Ποίημα με αφορμή την περίπτωση του ανθρώπου που ζήτησε να αναβληθεί για μια ώρα η διακοπή ρεύματος στο σπίτι του για να τελειώσει την τηλεκπαίδευση το παιδί του.
Διακόπτης
Της Μαριλίζας Λούντζη
Είναι ακριβό πολύ το φως αυτές τις μέρες
και το βιβλίο έχει γεμίσει σκοτεινιά.
Κάθε ξεφύλλισμα και τρύπα, κι απ’ τις σφαίρες
πως να γεμίσει η λαχτάρα τα κενά.
Το οξυγόνο έχει στερέψει στα πνευμόνια
κι ο σαρκασμός μουδιαζει πλέον την πληγή.
Είναι το αίμα μια βρυσούλα από συμπόνια
το βάζει ο θύτης στο ποτηρι να το πιει.
Κλείνει το φως, ανοίγει ο κόσμος μας στα δύο.
Ποιος Μωυσής έκανε θαύμα σ’ άλλη γη;
Τώρα μονάχοι ακούμε ήχους μες το κρύο
και σ’ άδειους τοίχους η ψυχή είναι κλειστή.
Ν’ ανοίξει πάλι ο δρόμος ψάχνουνε τα μάτια
κι από ένα φως από μακριά για να φανεί,
Είναι γνωστό κι από τις ρίμες στα κομμάτια,
πως ο διακόπτης κάνει κέφι τη ροη.
Κι εγώ διακόπτες συναντώ όλη τη μέρα.
Ζητάω και πάλι να μου πουν απ’ την αρχή.
Πώς την ανάγκη αγνοούν, με ποια ιδέα;
και ποιάν απ’ όλες να ζητήσω αφορμή.
Το φως ξανά κλείνει το μάτι στο σκοτάδι.
Όποιο βιβλίο κι αν χρειαστεί ν’ απαρνηθείς,
ένα παράθυρο ανοιχτό άφηνε το βράδυ
μήπως το χέρι κάποιου αγνώστου χρειαστείς.
Είναι το κρύο πυκνό πολύ. Σάπιο το φρούτο.
Κι αν έχεις τώρα υγρά τα μάτια από ντροπή,
θα μεγαλώσεις με το φως στο λύχνο ετούτο
και θα τους πάρει όλους φαλάγγι στη στροφή.