Τραγούδια για την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας

Εργάτες -Μπετόν - Εργαζόμενοι- Γυναίκα
Πηγή: Pexels

Το alt.gr δημοσιεύει μια μικρή συλλογή τραγουδιών με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας.

Bread and roses

Το τραγούδι «Ψωμί και Τριαντάφυλλα» είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Τζέιμς Οπενχάιμ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «American Magazine», τον Δεκέμβρη του 1911, με την εξής αναφορά: «Ψωμί για όλες και τριαντάφυλλα επίσης –ένα σύνθημα των γυναικών από τα Δυτικά». Ο τίτλος αυτός σηματοδότησε την απεργία των Αμερικανίδων εργατριών το 1912.

Εργατοπούλες

Union Maid

Το τραγούδι «Η συνδικαλίστρια» γράφτηκε από τον θρυλικό αμερικανό τραγουδοποιό Γούντι Γκάθρι, που έγινε η «φωνή» της εργατικής τάξης των ΗΠΑ κι άφησε πίσω του εκατοντάδες τραγούδια. Ανάμεσά τους και η «συνδικαλίστρια», που δεν φοβόταν τίποτα: ούτε τους μπράβους της εργοδοσίας ούτε τους εκπροσώπους της εξουσίας. Ήξερε ν’ αναγνωρίζει τους χαφιέδες και τα τσιράκια των αφεντικών, στρατολογούσε αράδα τους εργάτες στο συνδικάτο κι ήταν πάντα πρώτη στους αγώνες για καλύτερη αμοιβή. Κι όταν τη ρωτούσαν από πού έπαιρνε το κουράγιο της, εκείνη απαντούσε: από το σωματείο! Αυτό είναι η δύναμή μου και θα μείνω πιστή σ’ αυτό μέχρι να πεθάνω!

Φάμπρικες

Muchachasdeltelar

Το τραγούδι του Χιλιανού Βίκτορ Χάρα «Υφάντρες» είναι αφιερωμένο στην Άννα, στη Γιάννα, σε όλες τις νεαρές μελαχρινές κλώστριες του υφαντουργείου –σκλάβες του εργοστασίου, της μηχανής, του μισθού, του ωραρίου. «Γύρνα το κουβάρι της μοίρας σου, γύρνα, κορίτσι μου, ύφανε την κλωστή της μοίρας σου… Η ζωή σου βρίσκεται στο εργαστήρι. Εκεί θα μπορέσουν να υφανθούν με τα χέρια σου και με τα χέρια των άλλων υφάσματα που θα ντύσουν την ελευθερία…»

TerequerdoAmanda (Σε θυμάμαι Αμάντα)

Ακόμα ένα τραγούδι του Βίκτορ Χάρα, που μιλά για τον έρωτα μιας εργάτριας και ενός εργάτη. Ο δημιουργός του δολοφονήθηκε το 1973 από το καθεστώς του δικτάτορα Πινοσέτ, όπως χιλιάδες άλλοι αγωνιστές. Οι βασανιστές του έσπασαν τα χέρια για να μην μπορεί να εμψυχώνει τους συναγωνιστές του με την κιθάρα του. Τα τραγούδια του όμως έζησαν και θα ζήσουν πολύ παραπάνω από τους εκτελεστές του, πολύ περισσότερο από τους δυνάστες μας, απ’ τους εκμεταλλευτές της εργάτριας και του εργάτη, γιατί μέσα από αυτά ανασαίνει ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα που έρχεται από πολύ μακριά και πηγαίνει ως την τελική νίκη…

Η πιο όμορφη θάλασσα

Η μπαλάντα της νοικοκυράς

Which side are you on boys!

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, στην κομητεία Χάρλαν, στο Κεντάκι των ΗΠΑ, δημιουργείται το συνδικάτο United Mine Workers (Ένωση Ανθρακωρύχων). Ταυτόχρονα εμφανίζονται και οι «Ομάδες Κρούσης» σαν απάντηση των εργοδοτών. Το 1931, οι ανθρακωρύχοι κατεβαίνουν σε απεργία αντιδρώντας στις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας. Οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων, με οπλισμένους μισθοφόρους και με τη βοήθεια της αστυνομίας, εξαπολύουν ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό. H Φλόρενς Ρις, κόρη και γυναίκα ανθρακωρύχου, που δέχτηκε μαζί με τα παιδιά της την επίθεση του σερίφη και της ομάδας του, επειδή ο άντρας της ήταν συνδικαλιστής, πήρε το ίδιο βράδυ μια σελίδα από το ημερολόγιο του τοίχου κι έγραψε τους στίχους ενός εμβληματικού τραγουδιού.

«Ελάτε όλοι οι καλοί εργάτες/ έχω καλά νέα να σας πω/ πως το συνδικάτο/ είναι εδώ για να ριζώσει./ Μη γίνεστε προδότες για τα αφεντικά/ μην ακούτε τα ψέματά τους./ Οι φτωχοί δεν έχουν ελπίδα/ αν δεν οργανωθούν./ Με ποιανού το μέρος είστε, παιδιά;/Με ποιανού το μέρος είστε;…»

Women of the working class

Το τραγούδι «Γυναίκες της εργατικής τάξης» γράφτηκε από τον Μαλ Φιντς, αλλά υιοθετήθηκε ως ύμνος του αγώνα των γυναικών κατά τη διάρκεια της απεργίας των Βρετανών ανθρακωρύχων το 1984 και το 1985. Το γεγονός ότι εκείνη την εποχή στην πρωθυπουργία της χώρας βρισκόταν γυναίκα, η Μάργκαρετ Θάτσερ για την ακρίβεια, επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι ο αγώνας των γυναικών δεν μπορεί να είναι κυρίως φυλετικός και ότι οι ρίζες του γυναικείου ζητήματος βρίσκονται στις εκμεταλλευτικές κοινωνίες.

Είμαστε γυναίκες, με δύναμη παλεύουμε για τη ζωή μας,
στο πλευρό των αντρών μας που είναι εργάτες.
Μας ενώνουν οι αγώνες και το παρελθόν.
Αυτός είναι ο δρόμος που βαδίζουμε
εμείς οι γυναίκες της εργατικής τάξης

Δεν χρειαζόμαστε την έγκριση της κυβέρνησης για όσα θέλουμε να κάνουμε,
Ούτε την άδειά της για να έχουμε δική μας γνώμη.
Κανείς δε θα μας πει τι να σκεφτόμαστε ή να λέμε

Διαθέτουμε και τη δύναμη και τη γνώση για να χαράξουμε το δρόμο που θ’ ακολουθήσουμε.
Μας μιλούν για στατιστικές, μας λένε για τιμές,
εμείς όμως πεθαίνουμε περιμένοντας τα επιδόματα απορίας

Παλεύοντας για το μέλλον μας βρήκαμε τρόπους να οργανωθούμε!
Αυτή η απεργία μας κινητοποίησε, δίνοντας το πραγματικό νόημα στην απελευθέρωση της γυναίκας

Οι απειλές δεν μπορούν να σπάσουν την ενότητά μας,
όσα μάθαμε κανένα βιβλίο ή σχολειό δεν μπορεί να τα διδάξει…

Μπορεί να βρισκόμαστε αντιμέτωπες με το χλευασμό και τη βία
μα όποιος παλεύει για την επιβίωση, τίποτα πια δεν έχει να χάσει…

Ignoranti senza scuole

Το τραγούδι αυτό έχει μια ιστορία όχι πολύ γνωστή. Το Τρίνο ντι Βερτζελέζε με δυσκολία διακρίνεται στο χάρτη. Είναι ένα μικρό χωριό της Βόρειας Ιταλίας ανάμεσα στο Μιλάνο και το Τορίνο. Οι γυναίκες δουλεύουν σαν εργάτριες γης στους ορυζώνες της περιοχής εδώ κι αιώνες και η ιστορία τους έχει συνδεθεί με σπουδαίους κοινωνικούς αγώνες. Είναι οι Μοντίνες και το όνομά τους προέρχεται από το ιταλικό ρήμα mondariso (ξεπλένω, καθαρίζω).

Αγράμματες, χωρίς σχολειά, καταπιεσμένες από τ’ αφεντικά,
είμαστε της γης οι τελευταίοι και οι ορυζώνες είναι σαν φυλακή.

Μας είπαν ότι έτσι είναι η ζωή και πάντα έτσι θα είναι,
πάντα θα υπάρχουν αφεντικά αν θέλουμε να μας δίνουν δουλειά.

Αλλά μια ωραία μέρα τους απαντήσαμε
«Εσείς είστε υπηρέτες των αφεντικών. Αν αγωνιστούμε θα έχουμε δικαιοσύνη και δικαιώματα στο ψωμί και στην εργασία».

Τα όπλα των αφεντικών είναι το ψέμα και η εξαγορά.
Έχουν τις εφημερίδες, τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο
που ελέγχουν οι προφήτες των αφεντικών.

Για μας τις γυναίκες όμως το πιο σημαντικό
είναι να ξεκινήσουμε να λέμε τη δική μας αλήθεια.
Τα δικά μας όπλα είναι ότι έχουμε φωνή και στόχο
που γυρεύουν δικαιοσύνη για όλες εμάς τις Μοντίνες.

Bella ciao delle mondine

Οι Μοντίνες συνδέονται άμεσα και μ’ ένα ακόμα πασίγνωστο τραγούδι.Η μελωδία του τραγουδιού Μπέλα Τσάο διαδόθηκε πλατιά όταν άρχισε να τραγουδιέται από την ιταλική αντίσταση ενάντια στους φασίστες, με στίχους που αναφέρονται στον απελευθερωτικό αγώνα των παρτιζάνων και τον ηρωικό τους θάνατο. Αλλά πριν χρησιμοποιηθεί από τους Ιταλούς αντάρτες, ήταν γνωστή στην Ιταλία από τις αρχές κιόλας του 20ου αιώνα, όταν την τραγουδούσαν οι γυναίκες που μάζευαν το ρύζι στις φυτείες. Οι αρχικοί στίχοι αναφέρονταν στις δύσκολες συνθήκες δουλειάς μέσα στον καυτό ήλιο κι η πρώτη γνωστή ερμηνεία του 1906 έχει τη μορφή αντίδρασης ενάντια στο αφεντικό που μ’ ένα ραβδί στο χέρι παρακολουθεί τους εργάτες, χαραμίζει τη ζωή των γυναικών και δεν πληρώνει τους μισθούς. Στο παλιό εκείνο τραγούδι έχει αποτυπωθεί η πίστη των εργατριών ότι πλησιάζει η μέρα της απελευθέρωσής τους.

Μόλις σηκώνομαι το πρωί, είμαι υποχρεωμένη να πάω στο ρυζοχώραφο
και σκληρά πρέπει να δουλέψω μέσα στα έντομα και στα κουνούπια,
με σκυμμένο το κεφάλι κάτω από το ραβδί του επιστάτη…
Μάνα μου τι μαρτύριο! Δεν υπάρχει μέρα που να μην παρακαλάω να τελειώσει…
Θα ’ρθει όμως κάποια μέρα
που όλες μας πια θα δουλεύουμε χωρίς αφεντικά

La Lega (Η Ένωση)

Η «Ένωση» είναι ιταλικό λαϊκό τραγούδι, σύμβολο της εξέγερσης των αγροτών εναντίον των αφεντικών τους στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν άρχισαν να δημιουργούνται τα συνδικάτα. Ακόμα ένα τραγούδι που τραγουδούσαν οι Μοντίνες: «Μπορεί να είμαστε γυναίκες, αλλά δεν μας γονατίζει ο φόβος. Για χάρη των παιδιών μας είμαστε στο σωματείο και ξέρουμε να υπερασπίζουμε τον εαυτό μας εμείς οι εργάτριες…»

Μόλι Μαλόουν

Ποιος Iρλανδός δεν γνωρίζει τη Μόλι Μαλόουν;… Αν και δεν ανήκει στα ιστορικά πρόσωπα, είναι η πιο εμβληματική φυσιογνωμία του Δουβλίνου. Δεν πρόκειται για κοπέλα από «σπίτι», που να μην τη βλέπει ήλιος ως να παντρευτεί, και που δε σηκώνει κεφάλι από το προσευχητάρι και το κέντημα. Η Μόλι Μαλόουν είναι μια πλανόδια πωλήτρια θαλασσινών που διαλαλεί με δυνατή φωνή την πραμάτεια της –όστρακα και μύδια– σπρώχνοντας το φορτωμένο καρότσι στους δρόμους της πόλης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως κι η μάνα κι ο πατέρας της έκαναν το ίδιο επάγγελμα, κι από αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι τέτοια κορίτσια ήταν συνηθισμένες φιγούρες του Δουβλίνου στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Η Μόλι Μαλόουν δεν είναι μια ρομαντική φιγούρα της εποχής. Είναι ένα σκληρά εργαζόμενο κορίτσι της φτώχειας, που πέθανε από αρρώστια σε νεαρή ηλικία. Οι Δουβλινέζοι όμως, λέει το τραγούδι, εξακολουθούν να τη βλέπουν ακόμα και σήμερα, να περνάει σαν όραμα στους δρόμους, διαλαλώντας το εμπόρευμα με τον χαρακτηριστικό τρόπο των πλανόδιων μικροπωλητών.

Η Γεωργία

Μαίρη μη λυπάσαι πια

Ένα ποίημα της Πέρσας Βλάσση

Μητέρα, απόψε η καρδιά μου είναι πολύ βαριά.
Τι με κοιτάζεις θλιβερά από μέσα απ’ τη γωνιά;
Τα παγωμένα χέρια σου, φτωχά και μαραμένα
Γιατί έτσι επάνω στη φωτιά τα έχεις απλωμένα
Αφού δεν καίει πια;

Κι απόψε φως δεν έχουμε, κρύο και σκοτεινιά
Και πάλι ήρθα μανούλα μου μ’ ολαδειανά τα χέρια
Ά, μην ξυπνήσεις τα παιδιά, φτωχά μου περιστέρια.

Τα ρούχα μου είναι μούσκεμα
Τι ολημερίς στεκόμουνα στην πόρτα με τις άλλες
Περνούσαν οι τρανοί, περνούσαν οι μεγάλες,
Και μεις μέσα στην καταχνιά, το κρύο, τη βροχή,
Εμείς οι ταπεινοί,
Και τρέμαμε ως το κόκκαλο στα σάλια τυλιγμένες.

«Ακόμα επιμένετε να πάρετε ψωμί ;»

Χρόνια και χρόνια εμείς δουλεύουμε
Κι ούτε χρυσάφια ούτε μετάξια
Μόνο ξερό καρβέλι.
Τώρα τα χέρια μας αυτά δεν είναι άξια ;
Κανένας δεν τα θέλει ;

Κι αν δεν μας δίνετε δουλειά, δώστε μας καν ψωμί!
«Πηγαίνετε στα σπίτια σας κι ελάτε το πρωί».
Κι είχε πυκνώσει η καταχνιά κι εθέριευε η βροχή.

Πολλές φορές τα υπόμεινα, πολλές φορές τα είδα
Κάθησα πεινασμένη, νηστική,
Όμως απόψε είν’ αλλιώς, απόψε πάει πολύ,
Όχι, δεν είν’ ούτε ο Θεός, ούτε η κακή μου μοίρα.
(γιατί να μου λες να πάψω;) δεν έχει παρακάλια πια,
Κι απόψε δεν θα κλάψω!
Δε θέλει κλάματα δειλά ό, τι έχω ’γω στο νου.
Έρχεται ξαφνικά κι είναι πολύ βαθύ το ξύπνημα του ταπεινού
Που τόχω νοιώσει σήμερα με την απαντοχή!
Πούχε πυκνώσει η καταχνιά και θέριευε η βροχή.

Δείτε ακόμα...