Βασικά συμπεράσματα της πάλης του ΚΚΕ από την Κατοχή έως τη Βάρκιζα

Αγωνιστές του ΕΑΜ - Εθνική Αντίσταση

Αναδημοσίευση από τον Β1 τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, με αφορμή τη συμπλήρωση 78 χρόνων από την κρίσιμη ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944.

1. Αν και η Κατοχή βρήκε το ΚΚΕ με ελάχιστες κομματικές δυνάμεις και αποδιοργανωμένο, το Κόμμα μπόρεσε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να ανασυγκροτηθεί και να δημιουργήσει νέες Κομματικές Οργανώσεις στην εργατική τάξη, στη φτωχή αγροτιά, στα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και στη σπουδάζουσα νεολαία. Πρωτοστάτησε και ηγήθηκε στον μαζικό πολιτικό και στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και των άλλων ΕΑΜικών οργανώσεων, προσφέροντας αιματηρές θυσίες. Αυτή η ανιδιοτελής στάση του, σε συνδυασμό με τον ρόλο του σοβιετικού λαού και στρατού, ιδιαίτερα μετά από τη νίκη του στο Στάλινγκραντ, έδωσε στο ΚΚΕ κύρος και επιρροή, το κατέστησε πολιτικά και οργανωτικά τη δύναμη με την ισχυρότερη επιρροή στις λαϊκές δυνάμεις στην Ελλάδα.

Στην ανάδειξη του ΚΚΕ σε κόμμα αυτής της πολιτικής εμβέλειας συντέλεσαν οι συνθήκες πρωτοφανούς ταξικής εκμετάλλευσης (σε λίγες χώρες παρατηρήθηκαν στον ίδιο βαθμό, π.χ., οι μαζικοί θάνατοι από την πείνα), βαθιάς πολιτικής κρίσης και διάσπασης της αστικής τάξης και των κομμάτων της, αλλά και διάλυσης του αστικού στρατού μέσα στη χώρα.

Στη λαϊκή συνείδηση επιδρούσε καταλυτικά το γεγονός ότι ένα τμήμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων είχε φύγει στο εξωτερικό, ενώ ένα άλλο, πέρα από εκείνο που συνεργάστηκε με τους κατακτητές, κήρυξε την αποχή από την αντίσταση στους κατακτητές, βυσσοδομώντας ταυτόχρονα κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Και αυτά, την ίδια ώρα που χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και μωρά, δολοφονούνταν από τα στρατεύματα κατοχής, ενώ μαζικά οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες έδιναν και τη ζωή τους για να σωθεί ο λαός από την πείνα και για να οργανώσει την πάλη του ενάντια στην τριπλή κατοχή.

Επιπλέον, ως ιδιαίτερα ευνοϊκός παράγοντας για τη μεγάλη ανάπτυξη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ πρέπει να εκτιμηθεί η απουσία παραδοσιακά μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα.

2. Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα δεν μπόρεσε να διαμορφώσει επαναστατική στρατηγική για την έξοδο από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με στόχο την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας (και άρα να εξοπλίσει και να καθοδηγήσει τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις). Δεν μπόρεσε να συνδυάσει με επιτυχία την πάλη για την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ με την πάλη για την εργατική εξουσία σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η εργατική τάξη κατέκτησε την εξουσία μετά από τον πόλεμο λόγω της καθοριστικής συμβολής της ΕΣΣΔ στην απελευθέρωση και στην πάλη των ΚΚ με τις εγχώριες αντεπαναστατικές δυνάμεις που ακολούθησε και στο πλαίσιο των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων.

Κομμουνιστικά Κόμματα καπιταλιστικών χωρών διακήρυσσαν γενικά την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, όμως δεν έθεταν στα Προγράμματά τους τον στόχο της εργατικής εξουσίας ως άμεσο στρατηγικό. Αντίθετα, έθεταν άλλους ενδιάμεσους κυβερνητικούς στόχους («αντιφασιστικών», «δημοκρατικών κυβερνήσεων»), που εξ αντικειμένου δεν εξυπηρετούσαν τη στρατηγική συγκέντρωσης και οργάνωσης δυνάμεων για τη γενική πλήρη σύγκρουση και ρήξη με την αστική εξουσία σε συνθήκες γενικής οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη χώρα τους.

Η Ιστορία απέδειξε ότι τέτοιες κυβερνήσεις, με τη συμμετοχή ή στήριξη ΚΚ, πουθενά δεν λειτούργησαν ως καταλύτες στη συγκέντρωση των επαναστατικών δυνάμεων, στην ωρίμανση των παραγόντων για να έρθει στην ημερήσια διάταξη η επαναστατική εξέγερση.

Αντίθετα, τροφοδότησαν οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις που τελικά διάβρωσαν το Κομμουνιστικό Κίνημα και στη μεταπολεμική περίοδο. Ετσι, δεν διαμορφώθηκαν προϋποθέσεις για την ταξική χειραφέτηση των κινημάτων, διαδικασία που προετοιμάζει και διευρύνει την επαναστατική πρωτοβουλία και τους δεσμούς τους με τις λαϊκές μάζες.

Σε τελική ανάλυση, αυτή η στρατηγική δεν ωφέλησε ούτε τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες από την άποψη του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων.

Οπωσδήποτε η κρατική πολιτική ενός ΚΚ εξουσίας έχει να επιλύσει ειδικά προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις, που δεν έχει μπροστά του ένα ΚΚ εκτός εξουσίας, όπως για παράδειγμα, στην εξωτερική πολιτική, όπου μπορεί να υποχρεωθεί και σε κάποιον συγκυριακό συμβιβασμό με τμήματα του αντιπάλου σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό δεν δικαιολογεί μια συγκυριακή κρατική επιλογή, σε διπλωματικό ή άλλο επίπεδο, να ανάγεται σε αρχή και από αυτήν την άποψη να προκαλεί ιδεολογική σύγχυση στο διεθνές επαναστατικό κίνημα. Αυτό αφορά την ιδεολογικοποίηση του αντιφασιστικού μετώπου και την αιτιολόγηση της αυτοδιάλυσης της ΚΔ.

Ως βασικό συμπέρασμα προκύπτει ότι η σημαντικότερη συμβολή κάθε ΚΚ στην υπεράσπιση του σοσιαλισμού διεθνώς είναι να παλέψει στη χώρα του για την ανατροπή του καπιταλισμού, για την επαναστατική εργατική εξουσία με στόχο την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού.

3. Το καίριο και καθοριστικό ζήτημα, για το οποίο κρίνεται η ηγεσία του ΚΚΕ την περίοδο της Κατοχής, είναι η πολιτική (στρατηγική) που ακολούθησε σε αυτόν τον μεγάλο αγώνα.

Στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ, ο Γ. Σιάντος υποστήριξε στην εισήγηση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ότι η πολιτική του ΚΚΕ στην Κατοχή ήταν σωστή, «γιατί εσφαλμένη πολιτική ήταν αδύνατο να δημιουργήσει τέτοια κινήματα».

Χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη για κάθε χώρα, ωστόσο είναι αναμφισβήτητο ότι στην Ευρώπη, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις κατεχόμενες χώρες, ή τα αντιφασιστικά στις μη κατεχόμενες, πήραν μεγάλες διαστάσεις μόνο σε μια σειρά από αυτές (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Ιταλία, Αλβανία κ.α.), ενώ δεν πήραν ανάλογες διαστάσεις σε σημαντικά κράτη του καπιταλισμού, όπως η Σουηδία, η Νορβηγία, η Φινλανδία, η Δανία, η Αυστρία, η Ολλανδία κ.ά., παρά το γεγονός ότι η στρατηγική των ΚΚ ήταν παντού ίδια με του ΚΚΕ, ενώ το εθνικοαπελευθερωτικό πλαίσιο προσέλκυε στις γραμμές και λαϊκές μάζες που οι πολιτικές επιδιώξεις τους δεν έβγαιναν έξω από αυτό.

Τελικά, το στοιχείο της μαζικότητας του εργατικού και λαϊκού κινήματος δεν μπορεί να εκτιμηθεί βραχυπρόθεσμα και αποσπασμένα από τα ποιοτικά του στοιχεία, δηλαδή τους στόχους για τους οποίους αυτό το κίνημα μαχόταν. Το θεμελιακό ζήτημα, που αποτελεί και το πραγματικό κριτήριο της επιτυχίας ή μη της πολιτικής του ΚΚΕ σε κάθε περίοδο, είναι ακριβώς το κατά πόσο η πολιτική του συσπειρώνει τις απαραίτητες δυνάμεις για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.

4. Η στρατηγική του ΚΚΕ αρχικά στηρίχτηκε στη λαθεμένη ανάλυση του Κόμματος, αναφορικά με τη σχετική καθυστέρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, στην αντίληψη ότι η εθνική ανεξαρτησία (απαλλαγή της Ελλάδας από την ξένη εξάρτηση) αποτελούσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Θεωρούσε ως ενδοτισμό μέρους των αστικών πολιτικών δυνάμεων και της βασιλείας τη διαχρονική συμμαχία της αστικής τάξης με την Αγγλία, την πολιτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και συμμετοχής σε μια ευρύτερη αγορά. Εκτιμούσε ότι οι ξένες επενδύσεις ήταν αποτέλεσμα της εξάρτησης της χώρας, και μάλιστα παράγοντας καθυστέρησης στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Χαρακτήριζε ως υποτέλεια τη στάση της αστικής τάξης και όχι ως στρατηγική συμμαχιών της σε συνθήκες ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Εξαιτίας όλων των παραπάνω και στη συνέχεια και της στρατηγικής του αντιφασιστικού μετώπου, η ταξική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας υποτάχτηκε στην «εθνική ενότητα».

Το ΚΚΕ δεν αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως κρίκο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, αλλά αποσυνέδεσε την πάλη ενάντια στους κατακτητές από την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Ανεξάρτητα από την ονομασία που έδινε στο λεγόμενο «μεταβατικό στάδιο» προς τον σοσιαλισμό (λαϊκή δημοκρατία ή λαοκρατία) ή στη λεγόμενη μεταβατική κυβέρνηση (αντιφασιστική, δημοκρατική), εξ αντικειμένου εγκλώβιζε τη λαϊκή πάλη σε μια μορφή της αστικής εξουσίας, έστω της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας.

Στην περίοδο 1941-1944 υπήρξε ξένη κατοχή, αναστολή της εθνοκρατικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας αφορούσε και την εργατιά – αγροτιά, αλλά και την αστική τάξη και το Παλάτι, από τη σκοπιά της θέσης που είχαν στη νομή της αστικής εξουσίας.

Η δράση κατά της ξένης κατοχής ήταν συνυφασμένη με το ταξικό συμφέρον κάθε κοινωνικής δύναμης. Ο απελευθερωτικός αγώνας ή θα συνδεόταν με τον αγώνα κατάκτησης – εδραίωσης της εργατικής εξουσίας και των συμμάχων της, οπότε θα καταργούνταν γενικά οι σχέσεις ανισοτιμίας και εξάρτησης, ή θα οδηγούσε στην εδραίωση της αστικής εξουσίας με νέους, καλύτερους ή χειρότερους όρους, όσον αφορά τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Ο πόλεμος του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν πόλεμος ταξικός. Η εθνικοαπελευθερωτική χροιά που προσλάμβανε, εξαιτίας της κοινής δράσης των ταγματασφαλιτών με τη γερμανική διοίκηση, δεν ακύρωνε τα ταξικά χαρακτηριστικά του. Τον ίδιο ταξικό χαρακτήρα είχε και η ένοπλη σύγκρουση με τις μη γερμανόφιλες αστικές δυνάμεις, τον ΕΔΕΣ, την ΕΚΚΑ κ.ά.

Ωστόσο, όσες φορές το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τις τελευταίες ένοπλα (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.), το έκανε με κεντρικό άξονα τις παρασπονδίες τους στον αντικατοχικό αγώνα. Δεν τις αντιμετώπισε ως αντίπαλες ταξικές δυνάμεις με τη στήριξη της Βρετανίας.

Το ΚΚΕ, και στη συνέχεια οι λαϊκές δυνάμεις, δεν ήταν προετοιμασμένο για να αξιοποιήσει την επαναστατική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα τις μέρες της Απελευθέρωσης. Παρά το γεγονός ότι ο λαός ήταν οπλισμένος, έγινε ουρά των εξελίξεων που το άρμα τους έσυραν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.

5. Αυτή η στρατηγική δεν αποτελούσε ιδιαίτερο φαινόμενο στο ΚΚΕ, αλλά ήταν πρόβλημα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που οι αιτίες του απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση στο πλαίσιο μελέτης της Ιστορίας του. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε ότι σχετίζεται και με το γεγονός ότι το μεταβατικό μεταρρυθμιστικό Πρόγραμμα, βασικό πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας, επιβίωνε και στη στρατηγική της ΚΔ με τον έναν ή άλλον τρόπο ως στάδιο προετοιμασίας της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας για τον σοσιαλισμό.

Ετσι κι αλλιώς, η «μεταβατική κυβέρνηση» οδηγούσε στην αντίληψη της αναγκαιότητας κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και αυτή με τη σειρά της στη συμπόρευση με κάποιες αστικές πολιτικές δυνάμεις, που θεωρούνταν ως σταθερά προσηλωμένες στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Επιβεβαιώθηκε κυρίως ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό δεν υπάρχει ούτε ενδιάμεση πολιτική εξουσία, ούτε «ειρηνικό» πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, αλλά ούτε «φιλολαϊκή» διαχείριση του καπιταλισμού. Η πάλη των τάξεων είναι αντικειμενική, κι αυτή είναι που, σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, θα οδηγήσει σε σοσιαλιστική επανάσταση μόνο με τη συνειδητή δράση της ιδεολογικής – πολιτικής εργατικής πρωτοπορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η άποψη ότι η συμμετοχή του ΚΚ σε κυβέρνηση συνεργασίας αποτελεί σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους καταρρίφθηκε δραματικά, μετά από τον Λίβανο, ειδικά μετά από τον Δεκέμβρη 1944.

6. Εχουν διατυπωθεί πολλές ερμηνείες σχετικά με κρίσιμα ζητήματα: Την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και τις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτα. Μεταξύ των αιτιών έχει γίνει λόγος περί ανικανότητας του κομματικού ηγετικού πυρήνα, έλλειψης πολιτικής διορατικότητας, αρνητικού επηρεασμού της ηγεσίας του Κόμματος από συμμαχικές δυνάμεις στο ΕΑΜ κ.ά.

Οσο και αν αυτά αποτυπώνουν τη μία ή την άλλη πλευρά σε ένα σύνολο παραγόντων που οδήγησαν σε καθοριστικά λαθεμένες επιλογές, δεν προσεγγίζουν την κύρια αιτία: Την έλλειψη ανάλογης προγραμματικής ετοιμότητας και προσανατολισμού από την πλευρά της κομμουνιστικής ηγεσίας, αλλά και τη μη απόκτησή της σε συνθήκες μάχης, σε συνδυασμό με την ικανότητα σωστής εκτίμησης του συσχετισμού των δυνάμεων και έγκαιρης προσαρμογής ή και διόρθωσης της γραμμής πάλης. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι μια σειρά από εξελίξεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα επέδρασαν αρνητικά στην πολιτική του ΚΚΕ (στρατηγική της ΚΔ και στη συνέχεια αυτοδιάλυσή της, συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις των ΚΚ Γαλλίας και Ιταλίας στη διάρκεια του πολέμου κ.ά.), δίχως να αναιρούνται οι ευθύνες της τότε ΚΕ του ΚΚΕ. Για παράδειγμα, η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο ΒΣΜΑ δεν αποτελούσε υπόδειξη της Σοβιετικής Ενωσης. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έδειξε την απαιτούμενη επάρκεια, ώστε να υπερβεί τις όποιες αρνητικές εκδηλώσεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.

Υπήρχε υποτίμηση στο γεγονός ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ βρισκόταν στο ίδιο χαράκωμα με σημαντικά βαλκανικά κινήματα (Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας, Αλβανίας), αλλά και με το στρατιωτικό κίνημα της Μέσης Ανατολής, ενώ εκλαμβανόταν χωρίς ευελιξία η συμμαχία της Σοβιετικής Ενωσης με τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της αντιαξονικής σύμπραξης (Χάρτης του Ατλαντικού, αποφάσεις της διάσκεψης στην Τεχεράνη κ.ά.). Ταυτόχρονα, υπήρχε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της Βρετανίας, εκφρασμένη στη σταθερή άποψη ότι «δεν μπορούμε να τα βάλουμε με την Αγγλία», καθώς και υποτίμηση των δυνατοτήτων του λαϊκού κινήματος. Είναι διαφορετικό ζήτημα να ηττηθεί η επανάσταση εξαιτίας του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και τελείως άλλο ζήτημα να μη σχεδιαστεί και πραγματοποιηθεί σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.

Στην ανάλυση που γινόταν συνυπήρχε και το γεγονός ότι η Μ. Βρετανία ήταν σύμμαχος στον αντιφασιστικό αγώνα και δεν θεωρούνταν ο πιο επικίνδυνος και ισχυρός ταξικός εχθρός, που συμμάχησε με την ΕΣΣΔ συγκυριακά. Γεννιούνταν, λοιπόν, και αυταπάτες σχετικά με τις προθέσεις της βρετανικής πολιτικής να συντρίψει το ΕΑΜικό κίνημα.

7. Η δύναμη του Κόμματος βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στην ιδεολογικοπολιτική του ποιότητα, στην ικανότητά του να δρα ως κόμμα επαναστατικό. Αρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό ήταν και το οργανωτικό πρόβλημα: Η οργανωτική χαλαρότητα στο Κόμμα, σε συνδυασμό με ορισμένη διάχυση του ΚΚΕ στις γραμμές του ΕΑΜ. Η ορμητική μαζικοποίηση του Κόμματος και η σχετικά εύκολη στρατολογία, δίχως την ανάλογη ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία και την απαιτούμενη εσωκομματική ζωή, είχαν ως αποτέλεσμα η κομματική – κομμουνιστική συνείδηση λίγο να διαφέρει από την ΕΑΜική. Η διάκριση των οργάνων του ΚΚΕ από του ΕΑΜ ήταν ελάχιστα ορατή και η όποια αυτοτέλεια του Κόμματος περιοριζόταν στον κεντρικό καθοδηγητικό πυρήνα και σε καθοδηγητικά όργανα μεγάλων οργανώσεων. Επομένως, η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση, προετοιμασία και ετοιμότητα των κομματικών δυνάμεων ήταν πολύ κατώτερη σε σχέση με τις ανάγκες και απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Η ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική ανεπάρκεια του Κόμματος ήταν συνυφασμένη με τη διαπαιδαγώγηση στην πάλη μόνο για την ελευθερία και ανεξαρτησία και όχι στην ταξική πάλη για τη νίκη στο πεδίο της εξουσίας. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τον βασικό σκοπό ύπαρξης του ΚΚΕ, ως ιδεολογικής – πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης: Την πάλη για την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, με την κατάκτηση της εξουσίας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού.

Το ΚΚΕ καθοδηγεί την εργατική τάξη στην κατάκτηση και υπεράσπιση της εξουσίας της, ως μόνης ικανής να εκφράσει και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των λαϊκών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων, διεκδικώντας σε αυτήν τη βάση τη συμπόρευσή τους. Με αυτήν την έννοια το ΚΚΕ είναι το κόμμα που αγωνίζεται και για τα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων, όσο κυριαρχεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία. Επιδιώκει να συμμαχήσει η εργατική τάξη μ’ ένα υπολογίσιμο τμήμα τους και ένα άλλο να το ουδετεροποιήσει. Ομως αυτά τα στρώματα δεν είναι φορείς ενός νέου τρόπου παραγωγής, που θα αντικαταστήσει τον καπιταλιστικό. Τον τελευταίο είναι αντικειμενικά αναγκαίο να αντικαταστήσει ο κομμουνισμός, που καταργεί κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά και κάθε μορφή ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Τα λαϊκά μεσαία στρώματα είναι υποχρεωμένα να επιλέξουν: `Η θα διαβιώνουν σε τεντωμένο σχοινί και πολλοί θα συνθλίβονται μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα ή θα ακολουθήσουν την εργατική τάξη και το Κόμμα της στη σχεδιασμένη ένταξή τους στην άμεσα κοινωνική παραγωγή.

Επιβεβαιώνεται τόσο από τη σχετική αρνητική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα όσο και από την αντίστοιχη θετική στην προεπαναστατική Ρωσία, ότι η σημασία του εργατικού χαρακτήρα του ΚΚ είναι ακόμα πιο καθοριστική στις περιπτώσεις των χωρών όπου είναι πολυάριθμο το αγροτικό και μικροαστικό στοιχείο. Η εκτεταμένη ύπαρξή του, ακόμα και στην περίπτωση που είναι πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας, δεν πρέπει να αλλάζει τον εργατικό χαρακτήρα του Κόμματος.

Ετικέτες: ,

Δείτε ακόμα...