Στο 29° Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων, στη Θεσσαλονίκη που έγινε το Σάββατο 30 Νοέμβρη, στην ενότητα υγειονομικές υπηρεσίες στην κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο και τον κυπριακό αγώνα, πήραν μέρος αναφερόμενοι στην στρατιωτική Ιατρική και την υγειονομική υποστήριξη του ΕΛΑΣ ο Γιώργος Μαργαρίτης καθηγητής σύγχρονης Ιστορίας και η Χάρις Λαμπαδά, παιδίατρος, λοιμωξιολόγος επιμελήτρια Β ΕΣΥ του Γ.Ν.Θ. Ιπποκράτειου η οποία αναφέρθηκε στις υγειονομικές υπηρεσίες του ΔΣΕ.
Ο Γ. Μαργαρίτης και η Χ. Λαμπαδά ανέπτυξαν στις παρεμβάσεις τους την μεγάλη σημασία που έδινε το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και ο ΔΣΕ, στην λειτουργία των υγειονομικών δομών μέσα στις δύσκολες πολεμικές συνθήκες, δείγμα και αυτό της ηθικής ανωτερότητας και πολιτικού πολιτισμού. Στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, όχι μόνο σώθηκαν χιλιάδες αγωνιστές, αλλά μπήκαν και οι κατευθυντήριες ιδέες ενός συστήματος Υγείας που κριτήριο έχει την ανύψωση της σωματικής – ψυχικής υγείας του εργαζόμενου λαού καλύπτοντας τις ανάγκες του στην υγεία, από την πρόληψη έως την αποκατάσταση.
«Για να αντιληφθούμε τα προβλήματα των ιατρικών υπηρεσιών του ΕΛΑΣ είναι αναγκαία η παραπομπή στα μεγέθη – τα αριθμητικά μεγέθη, είπε ξεκινώντας την ομιλία του ο Γιώργος Μαργαρίτης. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι «στην διάρκεια της γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής κατοχής εντάχθηκαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ κάτι ανάμεσα σε 150.000 και 200.000 άτομα. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος αυτό η συνολική απόδοση της στρατολογίας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν της τάξης των 600 με 700.000 ατόμων με διαδοχικές επιστρατεύσεις στην διάρκεια του εξάμηνου πολέμου. Η παρατακτή δύναμη του ΕΛΑΣ μεταβαλλόταν διαρκώς κυρίως λόγω προβλημάτων επιμελητείας και εφοδιασμού. Από την άνοιξη του 1943 κυμάνθηκε ανάμεσα σε 10 και 40.000 μαχητές στις μόνιμες μονάδες του. Μόνο σε μικρά χρονικά διαστήματα ξεπέρασε το φράγμα των 35.000 μαχητών -ως εκ τούτου μπορούμε να το ορίσουμε ως όριο μεγέθους. Πίσω από τις μόνιμες μονάδες υπήρχαν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ που επιστρατεύονταν ευκαιριακά και, ως εκ τούτου δεν επιβάρυναν τον εφοδιασμό.
Όπως σημείωσε, «στην πρώτη φάση του αγώνα του ο ΕΛΑΣ δεν είχε οργανωμένη ενδοχώρα – ελεύθερες δηλαδή περιοχές. Εξυπακούεται δε ότι δεν διέθετε “κρατικές” δομές – μηχανισμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να τον στηρίξουν. Οι οργανώσεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου κάλυπταν μερικώς ετούτο το κενό. Στην ουσία όφειλε να οικοδομήσει ο ίδιος τις απαραίτητες κρατικές δομές, η περίθαλψη και η υγεία ήταν – σε καιρό πολέμου μέσα στις πρώτες προτεραιότητες. Από το καλοκαίρι του 1943 και ειδικά μετά την ιταλική συνθηκολόγηση ο ΕΛΑΣ απόκτησε ενδοχώρα, την Ελεύθερη Ελλάδα, οπότε και μπόρεσε να αναπτύξει τις δομές περίθαλψης και υγείας σε πιο σταθερή βάση».
Ο Γ. Μαργαρίτης σημείωσε ότι «το “υγειονομικό” των ένοπλων δυνάμεων της Αντίστασης ήταν στοιχειώδες στα πρώτα βήματα του αγώνα, το 1942 ως το καλοκαίρι του 1943. Οι γιατροί, οι φοιτητές της ιατρικής ή οι νοσοκόμοι/ες, τοποθετούνταν εκ των ενόντων στα μάχιμα συγκροτήματα με την προοπτική να δίνουν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες. Στοιχειώδη μαθήματα διαχείρισης τραυμάτων γίνονταν κατά καιρούς στους μαχητές. Οι τραυματίες κατόπιν προωθούνταν σε ασφαλή χωριά όπου την αποθεραπεία αναλάμβαναν οι πολιτικές οργανώσεις -η «Εθνική Αλληλεγγύη» ήταν αρμόδια για την εξεύρεση των αναγκαίων. Οι βαρύτερα τραυματίες μπορούσαν να προωθηθούν σε νοσοκομεία και θεραπευτικά κέντρα στις πόλεις εκεί όπου οι παράνομοι μηχανισμοί του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου εξασφάλιζαν την σχετική ασφάλεια.
Σε μία δεύτερη φάση, όταν πλέον δημιουργήθηκε η Ελεύθερη Ελλάδα και απέκτησε δομές και μηχανισμούς κρατικής υφής, η οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών αναπτύχθηκε, ξεκινώντας πάντα από τον στρατό ή ενσωματώνοντας Η οργανωτική δομή των υγειονομικών υπηρεσιών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού ακολουθούσε την αντίστοιχη του Ελληνικού Στρατού στον πόλεμο της Αλβανίας. Κάθε μεγάλη μονάδα, σε μεραρχιακό αρχικά επίπεδο ή αργότερα και σε επίπεδο συντάγματος ή ταξιαρχίας διέθετε κέντρο διακομιδής συνδεδεμένο με χειρουργείο εκστρατείας. Δεν αναπτύχθηκαν μεγάλα νοσοκομειακά συγκροτήματα στην ύπαιθρο, εξαιτίας των εναέριων μέσων που διέθετε ο εχθρός, της ύπαρξης κλινικών ή νοσοκομείων στις πόλεις στην ζώνη της Ελεύθερης Ελλάδας και του σχετικά περιορισμένου αριθμού των τραυματιών που χρειάζονταν νοσηλεία. Η ανάρρωση σε χωριά – με την φροντίδα των πολιτικών οργανώσεων του ΕΑΜ- εξακολούθησε να διατηρείται ως πάγια πρακτική ως το τέλος της Κατοχής.
Ο εφοδιασμός με τα αναγκαία ιατρικά εργαλεία ή φάρμακα ήταν μια επίπονη υπόθεση που βρισκόταν στην πρώτη σειρά προτεραιότητας των οργανώσεων του ΕΑΜ. Οργανωμένα δίκτυα προωθούσαν στα ορεινά ιατρικά εφόδια και φάρμακα που είτε αγοράζονταν με εράνους, είτε αφαιρούνταν με ποικίλους τρόπους από αποθήκες ή φαρμακεία. Είναι βέβαιο ότι μέρος του υγειονομικού υλικού που έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός, έβρισκε τον δρόμο για τα ορεινά και την Ελεύθερη Ελλάδα. Η συμμαχική βοήθεια ελάχιστα συνεισέφερε στην κάλυψη των σχετικών αναγκών».
Στις υγειονομικές υπηρεσίες του ΔΣΕ στάθηκε η Χάρις Λαμπαδά, παιδίατρος λοιμωξιολόγος επιμελήτρια Β’ ΕΣΥ του Γ.Ν.Θ. Ιπποκράτειου.
Όπως είπε «στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, όχι μόνο σώθηκαν χιλιάδες αγωνιστές, αλλά μπήκαν και οι κατευθυντήριες ιδέες ενός συστήματος Υγείας που κριτήριο έχει την ανύψωση της σωματικής – ψυχικής υγείας του εργαζόμενου λαού καλύπτοντας τις ανάγκες του στην υγεία, από την πρόληψη έως την αποκατάσταση. Η Υγειονομική Υπηρεσία ενός στρατού δεν θα μπορούσε να είναι ξεκομμένη από τον χαρακτήρα, τους σκοπούς και τα ιδανικά του. Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός. Η πάλη του αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ, είτε έφερνε νίκες είτε ήττες».
Επεσήμανε ότι «Ο γενικότερος σχεδιασμός ξεκινά, όταν στις 28 Οκτώβρη 1946 συγκροτείται το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, με τις αντίστοιχες μεραρχίες, ταξιαρχίες, τάγματα και λόχους. Η οργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας ανατίθεται στον γιατρό Επαμεινώντα Σακελλαρίου, με καταγωγή από τα Κανάλια Καρδίτσας που είχε διοριστεί στο Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης το 1927. Ο σχεδιασμός αυτός γίνεται πιο ουσιαστικός, όταν με τον σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στις 23 Δεκέμβρη 1947, υπουργός Υγιεινής Πρόνοιας τοποθετείται ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης, ενώ στην υπηρεσία του ΓΑ τίθεται και ο επιδημιολόγος γιατρός Χρήστος Δάμκας. Έκτοτε η ανάπτυξη της υγειονομικής υπηρεσίας αντιμετωπίζεται ως οργανικό στοιχείο για την ανάπτυξη του ίδιου του ΔΣΕ».
Επικεντρώθηκε κυρίως στις περιοχές Γράμμος και Βίτσι. Οι δυο αυτές ορεινές περιοχές είναι οι πιο πυκνοκατοικημένες από την άποψη της συγκέντρωσης Υγειονομικών Υπηρεσιών. Αυτό είναι φυσιολογικό, τόνισε, «γιατί είναι οι περιοχές που κρατήθηκαν τον περισσότερο χρόνο στην κυριαρχία του ΔΣΕ, παρ’ ότι ο Γράμμος εγκαταλείφτηκε με τον ελιγμό στις 21 Αυγούστου 1948 αλλά μεγάλο μέρος του ξανακαταλαμβάνεται το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου. Ο ΔΣΕ κατέβαλε έναν τιτάνιο αγώνα για τη βελτίωση της κατάστασης αναφορικά με την υγειονομική περίθαλψη. Σε σχετικό δημοσίευμα το 1948 σημειώνεται: Τα προβλήματα που έχει να λύσει ο ΔΣΕ στον τομέα αυτό είναι: εξασφάλιση τραυματιοφορέων, εξασφάλιση του κατάλληλου υγειονομικού προσωπικού, καλή οργάνωση των ορεινών χειρουργείων με τα απαραίτητα τεχνικά μέσα και τους ανθρώπους, ειδική προσοχή στα νοσοκομεία με επαρκές συσσίτιο και μέσα περιποίησης των τραυματιών».
«Ύστατος σκοπός της τιτάνιας αυτής μάχης ήταν φυσικά να νικήσει η ζωή!», σημείωσε χαρακτηριστικά προσθέτοντας ότι «στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας δεν υπήρξε εγχείρηση που έπρεπε να γίνει και δεν έγινε. Από τους τραυματίες με κρανιακά τραύματα, που αρκετά είχαν έξοδο εγκεφαλικής ουσίας, όχι μόνο επέζησαν αλλά ύστερα από 1-2 μήνες χρησιμοποιήθηκαν σε ανάλογες υπηρεσίες του ΔΣΕ. Από τις περιπτώσεις καταγμάτων κρανίου που χειρουργήθηκαν στις μάχες Γράμμου – Βίτσι η θνησιμότητα έφτασε μόνο στο 10%. Η αντίστοιχη θνησιμότητα στον πόλεμο 1914-18 ήταν 80% και στον πόλεμο 1939-44 (από στατιστικές Γερμανών – Άγγλων) έφτανε στο 25-45%. Το 22% των τραυματιών γύρισαν στα τμήματά τους σε 15 μέρες, το 55% σε ένα μήνα και μόνο ένα 2% έμειναν μόνιμα ανάπηροι. Είναι μερικά από τα στοιχεία που αποδεικνύουν αυτό που περιγράφηκε ως το Θαύμα και τα παράδοξα του Γράμμου Βίτσι».
Ένα στοιχεία πραγματικά πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη, που μετέφερε η Χ. Λαμπαδά, ήταν ότι «τα χειρουργεία λειτουργούσαν με ηλεκτροφωτισμό που προερχόταν από την αξιοποίηση ενός μικρού καταρράκτη για την παραγωγή ενέργειας. Ήταν το πρώτο υδροηλεκτρικό έργο στην Ελλάδα! Η συμβολή των υγειονομικών υπηρεσιών του Λαϊκού Στρατού, αναλογικά με το μικρό μέγεθός τους και τις τεράστιες ανάγκες που έπρεπε να καλύψουν, αγγίζει τα όρια του ανθρώπινου νου. Οι γιατροί, οι νοσηλευτές και νοσηλεύτριες του ΔΣΕ πάλεψαν μέχρι τέλους και δε συμβιβάστηκαν με τις δυσκολίες των ελλείψεων, των κακουχιών, του αρνητικού συσχετισμού. Κατόρθωσαν να υλοποιήσουν μια διάρθρωση που προσομοιάζει σε σύστημα Υγείας 3 επιπέδων, πρωτοπορία για την εποχή εκείνη.
- Α’ βάθμια περίθαλψη στον τόπο της μάχης
- Β’ βάθμια με ενδιάμεσους υγειονομικούς σταθμούς
- Γ’ βάθμια με τη λειτουργία των μεγάλων νοσοκομείων
Προληπτική Ιατρική: εμβολιασμοί αντιτυφικοί, αντιτετανικοί, μέτρα πρόληψης και διασποράς της χολέρας, ειδικό έντυπο ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΗΘΕΙΕΣ με οδηγίες για προφύλαξη από κρυοπαγήματα, ηλίαση, μέτρα υγιεινής στον καταυλισμό. Οργανώθηκαν σχολές που τροφοδοτούσαν με βασικές γνώσεις Ανατομίας, Φυσιολογίας, Μικροβιολογίας, Νοσηλευτικής, Επιδημιολογίας και οργάνωσης Υγειονομικής Υπηρεσίας. Είχαμε τις 3μηνες και 5μηνες σχολές. Μέσα στις ασύλληπτες συνθήκες των μαχών εκπονούνταν μέχρι και επιστημονικές μελέτες! Είναι μνημειώδεις και παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες οι δύο εργασίες του χειρουργού Τζαμαλούκα για τα εγκεφαλικά και κοιλιακά τραύματα».
Τέλος αναφέρθηκε στο υπαίθριο μουσείο του Νοσοκομείου του ΔΣΕ που βρίσκεται την περιοχή Λιανοτόπι Γράμμου 14 χιλιόμετρα δυτικά του Νεστορίου Καστοριάς. Πρόκειται για την αντάρτικη νοσοκομειούπολη περίπου 1.200 κλινών που στήθηκε σε υψόμετρο 1.400 μέτρων, στην ανατολική πλευρά του υψώματος «Σκάλα» και αποτελούνταν από περίπου 40 κτίσματα.
Την συζήτηση παρακολούθησαν πολλοί και μεταξύ αυτών αρκετοί φοιτητές σχολών, υγειονομικοί, ο βουλευτής του ΚΚΕ Λεωνίδας Στολτίδης και ο Θεοδόσης Κωνσταντινίδης, στέλεχος του ΚΚΕ και μέλος της Επιτροπής Μνημείων και Μουσείων της ΚΕ του Κόμματος.