημείο καμπής».
Κατά τις συνομιλίες εξετάστηκαν, σύμφωνα με Γάλλο αξιωματούχο, «οι εγγυήσεις ασφαλείας που μπορούν να δοθούν στην Ουκρανία από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς, μαζί ή χωριστά», «τι μπορεί να συνεισφέρει η Ευρώπη» σε μια ενδεχόμενη «ειρηνευτική» συμφωνία και η ενίσχυση της «συλλογικής ασφάλειας της Ευρώπης».
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ δήλωσε έτοιμος να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία εάν υπάρξει συμφωνία «τερματισμού» του πολέμου, ενώ ο Σουηδός πρωθυπουργός Ουλφ Κρίστερσον ξεκαθάρισε πως «είναι απολύτως πιθανό» το ίδιο να κάνει και η χώρα του.
«Δεν σχεδιάζουμε να στείλουμε Πολωνούς στρατιώτες στο έδαφος της Ουκρανίας. Θα (…) δώσουμε επιμελητειακή και πολιτική υποστήριξη στις χώρες που θέλουν ενδεχομένως να παράσχουν τέτοιες εγγυήσεις στο μέλλον, τέτοιες φυσικές εγγυήσεις», δήλωσε ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντ. Τουσκ.
Η Γερμανία έκρινε πως είναι «πρόωρες» οι συζητήσεις για ενδεχόμενη αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία, όπως και ο Ισπανός ΥΠΕΞ, Χ.Μ. Αλμπάρες.
Με επιφυλάξεις και διαφορετική γραμμή προσήλθε στη σύνοδο η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, σύμφωνα με όσα αναφέρει η «Corriere della Sera», με το σκεπτικό ότι «η απάντηση στους Αμερικανούς θα ήταν πιο σωστή από τις Βρυξέλλες, με ένα έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, χωρίς να δίνουμε για άλλη μια φορά την εντύπωση ότι είμαστε μια ήπειρος με διαφορετικά κέντρα εξουσίας».
Μια άλλη πρόταση της Μελόνι αφορά τη φύση μιας διεθνούς ειρηνευτικής αποστολής: Εάν οι Αμερικανοί δεν θέλουν πραγματικά να συμμετάσχουν, τότε θα έπρεπε να επεκταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο και σε μη ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.
Η Ουκρανία θέλει να οριστεί γρήγορα ένας εκπρόσωπος της Ευρώπης ενόψει ενδεχόμενων διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, όπως έκανε γνωστό ένας από τους κορυφαίους συμβούλους του Ουκρανού Προέδρου.
Ερωτηματολόγιο στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
Νωρίτερα οι ΗΠΑ είχαν αποστείλει ερωτηματολόγιο – φωτιά στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, γύρω από τα θέματα των «εγγυήσεων ασφαλείας», της αποστολής στρατευμάτων και εξοπλισμών στην Ουκρανία, της ενδεχόμενης επιβολής νέων κυρώσεων στη Ρωσία κ.ο.κ.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε ερωτήματα ,όπως «τι θεωρούν ως υποστηριζόμενες από την Ευρώπη εγγυήσεις ασφαλείας που θα λειτουργούσαν ως επαρκής αποτρεπτικός παράγοντας για τη Ρωσία», ποιές χώρες θα μπορούσαν να συμμετάσχουν, τι μέγεθος πρέπει να έχουν οι στρατιωτικές δυνάμεις τρίτων χωρών αναπτυχθούν στην Ουκρανία «υπό την ηγεσία της Ευρώπης», πού θα αναπτυχθούν και για πόσο χρονικό διάστημα, τι ενέργειες πρέπει να κάνουν «οι ΗΠΑ, οι σύμμαχοι και οι εταίροι» αν η Ρωσία επιτεθεί σε αυτές τις δυνάμεις, ποιες είναι «οι απαιτήσεις υποστήριξης των ΗΠΑ» και τέλος «ποιες πρόσθετες δυνατότητες, εξοπλισμό και επιλογές συντήρησης» είναι διατεθειμένη να παράσχει η κάθε κυβέρνηση στην Ουκρανία «για να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση και να αυξήσει την πίεση στη Ρωσία»