Για την ερχόμενη Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου οριστικοποιήθηκε η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, όπου θα παιχτεί το επόμενο επεισόδιο αναζήτησης διευθετήσεων στα Ελληνοτουρκικά, με ζητούμενο τη διασφάλιση της ευρωατλαντικής συνοχής στην Ανατολική Μεσόγειο, κόντρα σε άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, και την ευόδωση μπίζνες του κεφαλαίου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τα ελληνικά και κυπριακά κυριαρχικά δικαιώματα.
Θυμίζουμε ότι προηγήθηκε η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, Γ. Γεραπετρίτη και Χ. Φιντάν, στην Αγκυρα, όπου δρομολόγησαν την άμεση ενεργοποίηση όλων των ΝΑΤΟικής κοπής μέτρων και διαδικασιών που είχαν συμφωνήσει οι Μητσοτάκης και Ερντογάν τον Ιούλη, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, ενώ κατέληξαν στον εξής «οδικό χάρτη» για τους επόμενους μήνες, πέραν της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στον ΟΗΕ:
— Συνάντηση των υφυπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών στις 16/10 επί των λεγόμενων «πολιτικών συνομιλιών» και του «σχεδίου κοινής δράσης». Από ελληνικής πλευράς τον «πολιτικό διάλογο» θα «τρέξει» η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.
— Συνάντηση του υφυπουργού Εξωτερικών, αρμόδιου για θέματα οικονομικής διπλωματίας και εξωστρέφειας, Κ. Φραγκογιάννη, και του Τούρκου ομολόγου του, Μπ. Ακσαπάρ, στις 17/10 στην Αθήνα, με αντικείμενο την προώθηση της λεγόμενης θετικής ατζέντας, των διμερών μπίζνες.
— Επανεκκίνηση «την προσεχή περίοδο» των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (συζητούν για μέτρα ύφεσης στο στρατιωτικό πεδίο, αλλά δρομολογείται να τεθεί ξανά επικεφαλής της ελληνικής ομάδας διπλωμάτης και όχι στρατιωτικός, όπως ίσχυε τα τελευταία οκτώ χρόνια) και – κατά τον Φιντάν – «συμβουλευτικές συνομιλίες».
— Στο τέλος του έτους θα συνεδριάσει υπό την προεδρία Μητσοτάκη – Ερντογάν το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) στη Θεσσαλονίκη, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας, καθώς και υπουργών από τα λεγόμενα «οικονομικά» υπουργεία, ώστε να κλείσουν συμφωνίες για παραπέρα επιτάχυνση της διμερούς οικονομικής συνεργασίας.
Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν έρχεται, με βάση αυτόν τον «οδικό χάρτη», να βάλει τους επόμενους κρίκους στο «εφ’ όλης της ύλης» και «άνευ προϋποθέσεων» ιμπεριαλιστικό παζάρι, όπως χαρακτηριστικά έλεγε στην πρόσφατη συνάντηση ο Φιντάν, ο οποίος μίλησε ακόμα για «αμοιβαίο σεβασμό σε δικαιώματα και συμφέροντα», προσθέτοντας ότι «συμφωνήσαμε σε νέες προσεγγίσεις για την επίλυση προβλημάτων». Οι «νέες προσεγγίσεις» αφορούν τη δρομολόγηση συνυποσχετικού για τη Χάγη, με όλες τις τουρκικές απαιτήσεις και διάφορες «δημιουργικές ιδέες» στο τραπέζι, π.χ. για «ευέλικτο» εύρος χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, μη αναγνώριση της ΑΟΖ στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου και ανατολικά της Ρόδου ή μειωμένης στο ελάχιστο, κ.λπ.
Την «ευελιξία» αυτή άλλωστε σε ό,τι αφορά κυριαρχικά και κυριαρχικά δικαιώματα περιέγραψε μεσοβδόμαδα η Ντόρα Μπακογιάννη. Μιλώντας στην «Οικονομική Επιθεώρηση» και ερωτηθείσα για το ενδεχόμενο μια προσφυγή στη Χάγη να έχει ως αποτέλεσμα μειωμένη επήρεια νησιών κατά τη χάραξη ΑΟΖ, απάντησε: «Το αληθινό ερώτημα είναι για ποια βάση μιλάμε: Τη βάση του τι έχουμε σήμερα; (…) Σε κυριαρχία, τι έχουμε; Μιλούμε λοιπόν περί της προσδοκώμενης κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, που εμείς διεκδικούμε – και διεκδικούν και οι Τούρκοι (…) Αρα η λέξη και μόνο “υποχώρηση” είναι λάθος. Δεν υποχωρείς από κάτι που δεν είναι κεκτημένο (…) Προσδοκάς: Εκεί ακριβώς είναι η διαπραγμάτευση! Στη διαπραγμάτευση, όπου θα βάλεις κάτω και θα πεις: “Ποια είναι η δική μου προσδοκία; Το μέγιστο!”. Ποια η προσδοκία των Τούρκων; Το δικό τους μέγιστο, γιατί κι αυτοί από το μάξιμουμ θα ξεκινήσουν», θυμίζοντας τα όσα είχε πει ο πρωθυπουργός στο Βίλνιους, ότι μια ενδεχόμενη «απομείωση κυριαρχίας» «είναι σχετική έννοια», καθώς «οποιαδήποτε συμφωνία μπορεί ενδεχομένως να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης».
Ερωτηθείσα δε αν τα κόμματα της Βουλής «θα σηκώσουν την ευθύνη», αν πορευθούμε προς Χάγη, με συνυποσχετικό, η Ντ. Μπακογιάννη είπε ότι «για τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει η απάντηση είναι “ναι”», επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική τους σύμπλευση στα βασικά ζητούμενα του κεφαλαίου.