Η απόφαση του Τυνήσιου Προέδρου (και μέχρι πρότινος συνταγματολόγου) Καΐς Σαΐντ την περασμένη Κυριακή 25 Ιούλη να αποπέμψει τον πρωθυπουργό Χισάμ Μασίσι, την κυβέρνηση του ισλαμικού κόμματος «Ενάχντα» και να αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής για έναν μήνα, χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο «συνταγματική» και σύννομη με βάση το άρθρο 80 του Συντάγματος. Αρθρο που δίνει δικαίωμα στον Πρόεδρο της χώρας να αναλάβει την εκτελεστική εξουσία σε κατάσταση «έκτακτης εθνικής κρίσης».
Αρχικά οι ισλαμιστές, δείχνοντας και τα άλλα μέτρα που πήρε ο Σαΐντ (άρση βουλευτικής ασυλίας, απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, μετακινήσεων από πόλη, συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων σε δημόσιους χώρους κ.λπ.), απέρριψαν αυτόν τον ισχυρισμό και έκαναν λόγο για «πραξικόπημα». Στη συνέχεια όμως άλλαξαν στάση και δήλωσαν έτοιμοι για βουλευτικές και προεδρικές εκλογές, ζητώντας να διεξαχθούν το συντομότερο «για χάρη της δημοκρατίας».
Ανεξαρτήτως ερμηνείας και χαρακτηρισμών, είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία: Εδώ και καιρό μεγάλο μέρος του τυνησιακού λαού έβγαινε στους δρόμους προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τη δραματική επιδείνωση της ζωής τους, ανάμεσά τους ακόμα και υποστηρικτές των ισλαμιστών του «Ενάχντα» (που διατηρούν στενές σχέσεις με τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και το τουρκικό κυβερνών κόμμα ΑΚΡ του Ρ. Τ. Ερντογάν).
Ετσι, η αποπομπή της κυβέρνησης Μασίσι ήρθε ως επιστέγασμα της γενικότερης επιδείνωσης της οικονομικής – κοινωνικής κατάστασης και της ενδοαστικής διαπάλης που κλιμακώθηκε με τη λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη» πριν από μία δεκαετία. Μια διαδικασία που κάθε άλλο παρά …άνοιξη έφερε στους λαούς, αντίθετα συνέβαλε στην όξυνση του σφοδρού ανταγωνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και την Μέσης Ανατολής, όπως βλέπουμε με τη σφαγή που γίνεται σε πολλές χώρες (Λιβύη, Συρία, Λίβανο κ.α.) για το ποια γεωστρατηγικά συμφέροντα θα προωθηθούν