110 χρόνια από την έναρξη του ιμπεριαλιστικού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - στα χαρακώματα
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – στα χαρακώματα

Του Κώστα Σκολαρίκου*

Ο ιμπεριαλιστικός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Διόλου τυχαία, ο Λένιν επέλεγε να παραθέτει τη φράση του αστού θεωρητικού της πολεμικής στρατηγικής Κλαούζεβιτς: «Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Και αυτό το έκανε για να τονίσει πως είναι αδύνατη η κατανόηση του χαρακτήρα του πολέμου δίχως την κατανόηση ολόκληρης της ιστορικής εποχής από την οποία προέκυψε1.

Ποια ήταν όμως η «πολιτική» των προηγούμενων χρόνων και ο χαρακτήρας της εποχής;

Ο καπιταλισμός από τις αρχές του 20ού αιώνα είχε εισέλθει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, οπότε ως κυρίαρχα γνωρίσματά του αναδείχτηκαν η εμφάνιση και η κυριαρχία των μονοπωλίων, η συγχώνευση του χρηματιστηριακού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, ο αναβαθμισμένος ρόλος της εξαγωγής των κεφαλαίων, η μεγάλη σημασία των διεθνών μονοπωλιακών ομίλων που «μοίραζαν» τον κόσμο και το τέλος του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις»2.

Ωστόσο, τότε όπως και σήμερα, το μοίρασμα του κόσμου δεν είναι ποτέ οριστικό, αλλά αποτελεί το μόνιμο διακύβευμα του ανταγωνισμού των μονοπωλίων, των αστικών κρατών και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Με αυτήν την έννοια, η συσσώρευση των κεφαλαίων και η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών, τροποποιώντας τους συσχετισμούς της οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις και, κατά προέκταση, μεταξύ των αστικών κρατών και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, επιβάλλουν την αναδιανομή των αγορών και των σφαιρών επιρροής.

Κάθε φορά εκείνα τα αστικά κράτη που θεωρούν ότι η υπάρχουσα διανομή των αγορών και των σφαιρών επιρροής δεν αντιστοιχεί πλέον στην οικονομική δύναμη και στα συμφέροντα της αστικής τους τάξης, επιζητούν την αναδιανομή τους με κάθε μέσο, δηλαδή ακόμα και με τη στρατιωτική δύναμη και την επικράτηση μέσω πολέμου.

Πόλεμος ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης

Στην περίπτωση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις» (Γερμανία και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία) επιδίωκαν να κατακτήσουν καινούργιες «αγορές» και διά της εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων να ενισχύσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό και να διαφύγουν τις συνέπειες μιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, που θα επέφεραν η συγκέντρωση και η στασιμότητα των κεφαλαίων τους.

Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της λεγόμενης «Εγκάρδιας Συνεννόησης», ή αλλιώς της Αντάντ, όπως έμεινε γνωστή ιστορικά (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), σκόπευαν να διατηρήσουν τον ευνοϊκό γι’ αυτές συσχετισμό δυνάμεων, που τους επέτρεπε να εκμεταλλεύονται ληστρικά αποικίες και καταπιεζόμενα έθνη.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης και γι’ αυτό άδικος από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων.

Η στρατιωτική σύγκρουση των δύο ιμπεριαλιστικών συμμαχιών όξυνε το σύνολο των υφιστάμενων χαρακτηριστικών του καπιταλισμού, ενισχύοντας την καταστολή της εργατικής τάξης στο εσωτερικό και προκαλώντας τη φρίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων στο εξωτερικό. Υπογράμμισε η Ρόζα Λούξεμπουργκ:

«…(Ο ιμπεριαλισμός) δεν είναι ένα καινούργιο στοιχείο, μια απροσδόκητη αλλαγή κατεύθυνσης στο γενικό ιστορικό στάδιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι πολεμικές προετοιμασίες και οι πόλεμοι, οι διεθνείς συγκρούσεις και οι αποικιακές πολιτικές συντροφεύουν το κεφάλαιο από την κούνια του. Είναι η ακραία αύξηση αυτών των στοιχείων, η συγκέντρωση και το γιγάντιο ξέσπασμα αυτών των συγκρούσεων, οι οποίες έφεραν ως αποτέλεσμα αυτήν τη νέα εποχή στην ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Σε μια αμοιβαία διαλεκτική δράση – την ίδια στιγμή αιτία και αποτέλεσμα της δυναμικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και της συνεπαγόμενης όξυνσης και ενίσχυσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στο εσωτερικό και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη στο εξωτερικό – ο ιμπεριαλισμός εισήλθε στην τελευταία του φάση, το βίαιο χωρισμό του κόσμου από την επίθεση του κεφαλαίου»3.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Ενέργειες βίαιου χωρισμού του κόσμου από την καπιταλιστική επίθεση καταγράφονταν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μια αλυσίδα γεγονότων, διπλωματικών αντιπαραθέσεων, προστριβών και πολεμικών συγκρούσεων των αστικών κρατών προμήνυε την επερχόμενη θύελλα.

Ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος (1898 – 1902), οι πόλεμοι των Μπόερς (1899 – 1902), ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος (1904 – 1905), η πρώτη μαροκινή κρίση (1905 – 1906), η βοσνιακή κρίση (1908 – 1909), η δεύτερη μαροκινή κρίση (1911) και ο ιταλοτουρκικός πόλεμος αποτέλεσαν κρίκους της ματωμένης αλυσίδας των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων για το μοίρασμα του κόσμου, που προετοίμασαν τη μεγάλη πολεμική αναμέτρηση.

Τελευταία αποτύπωσή τους, που μετέφερε το θέατρο των πολεμικών συγκρούσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αποτέλεσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Στους Βαλκανικούς Πολέμους οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» περιπλέχτηκαν με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των πιο αδύναμων βαλκανικών καπιταλιστικών κρατών κι εκφράστηκαν με τη φανερή ή υπόγεια στήριξή τους σε αυτά.

Υπό αυτό το πρίσμα, στις συγκεκριμένες συνθήκες προπαρασκευής της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, οι αστικοί εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι αντικειμενικά συναρθρώθηκαν με τους σκοπούς και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των «μεγάλων δυνάμεων».

Χαρακτηριστικά σημείωσε αργότερα ο Λένιν: «Το εθνικό στοιχείο του σερβοαυστριακού πολέμου δεν έχει και δεν μπορεί να έχει καμιά αξιόλογη σημασία για τον πανευρωπαϊκό πόλεμο (…) Για τη Σερβία, δηλαδή για το ένα περίπου εκατοστό απ’ όσους συμμετέχουν στο σημερινό πόλεμο, ο πόλεμος είναι η “συνέχιση της πολιτικής” του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος. Για τα 99/100 ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής της ιμπεριαλιστικής, δηλαδή της γερασμένης αστικής τάξης»4.

Γι’ αυτό, στο ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων μπορεί κανείς να διακρίνει δίπλα στη θέληση της ελληνικής, της σερβικής, της ρουμανικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης να επιτύχουν την εθνική τους ολοκλήρωση ενάντια στην παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις ανταγωνιστικές επιδιώξεις τους να διευρύνουν την εσωτερική τους αγορά και να αναβαθμίσουν τη θέση τους στον τοπικό συσχετισμό δυνάμεων, μέσω της εκμετάλλευσης της οικονομικής δύναμης και του γεωπολιτικού ρόλου που θα τους παρείχε η προσάρτηση εδαφών και καινούργιων πληθυσμών.

Χαρακτηριστική ως προς το τελευταίο είναι η σύγκρουση του ελληνικού και του βουλγαρικού αστικού κράτους για τον έλεγχο της Μακεδονίας, η οποία κλιμακώθηκε στη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.

Εξάλλου, οι επιδιώξεις και οι σχεδιασμοί των βαλκανικών αστικών κρατών όφειλαν να συνυπολογίζουν τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» και να διαμορφώνουν αντίστοιχα τις συμμαχίες τους, ιδιαίτερα στον βαθμό που αδυνατούσαν με όρους οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος να τους επιβάλουν μονομερώς.

Στο επίκεντρο το μέλλον των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Ομως, οι ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες για το μέλλον των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν την προέκταση της διείσδυσης κεφαλαίων που είχαν πραγματοποιήσει οι λεγόμενες «μεγάλες δυνάμεις» τη χρονική περίοδο της «ειρηνικής» καπιταλιστικής ανάπτυξης 1890 – 19145.

Ως αποτέλεσμα, η καθεμία από αυτές είχε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, που αρνούνταν να παραχωρήσει στα βαλκανικά κράτη χωρίς την παροχή γενικότερων ανταλλαγμάτων ή τη στήριξη του κάθε βαλκανικού κράτους στους συνολικότερους σχεδιασμούς της.

Ταυτόχρονα, η εξωτερική πολιτική των «μεγάλων δυνάμεων» δεν παρέμενε σταθερή, αλλά καθοριζόταν από τη διελκυστίνδα των ρευστών συμμαχιών και από το πολυπαραγοντικό σύστημα ισορροπιών που αυτές διαμόρφωναν.

Παραδείγματος χάρη, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος που είχε προηγηθεί αδυνάτιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε αρχίσει να προσεγγίζει τις Κεντρικές Δυνάμεις, αλλά την ίδια στιγμή η αποδυνάμωσή της αποτελούσε φόβητρο για τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, αλλά και τη Γερμανία, γιατί μπορούσε να οδηγήσει σε ενίσχυση της Ρωσίας μέσω της επιρροής που η τελευταία ασκούσε στα σλαβόφωνα κράτη της Βαλκανικής.

Παράλληλα, η Ρωσία, που αρχικά ευνοούσε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια συμμάχησε με την Αυστρία και προσπάθησε να περιορίσει τις πολεμικές επιδιώξεις της σερβικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης6, φοβούμενη την αναβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας και της Αγγλίας στη Βαλκανική, μέσω της προώθησης των ελληνικών αξιώσεων.

Ο ιμπεριαλιστικός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέλαβε να επιλύσει τις αντιθέσεις των καπιταλιστών. Φυσικά, επρόκειτο για μια λύση που θα ικανοποιούσε τα συμφέροντα του ενός ή του άλλου καπιταλιστικού κράτους, κατά προέκταση της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και θα σφραγιζόταν με το αίμα των λαών.

Οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις σε όλες τις χώρες κλήθηκαν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών τους, προσφέροντας θυσίες χωρίς αντίκρισμα στην ιμπεριαλιστική σφαγή. Και αν στις λεγόμενες «μεγάλες δυνάμεις» οι θυσίες των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων προσφέρονταν αποκλειστικά στον βωμό των πολεμικών μετώπων και της καταστολής του εργατικού – λαϊκού κινήματος, στα πιο αδύναμα καπιταλιστικά κράτη προκαλούνταν και από τις ενδοαστικές αντιθέσεις για την επιλογή της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

Η ελληνική αστική τάξη κατά τη διάρκεια του πολέμου

Η περίπτωση της Ελλάδας είναι ενδεικτική. Η αστική τάξη από τον καιρό της συγκρότησης ανεξάρτητου καπιταλιστικού κράτους θεώρησε ως πρώτιστη επιδίωξή της τη διεύρυνση των εδαφών του, ώστε να επιτευχθεί η οικονομική και γεωπολιτική ενίσχυση της εξουσίας της. Η Μεγάλη Ιδέα, που στηριζόταν στο αντικειμενικό γεγονός της παρουσίας μεγάλων και συμπαγών ελληνικών πληθυσμών εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, αποτέλεσε κοινό τόπο του συνόλου της εγχώριας αστικής τάξης.

Γι’ αυτό και στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, παραμερίστηκαν προσωρινά οι ενδοαστικές έριδες που καθρεφτίζονταν στη διαμάχη για το πολιτειακό (βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία) κι επιδιώχτηκε η ενίσχυση του ρόλου του καπιταλιστικού κράτους στα Βαλκάνια.

Ωστόσο, στη διάρκειά τους, δεν έλειψαν οι ενδείξεις διαφορετικών προσανατολισμών, που αποτυπώθηκαν στη θέληση του διαδόχου Κωνσταντίνου να κατευθυνθεί πρώτα προς το Μοναστήρι, την ώρα που τόσο ο πατέρας του, βασιλιάς Γεώργιος Α΄, όσο και η κυβέρνηση Βενιζέλου επιθυμούσαν διακαώς την κατάληψη της Θεσσαλονίκης7.

Η λήξη των δύο Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την ελληνική αστική εξουσία να έχει διευρύνει σε σημαντικό βαθμό τα εδάφη της και την οικονομική της ισχύ, τη στιγμή που τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω από την Ευρώπη. Σε αυτήν τη συγκυρία οι παλιές ενδοαστικές έριδες ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο.

Από τη μια πλευρά, τμήματα της αστικής τάξης, που, μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συσπειρώθηκαν γύρω από τον βασιλιά τώρα Κωνσταντίνο Α’ 8 – ο οποίος ήταν πεπεισμένος για τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων στον επερχόμενο πόλεμο – προωθούσαν την πολιτική της ουδετερότητας, στον βαθμό που η γεωγραφική θέση της χώρας δεν επέτρεπε την ενεργή εμπλοκή της στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.

Τα συγκεκριμένα τμήματα εκτιμούσαν ότι μια εξωτερική πολιτική τέτοιας κατεύθυνσης ήταν περισσότερο συμφέρουσα για την αστική τάξη, διότι δεν απαιτούσε την οικονομική επιβάρυνση ενός νέου πολέμου και τα συνεπαγόμενα ρίσκα, ενώ θεωρούσαν πως η διείσδυση κεφαλαίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να επιτευχθεί από την ελληνική παροικία. Ταυτοχρόνως, βέβαια, προσδοκούσαν κι εδαφικά ανταλλάγματα για τη στάση τους στην περίπτωση νίκης των Κεντρικών Δυνάμεων.

Από την άλλη πλευρά, η μερίδα της αστικής τάξης που εξέφραζε ο Βενιζέλος επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας συμμαχίας με την Αντάντ, υποστηρίζοντας ότι, με δεδομένη την υπόγεια στήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις Κεντρικές Δυνάμεις, η ήττα των τελευταίων θα εξασφάλιζε την παραπέρα επέκταση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους.

Ετσι, οι αντιθέσεις των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων περιπλέχτηκαν με τις ενδοαστικές συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στον διχασμό της αστικής τάξης και στην πλήρη σύγκρουση των μερίδων της, με σταθερό θύμα τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις.

Μετά από την άρνηση του Συμβουλίου του Στέμματος9να αποδεχτεί τις προτάσεις συνεργασίας της Μ. Βρετανίας με αντάλλαγμα εδάφη της Μικράς Ασίας (17 Φλεβάρη / 2 Μάρτη 1915) και την πρώτη παραίτηση του Βενιζέλου (21 Φλεβάρη / 6 Μάρτη), πρωθυπουργός ανέλαβε ο φιλοβασιλικός Δημήτριος Γούναρης, για να παραιτηθεί τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, έπειτα και από την εκλογική νίκη των Φιλελευθέρων (31 Μάη / 13 Ιούνη 1915).

Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε στις 22 Σεπτέμβρη (5 Οκτώβρη) 1915 και την επόμενη μέρα ο γαλλικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, όπου και επέβαλε στρατιωτικό νόμο τον Μάη του 1916.

Ο «εθνικός διχασμός» ως σύγκρουση μερίδων της αστικής τάξης

Τα όσα ακολούθησαν περιγράφονται στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία ως «εθνικός διχασμός», αλλά στην πραγματικότητα αποτυπώνουν το βάθος που μπορεί να προσλάβει η σύγκρουση μερίδων της αστικής τάξης, όταν η διασφάλιση των συμφερόντων τους περιπλέκεται με διαφορετικές επιλογές ξένων συμμάχων.

Ταυτόχρονα, το γεγονός πως και τα δύο τμήματα της αστικής τάξης χρησιμοποίησαν τις διεθνείς τους συμμαχίες και στη μεταξύ τους διαμάχη επιβεβαιώνει το πόσο κάλπικος είναι ο αστικός πατριωτισμός την εποχή του ιμπεριαλισμού.

Τον Μάη του 1916, έπειτα από «αδράνεια» της κυβέρνησης, οι βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ και αιχμαλώτισαν το Δ’ Σώμα Στρατού. Σε απάντηση, τον Ιούνη, οι δυνάμεις της Αντάντ ζήτησαν την αποστράτευση των ελληνικών δυνάμεων.

Παράλληλα, προχώρησαν σε ναυτικό και εμπορικό αποκλεισμό των περιοχών που βρίσκονταν υπό τη διοίκηση της φιλοβασιλικής κυβέρνησης και κατάσχεσαν ελληνικά πλοία που βρίσκονταν σε λιμάνια χωρών της Αντάντ, με αποτέλεσμα να προκληθεί τραγική έλλειψη σε τρόφιμα, να σημειωθούν χιλιάδες θάνατοι από πείνα και να εξαπλωθούν μολυσματικές ασθένειες.

Μετά από αυτά, η κυβέρνηση άρχισε να οργανώνει τους παρακρατικούς συλλόγους επιστράτων που στρέφονταν ενάντια στην Αντάντ.

Τον Αύγουστο του 1916, στη Θεσσαλονίκη, πραγματοποιήθηκε το Κίνημα «Εθνικής Αμυνας» που στρεφόταν ενάντια στη φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών. Τον Σεπτέμβρη του 1916 γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας. Τον ίδιο μήνα, ο Βενιζέλος, ο οποίος σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση στα Χανιά, μετέφερε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, υπό την προστασία των γαλλικών στρατευμάτων, αποτυπώνοντας και στο επίπεδο του αστικού κρατικού μηχανισμού τη διάσπαση της αστικής τάξης.

Μετά τον σχηματισμό της δεύτερης αστικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη (Σεπτέμβρης 1916) σημειώθηκαν διώξεις κατά των βενιζελικών, ενώ η Εκκλησία αναθεμάτισε τον Βενιζέλο. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων (11 / 24 Νοέμβρη 1916), αφού πρώτα οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας και ύψωσαν τη γαλλική σημαία στα ελαφρά ελληνικά πολεμικά πλοία.

Τον ίδιο μήνα, τα στρατεύματα της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης κατέλαβαν την Κατερίνη. Λίγο αργότερα, οι δυνάμεις της Αντάντ βομβάρδισαν τον Πειραιά και αποβίβασαν στρατεύματα που συγκρούστηκαν με τα στρατεύματα της κυβέρνησης των Αθηνών και τους συλλόγους επιστράτων. Ακολούθησε πογκρόμ της κυβέρνησης των Αθηνών ενάντια στους βενιζελικούς. Την ίδια περίοδο, η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε έκπτωτο τον βασιλιά Κωνσταντίνο.

Τελικά, τον Μάη του 1917, γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τον Πειραιά και τη Θεσσαλία, εξαναγκάζοντας την κυβέρνηση των Αθηνών σε παραίτηση. Η φυγή του βασιλιά και η κάθοδος της κυβέρνησης του Βενιζέλου στην Αθήνα άνοιξαν τον δρόμο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ και οδήγησαν σε νέο πογκρόμ εναντίον των φιλοβασιλικών αυτήν τη φορά10.

Ετσι, πριν ακόμα από την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις μετρούσαν τα δεινά και τις απώλειές τους.

Αλλά και στη συνέχεια, η συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των νικητών άνοιξε τον δρόμο σε νέες τραγωδίες για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις. Επέφερε τεράστιες απώλειες στο μακεδονικό μέτωπο, οδήγησε σε νέα πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας στην Ουκρανική Εκστρατεία και στη διεξαγωγή της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία, που κατέληξε στην καταστροφή, στον θάνατο δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, στο ξεκλήρισμα και στην προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών.

Παρόμοια αρνητικές ήταν οι συνέπειες για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις και στις υπόλοιπες εμπλεκόμενες στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο χώρες, αφού παρά τις διακηρύξεις των Ευρωπαίων σοσιαλιστών ότι θα τον μετέτρεπαν σε σοσιαλιστική επανάσταση, η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπερψήφισε τις πολεμικές δαπάνες και τάχθηκε με το πλευρό της αστικής τους κυβέρνησης.

Αυτήν τη στάση ο Λένιν την περιέγραψε ως χειρότερη τραγωδία από τον ίδιο τον πόλεμο: «Το πιο οδυνηρό πράγμα για ένα σοσιαλιστή δεν είναι οι φρίκες του πολέμου – εμείς είμαστε πάντα υπέρ του “santaguerra ditutti glioppressi perla conquistadelle loropatrie!” (“ιερού πολέμου των καταπιεζομένων για την κατάκτηση της πατρίδας τους!”) – αλλά η φρίκη της προδοσίας των αρχηγών του σημερινού σοσιαλισμού, η φρίκη της χρεοκοπίας της Διεθνούς»11.

Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις και οι εργατικές εξεγέρσεις συνέβαλαν στον τερματισμό του ιμπεριαλιστικού πολέμου

Σε αυτές τις συνθήκες, αντίπαλο δέος από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και των συμφερόντων τους αποτέλεσε η μειοψηφία των σοσιαλιστών που συνέχισε να αντιπαραβάλλει στον πόλεμο τη σοσιαλιστική επανάσταση, με κύριο εκφραστή το κόμμα των μπολσεβίκων, ενώ σταδιακά η δραστηριότητα των επαναστατών σοσιαλιστών άρχισε να αναπτύσσεται σε όλες τις εμπόλεμες χώρες.

Η νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση δεν κατόρθωσε μόνο να επιβάλει τον τερματισμό της ρωσικής εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να ανατρέψει την καπιταλιστική εξουσία και να εγκαινιάσει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Εδωσε και νέα φτερά στο διεθνές εργατικό κίνημα.

Οπως σημείωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «όλη η τιμή και όλη η ικανότητα επαναστατικής δράσης που έλειπε από τη Δυτική Σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε στους μπολσεβίκους. Η εξέγερση του Οκτώβρη δεν έσωσε μόνο τη Ρωσική Επανάσταση, αλλά επίσης την τιμή των σοσιαλιστών όλων των χωρών»12.

Κάτω από την επίδραση των σφαγών του ιμπεριαλιστικού πολέμου και την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης, μια επαναστατική θύελλα εξαπλώθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, κυρίως σε όσα ανήκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων του πολέμου, απειλώντας να σαρώσει την καπιταλιστική εξουσία.

Στις αρχές του 1918 ξέσπασε επανάσταση στη Φινλανδία, άλλοτε τμήμα της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, ακολούθησε η επανάσταση στην Ουγγαρία τον Νοέμβρη του 1918, οπότε ξέσπασε και η πρώτη φάση της γερμανικής επανάστασης.

Οπως είχε ήδη σημειώσει ο Λένιν, «η επανάσταση αναπτύσσεται σε όλες τις χώρες και τώρα το ζήτημα δεν μπαίνει έτσι: να συνεχίσουμε να ζούμε ήσυχα και υποφερτά ή να ριχτούμε σ’ έναν τυχοδιωκτισμό. Αντίθετα, το ζήτημα μπαίνει τώρα έτσι: να πεινάμε και να τραβάμε στο μακελειό για τα συμφέροντα άλλων, για ξένα συμφέροντα, ή να προσφέρουμε μεγάλες θυσίες για το σοσιαλισμό, για τα συμφέροντα των 9/10 της ανθρωπότητας»13.

Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις και οι εργατικές εξεγέρσεις δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν τότε στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας σε άλλες χώρες, ωστόσο συνέβαλαν στον τερματισμό του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Παρά το πισωγύρισμα των αντεπαναστατικών ανατροπών της περιόδου 1989 – 1991, παραμένει διαχρονικής σημασίας ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση υπέδειξε στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις τη διαχρονική και αποτελεσματική διέξοδό τους από τον καπιταλισμό που σαπίζει, σπέρνοντας οικονομικές κρίσεις και ιμπεριαλιστικούς πολέμους, πείνα και ανεργία, σφαγές και προσφυγιά.

Αποτέλεσε τότε την πρώτη ύλη για την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που συνέβαλε σε πρωτόγνωρες κατακτήσεις των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία του 20ού αιώνα. Αφησε πολύτιμες παρακαταθήκες και σημαντικά ιστορικά διδάγματα για το κίνημα που απαιτείται μπροστά στη νέα όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για τα χαρακτηριστικά του και τις στοχεύσεις του.

Παραπομπές

1. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα στον Γκ. Ε. Ζηνόβιεφ», Απαντα, τ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 287.

2. Β. Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός: ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 103 – 104.

3. Rosa Luxemburg: «Down with Reformist Illusions – Hail the Revolutionary Class Struggle (1913)» στο http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1913/04/30a.htm

4. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1994, σελ. 50 – 51.

5. Γεωργίου Β. Λεονταρίτη, «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2000, σελ. 433 – 436.

6. Γιάνη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. ΧΙΙΙ, εκδ. 20ός αιώνας, σελ. 284.

7. Γιάνη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. ΧΙΙΙ, εκδ. 20ός αιώνας, σελ. 292 – 293.

8. Στις 5 (18) Μάρτη 1913 δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄. Η δολοφονία αυτή εξ αντικειμένου άλλαζε τους πολιτικούς συσχετισμούς, αφού ο Γεώργιος, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, συμφωνούσε με τον Βενιζέλο για την ανάγκη προσέγγισης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τις στοχεύσεις των δυνάμεων της Αντάντ.

9. Στο Συμβούλιο του Στέμματος συμμετείχαν οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί και ο επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

10. Για μια αναλυτική καταγραφή των γεγονότων βλ. Τμήμα Ιστορίας (επιμ.), «1922. Ιμπεριαλιστική εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2022, σελ. 204 – 205.

11. Β. Ι. Λένιν, «Ο ευρωπαϊκός πόλεμος και ο διεθνής σοσιαλισμός» στο Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τόμ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1980, σελ. 8.

12. Rosa Luxemburg, «Η Ρωσική Επανάσταση», εκδ. «Κοροντζή», Αθήνα, 1978, σελ. 51.

13. Β. Ι. Λένιν, «Θεμελιακές θέσεις σχετικά με το ζήτημα του πολέμου» στο Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τόμ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 218.

  •  Ο Κ. Σκολαρίκος είναι μέλος της ΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Δείτε ακόμα...